Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚΙΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ.



ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δυνατό ν' ἀποφύγει ὁ ἄνθρωπος τούς πειρασμούς.
Ἐάν ὁ πονηρός τόλμησε νά πειράξει στήν ἔρημο τόν ἴδιο τόν Κύριο, πολύ περισσότερό τους δούλους Του.
Αὐτό ὅμως γίνεται κατά παραχώρηση Θεοῦ.

Γιατί ὅπως τό χρυσάφι δοκιμάζεται μέσα στή φωτιά καί καθαρίζεται καί λαμπικάρετε καί ἀστράφτει, ἔτσι καί ὁ πιστός ἄνθρωπος, πού δοκιμάζεται μέσα στή φωτιά τῶν πειρασμῶν, θά λάμψη τελικά σάν τόν ἥλιο μπροστά στό Θεό μέ τά καλά του ἔργα, ἐνῶ ὁ ἐχθρός πού σπέρνει τούς πειρασμούς θά παραδοθεῖ στό αἰώνιο πῦρ.
Μία μεγάλη πειρασμική δοκιμασία πέρασε καί ὁ ὅσιος πατέρας μᾶς Ἰσαάκιος ὁ ἔγκλειστος.
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκιος, πού τό κοσμικό του ἐπώνυμο ἦταν Τοροπτσάνιν, ἀσκοῦσε τό ἐμπόριο καί εἶχε ἀποκτήσει πολλά πλούτη. Κάποτε ὅμως ἡ ἀγαθή του διάνοια σκέφτηκε ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὔχ ὑπάρχει μετά θάνατον οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα...». Μοίρασε τότε ὅλη τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἦρθε στό σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, ποθώντας ν' ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο.
Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, ἀφοῦ δοκίμασε τήν ἀγάπη του στό Θεό καί τό ζῆλο του γιά τό μοναχικό βίο, τόν κούρεψε μοναχό.
Ἀπό τότε ὁ ἱερός Ἰσαάκιος, φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, ἄρχισε μία σκληρή ἀσκητική ζωή. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου κλείστηκε στό βάθος τοῦ σπηλαίου, στό πιό σκοτεινό καί ἀνάερο κελί.
Ἦταν ὑγρό, ἀποπνικτικό καί τόσο στενό, πού ἐμοίαζε μᾶλλον μέ φρικώδη ὑπόγειο τάφο παρά μέ μοναχικό κελί.
Θέλοντας ἐπίσης νά ταλαιπωρήσει καί ν' ἀσκήσει τό σῶμα του, ἔβγαλε τό τρίχινο πουκάμισο πού φοροῦσαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί. Ζήτησε νά τοῦ ἀγοράσουν μία κατσίκα. Ὅταν τοῦ τήν ἔφεραν, τήν ἔγδαρε καί φόρεσε τό τομάρι της, ἔτσι ὅπως ἦταν, νωπό καί ἀκατέργαστο, καί τ' ἄφησε νά στεγνώσει πάνω στό σῶμα του!
Μ' αὐτό τό «ἔνδυμα» κλείστηκε ὁ ὅσιος μέσα στήν κατασκότεινη ὑπόγεια τρύπα του, ἔχτισε τήν εἴσοδό της καί παραδόθηκε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα στόν Κύριο μέ δάκρυα, χωρίς νά γνωρίζει πότε ἦταν νύχτα καί πότε μέρα. Στρῶμα δέν εἶχε καί ποτέ δέν ξάπλωνε γιά ὕπνο. Κοιμόταν ἐλάχιστα, καθισμένος σ' ἕνα κούτσουρο. Ἔτρωγε μόνο μέρα παρά μέρα λίγο πρόσφορο, κι ἔπινε λίγο νερό πού τοῦ ἔφερνε ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, ὁ μόνος πού ἄλλαζε μαζί του μερικές κουβέντες. Τήν τροφή τοῦ τήν ἔδινε ἀπό μία μικρή θυρίδα, ἀπ' ὅπου μόλις χωροῦσε νά περάσει τό χέρι.
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκιος πέρασε ἑπτά χρόνια σ' αὐτή τή σκληρή ἄσκηση. Ἀλίμονο ὅμως! Ἡ καρδιά του δέν ἔμεινε ἐντελῶς καθαρή ἀπό τήν κενοδοξία. Κάποια ἴχνη τοῦ δαιμονικοῦ αὐτοῦ πάθους μόλυναν τή συνείδησή του. Κι ἔτσι τόν βρῆκε μεγάλη συμφορά.
Κάποια νύχτα, ὅταν ὁ μακάριος ἔκανε τίς συνηθισμένες τοῦ μετάνοιες κι ἔλεγε τούς ψαλμούς τοῦ μεσονυκτικοῦ, ἐνίωσε μεγάλη κόπωση καί αἰσθάνθηκε νά τόν ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις του. Ἔσβησε τό κερί καί κάθισε.
Καί νά! Ἔξαφνα τό σκοτάδι τοῦ κελιοῦ διαλύθηκε. Ἔλαμψε «φῶς μέγα»! Τί φῶς ἦταν ἐκεῖνο! Δυνατό κι ἐκτυφλωτικό σάν τοῦ ἥλιου! Ὁ ὅσιος ἀναγκάστηκε νά κλείσει τά μάτια του, ἀνίκανος νά κοιτάξει ἐλεύθερα.
Τήν ἴδια στιγμή ἐμφανίστηκαν δύο πανέμορφοι νέοι μέ λαμπερά πρόσωπα.
- Ἰσαάκιε, εἶπαν στόν ὅσιο, εἴμαστε ἄγγελοι καί ἤρθαμε νά σού ἀναγγείλουμε πώς, νά!, ἔρχεται σέ σένα ὁ Χριστός μαζί μέ τούς ἄλλους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ! Πού νά ἤξερες ὅτι εἶχες μπροστά σου δαίμονες, πού ἦρθαν γιά νά σέ πλανήσουν! Ξέχασες ὅτι ὁ σατανᾶς μπορεῖ νά «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» καί «οἱ διάκονοι αὐτοῦ ὡς διάκονοι δικαιοσύνης»!...
Σήκωσε λοιπόν ὁ ὅσιος τά μάτια του μέ δυσκολία, καί Τί βλέπει! Πλῆθος δαιμόνων, πού ἐκεῖνος τούς πέρασε γιά ἀγγέλους, μέ πρόσωπα ἀστραφτερά, κι ἀνάμεσά τους κάποιον πού ἔλαμπε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους, ἐκπέμποντας φωτεινές ἀκτίνες.
- Ἰσαάκιε! πρόσταξαν οἱ δαίμονες. Νά ὁ Χριστός! Πέσε νά τόν προσκύνησης!
Ἀνίκανος νά διακρίνει τή δαιμονική πλεκτάνη ὁ μακάριος, ξέχασε νά ἐπικαλεσθεῖ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου ἤ νά κάνη τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πού κατατροπώνει τούς δαίμονες. Ἔπεσε λοιπόν ὁ δυστυχής καί προσκύνησε τό διάβολο σάν Χριστό!
Αὐτοστιγμεί οἱ δαίμονες ξέσπασαν σέ τρομακτικές νικητήριες ἰαχές, κραυγάζοντας θριαμβευτικά:
-Δικός μας εἶσαι, Ἰσαάκιε! Δικός μας!
Ὕστερα ἅρπαξαν τόν ὅσιο, τόν ἔβαλαν νά καθίσει χάμω καί μαζεύτηκαν γύρω του. Μεμιᾶς τό κελί γέμισε ἀσφυκτικά μέ δαίμονες.
Τότε ὁ ὑποτιθέμενος Χριστός πρόσταξε:
- Πάρτε τά ὄργανα! Πιάστε τά τύμπανα! Παῖξτε πανηγυρικά!
Καί ὁ Ἰσαάκιος νά μᾶς χορέψει!
Ἐμφανίστηκαν ἀμέσως πολυάριθμοι δαίμονες μέ μουσικά ὄργανα καί ἄρχισαν νά παίζουν μία μουσική ἐκκωφαντική καί ἀνατριχιαστική, ἀληθινά δαιμονική. Τήν ἴδια στιγμή ἄλλοι δαίμονες σήκωσαν τόν ὅσιο καί τόν ἀνάγκασαν νά χορέψει μαζί τους στόν τρελό ρυθμό τῆς μουσικῆς.
Ὁ χορός ἐκεῖνος κράτησε πολλές ὧρες. Τόσες ὧρες κράτησε καί ὁ ἐμπαιγμός τοῦ ὁσίου ἀπό τούς δαίμονες. Ἀφοῦ τόν παίδεψαν ἔτσι βάναυσα, τόν παράτησαν κάτω μισοπεθαμένο κι ἐξαφανίστηκαν.
Εἶχε φτάσει ἤδη τό πρωί. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἦρθε στό παραθυράκι τοῦ μικροῦ κελιοῦ, φέρνοντας ὅπως πάντα λίγο πρόσφορο καί νερό.
-Εὐλόγησον, πάτερ Ἰσαάκιε, εἶπε χαμηλόφωνα.
Δέν πῆρε ἀπάντηση.
- Πάτερ Ἰσαάκιε, εὐλόγησον! εἶπε πάλι πιό δυνατά. Σιγή.
Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἐπανέλαβε δύο-τρεῖς φορές ἀκόμα τό χαιρετισμό. Ἀπό τό κελλάκι ὅμως δέν ἀκουγόταν τό παραμικρό. Νόμισε τότε ὅτι ὁ Ἰσαάκιος εἶχε παραδώσει τό πνεῦμα του στόν Κύριο.
Εἰδοποίησε νά ἔρθουν ὁ ὅσιος Θεοδόσιος καί οἱ ἀδελφοί ἀπό τό μοναστήρι.
Πράγματι, σέ λίγο ἦρθαν οἱ πατέρες, ἄνοιξαν τήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καί τράβηξαν τόν ὅσιο, νομίζοντας πώς ἦταν νεκρός. Ὅταν ὅμως τόν ἔβγαλαν ἔξω διαπίστωσαν ὅτι ζοῦσε ἀκόμη. Μόλις πού ἀνέπνεε. Τό σῶμα τοῦ ἦταν ξυλιασμένο, ἀνίκανο νά κάνη τήν παραμικρή κίνηση. Τό στόμα μισάνοιχτο. Τά μάτια γουρλωμένα καί τό βλέμμα ἀπλανές. Σύντομα κατάλαβαν ὅτι δέν μποροῦσε νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους, νά μιλήσει ἤ νά κατανοήσει ὁτιδήποτε.
Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος δέν ἄργησε νά καταλάβει πώς ὁ ἔγκλειστος μοναχός εἶχε δεχτῆ δαιμονική ἐπίθεση. Ἀπό κείνη τή στιγμή τόν πῆρε στό μοναχικό του κελί καί τόν ὑπηρετοῦσε μέ κόπο πολύ. Κι ὅταν ἀναγκάστηκε νά φύγη ἀπό τό Κίεβο, διωγμένος ἀπό τόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, τή φροντίδα τοῦ δαιμονόπληκτου ἀδελφοῦ ἀνέλαβαν ὁ ἅγιος Θεοδόσιος καί οἱ ἄλλοι πατέρες. Τόν πῆραν στή μονή τῶν Σπηλαίων καί μέρα-νύχτα ἀγωνίζονταν νά τόν ἀνακουφίσουν καί νά τόν συνεφέρουν.
Ὁ δυστυχής Ἰσαάκιος ἦταν πράγματι σέ κακό χάλι. Διαλυμένος ψυχικά καί σωματικά, κουφός καί ἄλαλος, ὄχι μόνο νά σηκωθεῖ δέν μποροῦσε, ἀλλά οὔτε νά γυρίσει πάνω στήν κλίνη. Ἔμενε συνεχῶς ξαπλωμένος καί ἀκίνητος, ὥσπου πληγίασε καί σκουληκίασε. Κι ἄς τόν καθάριζε ἀκούραστα καί μέ ἀγάπη κάθε μέρα ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Θεοδόσιος. Κι ἄς τόν ἐπλεναν οἱ ἀδελφοί. Οὔτε τροφή μποροῦσε νά πάρει. Μέ χίλιες δυσκολίες κατόρθωναν νά χώσουν ἀπό τό μισάνοιχτο στόμα μέχρι τό λαρύγγι τοῦ λίγη ὑγρή τροφή, πού τήν κατάπινε μέ πολύ κόπο.
Αὐτή ἡ κατάσταση κράτησε δύο χρόνια. Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος προσευχόταν καθημερινά ἀπό πάνω του καί μέ δάκρυα παρακαλοῦσε τόν πολυεύσπλαχνο Θεό νά λυπηθεῖ τό δοῦλο Του καί νά τόν λυτρώσει ἀπό τήν κυριαρχία τῶν δαιμόνων. Ὥσπου μία μέρα, μπαίνοντας στόν τρίτο χρόνο τῆς ταλαιπωρίας του, ὁ Ἰσαάκιος μίλησε! Ζήτησε ψιθυριστά νά τόν σηκώσουν καί νά τόν στήσουν ὄρθιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου