Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ



Ὁ Ὅσιος ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Βασίλιεφ (σημερινό Βασίλκωφ), κοντά στό Κίεβο, ζοῦσαν οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί γονεῖς τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου. Ὀκτώ μέρες μετά τή γέννησή του, στά 1029, οἱ γονεῖς τοῦ τόν ἔφεραν στόν Ἱερέα γιά νά τοῦ δώσει τ' ὄνομά του. Ἐκεῖνος, μόλις τόν ἀντίκρισε, πρόβλεψε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του, πώς ἀπό μικρός θ' ἀφιερωνόταν στό Θεό καί τόν ὀνόμασε Θεοδόσιο. Μετά ἀπό σαράντα μέρες ἔγινε ἡ βάπτιση. Ὁ μικρός μεγάλωνε κάτω ἀπό τή στοργή τῶν γονέων του, ἐνῶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἐπισκίαζε.
Δέν πέρασε πολύς καιρός καί οἱ γονεῖς τοῦ ἀναγκάστηκαν μέ διαταγή τοῦ ἡγεμόνα νά μετοικήσουν μακριά, σέ ἄλλη πόλη, στό Κούρσκ. Αὐτό ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιά νά λάμψη ἐκεῖ ὁ μικρός Θεοδόσιος μέ τήν ἐνάρετη ζωή του.

Σ' αὐτή τήν πόλη μεγάλωνε σωματικά, ἀλλ' αὐξανόταν καί πνευματικά στή σοφία καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μελετοῦσε μ' ἐπιμέλεια τό θεῖο λόγο καί πολύ γρήγορα ἔγινε κάτοχος ὅλης της Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλοι ἔμεναν ἔκπληκτοι ἀπό τή σοφία του, τήν ἀντίληψη καί τήν ταχύτητα ἐκμαθήσεως.
Καθημερινά ἐπισκεπτόταν τό ναό τοῦ Θεοῦ καί παρακολουθοῦσε μ' ὅλη του τήν προσοχή τίς ἱερές ἀκολουθίες.
Στίς συντροφιές τῶν συνομηλίκων του δέν πλησίαζε, ὅπως συνήθως γίνεται, ἀλλ' ἀποστρεφόταν καί ἀντιπαθοῦσε τά παιχνίδια τους. Καί δέν τοῦ ἄρεσε καθόλου νά στολίζεται μέ φανταχτερά ροῦχα. Ἐνίωθε εὐχαρίστηση νά ντύνεται τά πιό ἁπλά.
Σέ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ θάνατος τοῦ στέρησε τόν πατέρα. Ἀπό τότε ὁ μακάριος ἔγινε περισσότερο ἀσκητικός. Πήγαινε μαζί μέ τούς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ στά χωράφια κι ἔκανε τό κάθε τί μέ βαθιά ταπείνωση.
Ἡ μητέρα τοῦ τόν μάλωνε γι' αὐτά τά φερσίματα. Ἀπαιτοῦσε νά ντύνεται μέ ὡραιότερα ροῦχα καί νά συναναστρέφεται μέ τούς ὁμοίους του.
-Ἐσύ, τοῦ ἔλεγε, ἔτσι πού συμπεριφέρεσαι ,προσβάλλεις τόν ἑαυτό σου καί τήν καταγωγή σου.
Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ὄχι μόνο δέν τήν ἄκουγε, ἀλλά ποθοῦσε πιό πολύ νά γίνεται ἕνα μέ τούς φτωχούς. Αὐτό τήν ἐξόργιζε τόσο, ὥστε πολλές φορές τόν ἔδερνε ἀλύπητα. Στό μεταξύ ὁ μακάριος νέος συλλογιζόταν μέ ποιό τρόπο θά εὕρισκε τή σωτηρία του. Ἔτσι, ὅταν κάποτε ἄκουσε γιά τούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου πραγματοποίησε ὁ Κύριος τό ἔργο τῆς σωτηρίας, ἐπιθύμησε νά φτάσει ὡς ἐκεῖ καί νά τούς προσκυνήσει.
Κι ἐνῶ προσευχόταν πολύ γι' αὐτό, νά! ἦρθαν στό Κούρσκ προσκυνητές. Βλέποντάς τους ὁ Θεοδόσιος, ἔτρεξε κοντά τούς γεμάτος χαρά. Ἔβαλε μετάνοια, τούς ἀσπάστηκε μ' εὐλάβεια καί τούς ρώτησε ἀπό πού ἔρχονται καί πού πηγαίνουν.
- Ἐρχόμαστε ἀπό τήν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, τοῦ ἀποκρίθηκαν. Καί, ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἐπιθυμοῦμε πολύ νά πᾶμε σ' αὐτή καί πάλι.
Τούς παρακάλεσε τότε ὁ μακάριος νά τόν πάρουν μαζί τους. Ὅταν τοῦ ὑποσχέθηκαν πώς θά ἱκανοποιήσουν τόν πόθο του, πέταξε ἀπό χαρά καί γύρισε εὐτυχισμένος στό σπίτι του. Ἦρθε ὁ καιρός τῆς ἀναχωρήσεως καί οἱ προσκυνητές τόν εἰδοποίησαν. Ἐκεῖνος σηκώθηκε νύχτα. Καί κρυφά, χωρίς νά τόν ἀντιληφθεῖ κανείς, βγῆκε ἀπό τό σπίτι, μή κρατώντας τίποτε μαζί του, ἐκτός ἀπό τ' ἀναγκαία ροῦχα του.
Ἔτσι πῆρε ἀπό πίσω τους προσκυνητές.
Μά ὁ πανάγαθος Θεός δέν θέλησε ν' ἀπομακρύνει ἀπό τή γῆ τῆς Ρωσίας αὐτόν πού προόριζε «ἐκ κοιλίας μητρός» ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων της, πού θ' ἀσπάζονταν τό ἀγγελικό σχῆμα.
Ὅταν λοιπόν ἡ μητέρα τοῦ ὑστέρα ἀπό τρεῖς ἡμέρες διαπίστωσε πώς ὁ μικρός γιός τῆς ἀναχώρησε μαζί μέ τούς προσκυνητές, ἄρχισε τήν καταδίωξη. Μετά ἀπό πολύ δρόμο τούς ἔφτασε καί τούς τόν ἅρπαξε.
Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ὀργή καί ἡ μανία της, ὥστε τόν ἐπίασε ἀπό τά μαλλιά, τόν ἔριξε καταγῆς καί τόν χτυποῦσε μέ τά πόδια της. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἐπέπληξε ἄγρια τους προσκυνητές, πῆρε τό δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Δεμένο σάν ἐγκληματία ἔσερνε τό νεαρό Θεοδόσιο. Ὁ θυμός τῆς ἦταν τόσο μεγάλος, ὥστε καί στό σπίτι ἀκόμη τόν χτυποῦσα, μέχρι πού κουράστηκε πιά νά τόν δέρνει.
Ἔπειτα τόν ὁδήγησε σ' ἕνα δωμάτιο. Τόν κλείδωσε καί τόν ἄφησε δεμένο ἐκεῖ. Καί ὁ εὐλογημένος νέος τά δεχόταν ὅλα μέ χαρά. Προσευχόταν κι εὐχαριστοῦσε τό Θεό.
Ὕστερα ἀπό δύο μέρες τόν ἔλυσε καί τοῦ ἔδωσε νά φάει. Μά ἡ ὀργή της δέν εἶχε ἀκόμα ξεθυμάνει. Τοῦ πλάκωσε τά πόδια μ' ἕνα βαρύ σίδερο, ἐπιτηρώντας τόν διαρκῶς γιά νά μήν τῆς ξαναφύγει.
Πέρασε ἔτσι πολλές ἡμέρες ὁ «αἰχμάλωτος». Τελικά ἡ μητέρα τοῦ φάνηκε σπλαχνική. Τόν θερμοπαρακαλοῦσε νά μήν ξαναφύγει ποτέ πιά ἀπό κοντά της. Τόν ἀγαποῦσε πιό πολύ ἀπό τά ἄλλα τῆς παιδιά καί δέν μποροῦσε νά τόν ἀποχωριστῆ.
Ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε πώς δέν θ' ἀπομακρυνθεῖ, ἐφ' ὅσον αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι τοῦ ἔβγαλε τά σίδερα ἀπό τά πόδια, ἀφήνοντας τόν νά κινεῖτε ἐλεύθερος.
Ὁ μακάριος Θεοδόσιος ξαναβρῆκε πάλι τίς παλιές του ἀσκήσεις καί καθημερινά πήγαινε στό ναό τοῦ Κυρίου. Δοκίμαζε ὅμως μεγάλη θλίψη βλέποντας πώς ἀρκετές φορές δέν γινόταν θεία Λειτουργία, γιατί δέν ὑπῆρχαν πάντοτε πρόσφορα. Μέ τό ταπεινό λοιπόν φρόνημα πού τόν διέκρινε, νά τί ἔκανε: Ἀγόραζε σιτάρι, τό ἄλεθε μέ τά ἴδια τοῦ τά χέρια, ἔψηνε τά πρόσφορα καί τά πήγαινε στήν ἐκκλησία. Πουλώντας λίγα, ἐξοικονομοῦσε μερικά χρήματα καί ἀγόραζε ἔτσι σιτάρι γιά νά ξαναφτιάξει ἄλλα. Ὅσα χρήματα περίσσευαν τά μοίραζε στούς φτωχούς. Μία τέτοια πράξη εὐαρεστοῦσε πολύ τό Θεό, γιατί ἔρχονταν στήν ἐκκλησία πρόσφορα καθαρά, φτιαγμένα ἀπό τά χέρια τοῦ ἁγνοῦ αὐτοῦ νέου.

Περισσότερο ἀπό δύο χρόνια ἐκτελοῦσε τό ἱερό αὐτό ἔργο. Στό διάστημα αὐτό τά παιδιά τῆς ἡλικίας του, τόν ἀντιμετώπιζαν μέ ὕβρεις, χλευασμούς καί ἐχθρότητα. Ἐκεῖνος ὁ μακάριος τά δεχόταν ὅλα μέ χαρά καί σιωπή. Ὁ ἐχθρός ὅμως τοῦ καλοῦ, βλέποντας τόν ἑαυτό τοῦ νικημένο ἀπό τήν ταπείνωση τοῦ ἐργατικοῦ νέου, δέν ἡσύχασε. Θέλοντας νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τό θεάρεστο κόπο του, ἄρχισε νά ἐξοπλίζει ἐναντίον τοῦ τή μητέρα του. Μή μπορώντας νά βλέπει τό γιό της σέ τέτοια ταπεινωτική, ὅπως πίστευε, ἀπασχόληση, τοῦ ἔλεγε μέ ἀγάπη:
- Σέ ἱκετεύω, παιδί μου, σταμάτησε αὐτή τή δουλειά. Φέρνεις ντροπή στή γενιά σου... Δέν ἀντέχω πιά νά δέχομαι ἀπ' ὅλους προσβολές. Σ' ἕνα παιδί σάν κι ἐσένα δέν ταιριάζουν αὐτές οἱ ἐνέργειες. Ἄκουσε μέ σέ παρακαλῶ μητέρα, ἀπαντοῦσε μέ ταπείνωση.
Φορώντας ὁ μακάριος γιά λίγες ἡμέρες τή λαμπρή ἐκείνη στολή, τήν ἐνίωθε Βάρος ἐπάνω του, καί γι' αὐτό τήν ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἔτσι ἐμφανίστηκε πάλι στό ναό μέ τά δικά του ταπεινά ροῦχα. Ὁ κυβερνήτης, σάν τόν εἶδε μ' αὐτά, τοῦ χάρισε καινούργια στολή, καλύτερη ἀπό τήν πρώτη, καί τόν παρακάλεσε νά τή χρησιμοποιεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως τήν ἔδωσε πάλι στούς φτωχούς. Ἡ ἱστορία ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Αὐτό ἔκανε τόν ἄρχοντα νά τόν ἀγαπᾶ πιό πολύ καί νά θαυμάζει τήν ταπεινοφροσύνη του.
Κάποτε ὁ Θεοδόσιος πῆγε σ' ἕνα σιδερά καί παρήγγειλε μία σιδερένια ζώνη. Ὅταν ἑτοιμάστηκε, τήν πῆρε καί τή φόρεσε κατά-σάρκα, χωρίς νά τή βγάζει καθόλου ἀπό πάνω του. Ἦταν στενή, ἕσφιγγε πολύ τό σῶμα του καί προξενοῦσε πόνους, πού τούς ὑπέμενε ὅμως καρτερικά σάν νά μή συνέβαινε τίποτε.
Σ' ἕνα γιορταστικό γεῦμα, πού θά δινόταν στό μέγαρο τοῦ ἄρχοντα καί θά παραβρίσκονταν ὅλοι οἱ προύχοντες τῆς πόλεως, ἔπρεπε νά πάει καί ὁ Θεοδόσιος γιά νά ὑπηρετήσει. Ἀναγκάστηκε λοιπόν ἀπό τή μητέρα του νά ντυθεῖ τήν καλή του στολή. Καθώς τή φοροῦσε δέν μπόρεσε νά προφυλαχτεῖ, καί τό διακριτικό μάτι τῆς μητέρας πρόσεξε πάνω στή φανέλα στίγματα ἀπό αἷμα. Πλησίασε νά ἐξετάσει, καί μόλις διαπίστωσε πώς ὀφειλόταν στό σφίξιμο τῆς σιδερένιας ζώνης, ἄναψε ἀπό τό κακό της. Ὅρμησε πάνω του μέ μανία, ἄρχισε νά τόν χτυπάει, τοῦ ξεσκίσε τή φανέλα καί τοῦ ἀφαίρεσε τή ζώνη ὀργισμένη. Ἀλλά ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος νέος, σά νά μήν τοῦ συνέβαινε κανένα κακό, ντύθηκε τά ροῦχα του καί ξεκίνησε εἰρηνικά γιά νά ὑπηρετήσει στό γεῦμα.
Μία μέρα ἄκουσε στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριο νά λέει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἐστί μου ἄξιος...». «Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου οὗτοι εἴσιν, οἱ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καί ποιοῦντες αὐτόν». Ἐπίσης ἄκουσε καί ἄλλα: «Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κάγω ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ' ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμί καί ταπεινός τή καρδία, καί εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μέ τά λόγια αὐτά πυρπολήθηκε ἡ καρδιά τοῦ φωτισμένου ἀπό τόν Κύριο Θεοδοσίου. Καί φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πώς θά μποροῦσε, κρυφά ἀπό τή μητέρα του, νά ντυθεῖ τό ἅγιο μοναχικό σχῆμα.
Κατά θεϊκή οἰκονομία, ἡ μητέρα τοῦ ἔλειψε γιά ἀρκετές ἡμέρες ὁ μακάριος Θεοδόσιος. Ὁ Κύριος καί Θεός μᾶς Ἰησοῦς Χριστός θέλησε νά γίνει φτωχός καί ταπεινός. Ἔδωσε ἔτσι τό παράδειγμα γιά νά φάνουμε κι ἐμεῖς ταπεινοί. Ἐκεῖνος δέχτηκε ὕβρεις, ἐμπτυσμούς, ραπίσματα, καί ὅλα τά ὑπέμεινε γιά τή σωτηρία μας. Πόσα θά πρέπει τώρα νά ὑπομείνουμε ἐμεῖς γιά χάρη Του! Καί γιά τό ἔργο πού κάνω, ἄκουσε: Ὁ Κύριός μας, στό Μυστικό Δεῖπνο, πῆρε στά χέρια Τοῦ τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε καί μοιράζοντας τόν στούς μαθητές εἶπε: «Λάβετε, φάγετε. τοῦτο μου ἐστί τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Κύριος ὀνόμασε σῶμα Τοῦ τόν ἄρτο ἐκεῖνο, δέν θά πρέπει νά χαίρομαι κι ἐγώ ποῦ ἀξιώνομαι νά φτιάχνω ἄρτους, οἱ ὁποῖοι στό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας μεταβάλλονται σέ σῶμα Χριστοῦ;
Ἡ μητέρα του, ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά, θαύμασε τή σοφία τοῦ παιδιοῦ καί τό ἄφησε ἥσυχο. Πέρασε λίγος καιρός, καί μία μέρα τόν βλέπει καπνισμένο ἀπό τό φοῦρνο. Ἐρεθίστηκε πάλι κι ἄρχισε νά τόν ἐπιπλήττει - ἄλλοτε μέ ἤπιο τρόπο, ἄλλοτε μέ ἀπειλές, κάποτε χρησιμοποιώντας καί τό ξύλο - γιά νά σταματήσει μία τέτοια ἐργασία. Μέ τή συμπεριφορά τῆς αὐτή ὁ μακάριος νέος δοκίμαζε μεγάλη θλίψη. Μή γνωρίζοντας τί νά κάνη, μία νύχτα ἔφυγε κρυφά ἀπό τό σπίτι καί πῆγε σ' ἄλλη πόλη, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τό Κούρσκ. Ἐκεῖ ἔμεινε σ' ἕνα γνωστό του ἱερέα καί συνέχισε τό συνηθισμένο τοῦ ἔργο.

Ἡ μητέρα του, ἀφοῦ ἔψαξε ὅλη τήν πόλη καί δέν τόν βρῆκε, καταστενοχωρήθηκε. Ὅταν ὕστερα ἀπό πολλές ἡμέρες πληροφορήθηκε πού βρίσκεται, ξεκίνησε γεμάτη ὀργή. Τόν βρῆκε πράγματι στό σπίτι τοῦ ἱερέως. Χτυπώντας τόν, τόν ἔφερε πίσω.
- Ἀπό κοντά μου, τόν προειδοποίησε, δέν πρόκειται πιά ν' ἀπομακρυνθεῖς. Ἄν ἐπιχείρησης κάτι τέτοιο, θά σέ γυρίσω δεμένο στό Κούρσκ.

Ταπεινός στήν καρδιά καί ὑπάκουος σ' ὅλους, ὅπως ἦταν ὁ Θεοδόσιος, κέρδισε καί τήν ἀγάπη τοῦ ἄρχοντα τοῦ Κούρσκ, ὁ ὁποῖος παρατήρησε τήν ταπείνωση καί τήν ἀφοσίωσή του στήν Ἐκκλησία. Μάλιστα τοῦ εἶπε νά ἐπισκέπτεται καί τό δικό του ναό. Τοῦ πρόσφερε ἀκόμη μία ὄμορφη φορεσιά γιά νά πηγαίνει μ' αὐτήν ἐκεῖ ἀπό τό Κούρσκ. Καί ὁ μακάριος, γεμάτος χαρά, ἔκανε τήν προσευχή του στό Θεό καί ἀναχώρησε κρυφά ἀπό τό σπίτι.
Βάδιζε πρός τήν πόλη τοῦ Κιέβου, γιατί εἶχε ἀκούσει γιά τούς μοναχούς πού ζοῦσαν ἐκεῖ. Δέν γνώριζε ὅμως τό δρόμο καί προσευχόταν στό Θεό νά τοῦ στείλει κάποιον, πού θά τόν συνόδευε καί θά τόν ὁδηγοῦσε ὡς ἐκεῖ. Καί νά, κατά θεία συγκυρία, κάποιοι ἔμποροι, μέ τά βαριά τούς ἐμπορεύματα καί τ' ἁμάξια τους, σκόπευαν νά κάνουν τό ἴδιο δρομολόγιο. Μόλις κατάλαβε ὁ μακάριος πώς πήγαιναν γιά τό Κίεβο, δόξασε τό Θεό καί τούς ἀκολούθησε ἀπό μακριά, χωρίς ἐκεῖνοι νά τόν πάρουν εἴδηση. Ὅταν στάθμευαν γιά διανυκτέρευση, σταματοῦσε κι αὐτός τήν πορεία του - σέ τέτοια ἀπόσταση, ὥστε νά μήν τούς χάση ἀπό τά μάτια του - καί ἀναπαυόταν στηριζόμενος μόνο στήν προστασία τοῦ Κυρίου. Τρεῖς ἑβδομάδες κράτησε ἡ ὁδοιπορία ἀπό τό Κούρσκ ὡς τό Κίεβο, τήν πρωτεύουσα τῆς χώρας.

Σάν ἔφτασε ἐκεῖ, ἐπισκέφθηκε ὅλα τά μοναστήρια καί παρακαλοῦσε τούς μοναχούς νά τόν δεχτοῦν. Ἐκεῖνοι, καθώς τόν ἔβλεπαν νεαρό κι ἐξαθλιωμένο, μέ ροῦχα φθαρμένα, δέν ἔδειχναν διαθέσεις νά τόν προσλάβουν.
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά πάει σ' ἐκεῖνο τό μέρος γιά τό ὁποῖο ἦταν προορισμένος «ἐκ κοιλίας μητρός», ὅπως καί ἔγινε.

Συνέβη ν' ἀκούσει τότε γιά τόν ὅσιο Ἀντώνιο, πού ἀσκήτευε μέ σκληρό τρόπο μέσα σέ σπηλιές. Σκίρτησε ἡ καρδιά του καί ξεκίνησε γιά κεῖ. Μόλις ἀντίκρισε τόν ἅγιο γέροντα, ἔπεσε νά τόν προσκυνήσει, παρακαλώντας τόν μέ δάκρυα νά τόν δεχτῆ κοντά του.
-Τέκνο μου, τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, δέν βλέπεις πόσο «στενή καί τεθλιμμένη» εἶναι ἡ σπηλιά αὐτή; Ἐσύ δέν θά μπορέσεις νά ὑπομείνεις τό στενόχωρο αὐτό τόπο. Δέν εἶπε τά λόγια αὐτά γιά νά τόν δοκιμάσει, ἀλλά γιατί διέβλεπε προφητικά πώς ὁ Θεοδόσιος ἐπρόκειτο νά ἐπεκτείνει τό μέρος ἐκεῖνο καί νά χτίση ἕνα ξακουστό μοναστήρι, ὅπου θά συνάζονταν πολλοί μοναχοί. Ὁ θεοφώτιστος Θεοδόσιος ἱκετευτικά του ἀποκρίθηκε:
-Νά γνωρίζεις, τίμιε πάτερ, πώς ὁ Χριστός μέ ὁδήγησε στήν ἁγιότητά σου γιά νά σωθῶ καί εἶμαι ἕτοιμος νά κάνω ὅ,τι θά μοῦ πεῖς. Τότε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ εἶπε:
-Εὐλογητός ὁ Θεός παιδί μου, πού ἐνισχύει τέτοιες προσπάθειες. Νά τό μέρος πού εἶναι γιά σένα. Ἐκεῖ νά μείνεις.
Ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἔπεσε πάλι στά γόνατα, ζητώντας τήν εὐλογία τοῦ γέροντα. Ἐκεῖνος τόν εὐλόγησε καί στή συνέχεια ἔδωσε ἐντολή στό μακάριο Νίκωνα, πού ἦταν ἱερεύς, νά τόν κείρει. Αὐτός πῆρε τό Θεοδόσιο, τόν κούρεψε σάν ἄκακο ἀρνίο, κατά τήν τάξη τῶν ἁγίων Πατέρων, καί τόν ἕντυσε τά ροῦχα τοῦ μοναχοῦ, σέ ἡλικία εἰκοσιτριῶν ἐτῶν, τήν ἐποχή πού ἡγεμόνευε στό Κίεβο ὁ Παροσλάβος Βλαντιμίροβιτς.

Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ὁλόψυχα στό Θεό καί στό θεοφόρο γέροντα τοῦ Ἀντώνιο. Ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις καί βάσταζε μέ χαρά τό ζυγό τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τίς νύχτες τίς ἀφιέρωνε στή δοξολογία τοῦ Κυρίου, ἀρνούμενος τήν ξεκούραση τοῦ ὕπνου. Τίς ἡμέρες σκληραγωγοῦσε τόν ἑαυτό του μέ τήν ἐγκράτεια, τή νηστεία καί τή χειρωνακτική ἐργασία. Πάντοτε θυμόταν τό ψαλμικό: «Ἴδε τήν ταπείνωσίν μου καί τόν κόπον μου καί ἅφες πάσας τάς ἁμαρτίας μου».

Μέ τήν ἐγκράτεια καί τή νηστεία ταπείνωνε τήν ψυχή καί μέ τήν ἀγρυπνία καί τή χειρωνακτική ἐργασία ταλαιπωροῦσε τό σῶμα, ὥστε νά προκαλεῖ τό θαυμασμό τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου καί τοῦ μακαρίου Νίκωνος. Τόν θαύμαζαν γιά τή φρόνησή του, τήν ταπείνωση, τήν ὑπακοή, τό θάρρος καί τήν ἀντοχή - παρ' ὅλο πού ἦταν τόσο νέος - καί δόξαζαν γι' αὐτά τό Θεό. Στό μεταξύ ἡ μητέρα τοῦ τόν ἀναζητοῦσε παντοῦ, στήν πόλη καί στά περίχωρα, ἀλλά δέν τόν εὕρισκε πουθενά. Μέ πικρούς κοπετούς τόν θρηνοῦσε σάν νεκρό. Εἰδοποίησε σ' ὅλη τή χώρα, πώς ἐκεῖνος πού θά τόν δή καί θά τήν πληροφορήσει, θά πάρει μεγάλη ἀμοιβή. Καί νά, κάποιοι πού ἦρθαν ἀπό τό Κίεβο τῆς ἀνήγγειλαν:
-Ἐμεῖς τόν εἴδαμε στήν πόλη μας, στό Κίεβο, πρίν ἀπό τέσσερα χρόνια περίπου, ν' ἀναζητᾶ μοναστήρι γιά νά γίνει μοναχός.

Ἐκείνη, μόλις πῆρε τήν πληροφορία αὐτή, χωρίς τήν παραμικρή καθυστέρηση καί χωρίς νά λογαριάσει τήν ἀπόσταση, ξεκίνησε γιά τό Κίεβο. Ἀφοῦ ἔψαξε μάταια σ' ὅλα τά μοναστήρια, τῆς εἶπαν νά πάει καί Στίς σπηλιές, στό γέροντα Ἀντώνιο. Σάν ἔφτασε ἐκεῖ, ἀναζήτησε τόν περίφημο ἀσκητή.
-Πέστε στόν ὅσιο, ἔλεγε στούς πατέρες, πώς ἔχω ἔρθει ἀπό πολύ μακριά γιά νά τόν προσκυνήσω καί νά πάρω τήν εὐλογία του.
Ὁ γέροντας, μόλις εἰδοποιήθηκε, βγῆκε ἀπό τή σπηλιά του. Ἐκείνη τοῦ ἔβαλε βαθιά μετάνοια μέχρι τό χῶμα, ζητώντας τήν εὐλογία του. Ὁ γέροντας τήν εὐλόγησε κι ἔπειτα τή δέχτηκε σέ συζήτηση. Τοῦ εἶπε πολλά καί στό τέλος ἀποκάλυψε τό λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶχε ἔρθει.
- Σέ ἱκετεύω λοιπόν, πάτερ, τοῦ λέει. Πές μου τήν ἀλήθεια. Εἶναι ἐδῶ ὁ γιός μου, ποῦ τόσα ὑπέφερα γι' αὐτόν, χωρίς νά ξέρω ἄν εἶναι ζωντανός;

Ὁ γιός σου εἶναι ζωντανός. Νά μή θλίβεσαι καί νά μήν πονᾶς γι' αὐτόν. Βρίσκεται ἐδῶ.  Θά μποροῦσα, πάτερ, νά τόν ἔβλεπα; Τόσο δρόμο περπάτησα γιά νά φτάσω ὡς ἐδῶ. Νά τόν δῶ μόνο, κι ἔπειτα φεύγω.
Ἔχει ἀρχή του, τῆς ἀπάντησε ὁ γέροντας, νά μή βλέπει κανένα. Ὡστόσο ἔλα πάλι αὔριο πρωί-πρωί κι ἐγώ θά τόν εἰδοποιήσω.

Ἡ γυναίκα ἔβαλε μετάνοια κι ἀπομακρύνθηκε. Ὁ ὅσιος μπῆκε στή σπηλιά γιά νά ἐνημερώσει τό μακάριο Θεοδόσιο, πού ἡ θλίψη τοῦ ἦταν μεγάλη σάν ἔμαθε πώς ἡ μητέρα τοῦ τόν ἀνακάλυψε.
Πολύ νωρίς τό ἄλλο πρωί ἡ μητέρα κατέφθασε. Ἀλλά ὅ Θεοδόσιος δέν δεχόταν νά τή δή, παρ' ὅλη τήν ἐπιμονή τοῦ γέροντα.
- Παρακάλεσα πολύ τό γιό σου νά 'ρθῆ νά σέ δή, ἀλλά δέν θέλει, τῆς εἶπε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος.
Στά λόγια αὐτά, ἡ μέχρι τότε ταπεινή τάχα γυναίκα ἔγινε ἔξω φρενῶν. Ἀντέδρασε γεμάτη ὀργή: "Ὤ! Νά παρακαλῶ ἐγώ αὐτόν τόν γέροντα! Αὐτόν πού πῆρε τό παιδί μου καί τό ἔκρυψε στή σπηλιά καί δέν μοῦ τό παρουσιάζει!
Νά μοῦ φανερώσεις τό παιδί μου! Δέν ἀντέχω ἄλλο, πεθαίνω ἄν δέν τό δῶ. Ἡ φέρνεις τό παιδί μου, ἡ αὐτοκτονῶ ἐδῶ μπροστά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς!
Καταστενοχωρημένος ὁ ὅσιος πῆγε νά παρακαλέσει καί πάλι τό Θεοδόσιο, πού τή φορά αὐτή, γιά νά μή λυπήσει τό γέροντά του, ὑπάκουσε καί βγῆκε. Ἐκείνη, μόλις τόν ἀντίκρισε κάτισχνο καί μέ πρόσωπο βαθουλωμένο ἀπό τήν ἄσκηση, ἔπεσε στό λαιμό του κι ἔχυνε γιά πολλή ὥρα πικρά δάκρυα.
Ὅταν ἄρχισε σιγά-σιγά νά συνέρχεται ἀπό τούς λυγμούς, ἐπίασε τά θερμά παρακάλια:
Γύρισε παιδί μου στό σπίτι. Ὅτι κάνεις ἐδῶ γιά τήν ψυχή σου, μπορεῖς νά τό ἐκτελεῖς κι ἐκεῖ. Ἔλα νά εἶσαι κοντά μου. Ἔλα νά θάψεις τό σῶμα μου, ὅταν φύγω ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί τότε γυρίζεις πάλι στή σπηλιά. Ἐγώ παιδί μου, δέν μπορῶ νά ζῶ χωρίς νά βλέπω τό πρόσωπό σου.

Κι ἐκεῖνος ὁ μακάριος της ἀποκρίθηκε:
-Ἅ μητέρα, ἄν θέλεις νά μέ βλέπεις, μεῖνε ἐδῶ στό Κίεβο. Νά γίνεις μοναχή στό γυναικεῖο μοναστήρι, ὥστε κι ἐμένα νά βλέπεις ἀπό καιρό σέ καιρό καί τή σωτηρία σου νά ἐξασφαλίσεις. Διαφορετικά σέ βεβαιώνω πώς δέν πρόκειται ποτέ νά μέ ξαναδεῖς.
Γιά ἀρκετές ἡμέρες, πού τόν ἐπισκεπτόταν ἡ μητέρα του, τή νουθετοῦσε καί προσπαθοῦσε νά τή μεταστρέψει. Ἐκείνη ὅμως δέν ἤθελε οὔτε ν' ἀκούσει γιά μοναστήρι.
Στό μεταξύ ὁ ὅσιος, μόλις αὐτή ἀπομακρυνόταν, ἔμπαινε στή σπηλιά καί παραδινόταν σέ θερμή δέηση. Παρακαλοῦσε τό Θεό νά μεταβάλει τήν καρδιά της, ὥστε νά δεχτῆ τίς σωτήριες συμβουλές του.

Καί ὁ Θεός ἄκουσε τίς ἱκεσίες τοῦ δούλου Του, σύμφωνα μέ τά λόγια του προφήτη: «Ἐγγύς Κύριος πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθεία. Θέλημα τῶν φοβούμενων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν ἐπακούσεται».
Ἔτσι, μετά ἀπό λίγο καιρό, ἡ μητέρα τοῦ ἔδειχνε διαφορετική.

- Ναί παιδί μου τοῦ εἶπε, θά κάνω ὅ,τι μου ζήτησες. Δέν θά γυρίσω πίσω, ἀλλά, ἀφοῦ ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεός, θά μείνω στό γυναικεῖο μοναστήρι γιά νά ζήσω ἐκεῖ σάν μοναχή τήν ὑπόλοιπη ζωή μου. Τώρα κατάλαβα πόσο πρόσκαιρος εἶναι αὐτός ὁ κόσμος.
Ἀγαλλίασε τό πνεῦμα τοῦ ὁσίου στά λόγια αὐτά κι ἔσπευσε νά τά ἀνακοινώσει στόν ὅσιο Ἀντώνιο. Ἐκεῖνος δοξολόγησε τό Θεό γιά τή μεταστροφή τῆς δούλης Του καί βγῆκε νά τῆς πεῖ λόγους ὠφελείας. Ἔπειτα μεσίτευσε στήν πριγκίπισσα γιά νά διευκολυνθεῖ ἡ εἴσοδός της στή γυναικεία μονή τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχή κι ἀφοῦ ἔζησε μέ μετάνοια τά ὑπόλοιπα χρόνια της ζωῆς της, πού ὑπῆρξαν ἀρκετά, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω.
Οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου μέσα στή σπηλιά, πολύ γρήγορα τόν ἀνέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὅταν μάλιστα ἡ μητέρα τοῦ ξεπέρασε τόν πόνο της κι ἔγινε μοναχή, τότε ἐπιδόθηκε σέ μεγαλύτερες ἀσκήσεις, φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα. Μέσα στή σπηλιά μποροῦσε τότε νά δή κανείς τρεῖς λαμπάδες ἀναμμένες, πού μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία διέλυαν τό σκότος τῶν δαιμόνων: τόν ὅσιο Ἀντώνιο, τό μακάριο Θεοδόσιο καί τό μεγάλο Νίκωνα.
Ὅταν ἀργότερα στά 1062, ὁ ἡγεμόνας ὀργίστηκε κατά τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν, ἐπειδή εἶχαν δεχτῆ στή μονή τό βογιάρο Βαρλαάμ καί τόν εὐνοῦχο Ἐφραίμ, ὁ μακάριος Νίκων ἀναγκάστηκε νά φυγή μέ μερικούς ἀδελφούς. Πῆγε στό Τμουταρακᾶν, στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς Ἀζοφικῆς θάλασσας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κι ἔμεινε μέχρι τό 1068. Τότε ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, μέ θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπιθυμία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, χειροτονήθηκε ἱερεύς.
Σάν Ἱερεύς τελοῦσε καθημερινά τή θεία Λειτουργία μέ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες πάνω του τή-φυσική πραότητα, τήν ἀταραξία τῶν λογισμῶν καί τήν ἁπλότητα τῆς καρδίας. Ἦταν γεμάτος πνευματική σοφία κι ἔτρεφε ἀγάπη πρός ὅλους ἀδιάκριτά τους ἀδελφούς, πού μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀντώνιο.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἀνέθεσε τήν ἡγουμενία στό μακάριο Βαρλαάμ καί ἀναχώρησε σ' ἕναν ἥσυχο λόφο. Ἐκεῖ ἄνοιξε μίαν ἄλλη σπηλιά καί συνέχισε τήν ἀσκητική του ζωή.
Ὁ ἡγούμενος Βαρλαάμ καί οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ πῆραν τήν εὐχή καί εὐλογία τοῦ ὁσίου, συνέχισαν νά ζοῦν ὀσιακᾶ καί ἐνάρετα στό πρῶτο σπήλαιο. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀδελφότητα σιγά-σιγά αὐξήθηκε καί ὁ χῶρος τοῦ σπηλαίου δέν ἐπαρκοῦσε γιά τίς λατρευτικές συνάξεις της, ὁ εὐλαβέστατος Θεοδόσιος καί ὁ μακάριος Βαρλαάμ, μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, ἔχτισαν πάνω ἀπό τή σπηλιά ἕνα πιό εὐρύχωρο ξύλινο ἐκκλησάκι, ἀφιερωμένο στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιά νά συναθροίζονται σ' αὐτό οἱ ἀδελφοί καί νά κάνουν τίς ἀκολουθίες.
Ἡ στενότητα τοῦ χώρου μέσα στή σπηλιά καί οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως προξενοῦσαν στούς πατέρες μεγάλες θλίψεις καί ταλαιπωρίες, πού μόνο ὁ Θεός τίς γνωρίζει καί πού γλώσσα ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά τίς ἐκφράσει.
Συντηροῦσαν τόν ἑαυτό τους μέ νερό καί λίγο ψωμί ἀπό σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο ἔτρωγαν μόνο τό Σαββατοκύριακο. καί ὄχι πάντα, γιατί ὁρισμένες φορές δέν ὑπῆρχε, ὅποτε κατέφευγαν στά βρασμένα χόρτα.
Ἀνάμεσα στίς ἄλλες ἐργασίες, ἔπλεκαν καθημερινά καλάθια, τά πουλοῦσαν καί μέ τά χρήματα πού ἔπαιρναν ἀγόραζαν σιτάρι. Τή νύχτα ἄλεθε ὁ καθένας τό μερίδιό του, κι ἔπειτα συγκέντρωναν τό ἀλεύρι γιά νά φτιάξουν ψωμί.
Πρίν ξημερώσει συναθροίζονταν στήν ἐκκλησία γιά τόν ὄρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στά ἐργόχειρά τους, πού προορίζονταν γιά πούλημα. Ἄν εἶχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν καί στόν κῆπο. Ἔπειτα τελοῦσαν στό ναό τίς ὧρες καί τή θεία Λειτουργία καί στή συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τίς ἐργασίες τους, πού διαρκοῦσαν ὡς τήν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ καί τοῦ ἀποδείπνου.

Ἔτσι μοχθοῦσαν κάθε μέρα, ἀφοσιωμένοι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὅ ὅσιος Θεοδόσιος, πού ἦταν τώρα καί ἱερεύς, κατέπλησσε ὅλους τους ἄλλους ἀδελφούς μέ τή νηστεία, τήν ἀνδρεία, τήν ἐργατικότητα, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑπακοή του. Ἦταν πρόθυμος νά τούς ἐξυπηρετεῖ ὅλους. Μετέφερε νερό ἤ ξύλα ἀπό τό δάσος. Ὁρισμένες φορές, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί ἀναπαύονταν, μάζευε τό σιτάρι πού ἔπρεπε ν' ἀλέσουν ἐκεῖνοι καί τό ἄλεθε ὁ ἴδιος, ἐργαζόμενος καί προσευχόμενος ὅλη τή νύχτα.
Κάποτε πού ἔπεσαν πολλές σκνίπες καί κουνούπια στήν περιοχή, γιά ν' ἀσκηθεῖ ἔβγαινε τή νύχτα ἔξω ἀπό τή σπηλιά. Ἄφηνε τό σῶμα τοῦ γυμνό ὡς τή μέση κι ἐκτεθειμένο στά τσιμπήματά τους, ἐνῶ μέ τά χέρια τοῦ ἔπλεκε καλάθια καί τά χείλη τοῦ ψέλλιζαν ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Παρ' ὅλο πού τό σῶμα τοῦ καταματωνόταν, αὐτός παρέμενε ἀκίνητος στή θέση τοῦ μέχρι τά χαράματα. Ἔπειτα πήγαινε στό ναό γιά τόν ὄρθρο. Καί σ' ὅλη τήν ἀκολουθία δέν κουνιόταν καθόλου ἀπό τή θέση του, οὔτε ἀπομάκρυνε τό νοῦ του ἀπό τήν προσευχή. Ἔτσι τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί, τόν εἶχαν σάν πατέρα τους καί τόν θαύμαζαν ὑπερβολικά γιά τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή του.
Ἀλλά συνέβη κάποτε νά προσκληθεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, ὁ ἡγούμενος τῆς ἀδελφότητας, ἀπό τόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, γιά ν' ἀναλάβει τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει.
Ὁ ἡγεμόνας φιλοδοξοῦσε, μέ τά πλούτη πού διέθετε, νά δώσει ἰδιαίτερο μεγαλεῖο στό μοναστήρι του, ὥστε νά ξεπεράσει σέ αἴγλη τή μονή τῶν Σπηλαίων.

Ματαιοπονοῦσε ὅμως.
Γιατί πολλά μοναστήρια χτίζονται μέ τούς θησαυρούς βασιλιάδων καί ἀρχόντων.
Δέν ἔχουν ὅμως τήν ἀξία ἐκείνων πού θεμελιώνονται μέ τίς προσευχές καί τά δάκρυα, μέ τίς νηστεῖες καί τίς ἀγρυπνίες τῶν ἁγίων. Ὁ ἱδρυτής τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων ὅσιος Ἀντώνιος, δέν εἶχε χρυσάφι καί ἀσήμι, φύτεψε ὅμως μέ νηστεῖες καί πότισε μέ δάκρυα τό νοητό ἀμπελώνα του. Γί` αὐτό αὐξήθηκε καί δοξάστηκε κι εὐλογήθηκε πλούσια ἀπό τό Θεό.
Ὅταν λοιπόν ὁ μακάριος Βαρλαάμ ἔφυγε γιά τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου, οἱ ἀδελφοί πῆγαν καί ζήτησαν ὁμόφωνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀντώνιο νά τοποθετήσει ἡγούμενο τόν ὅσιο Θεοδόσιο. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος συμφώνησε. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος τῶν εἴκοσι ἀδελφῶν. Ὁ ἀξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, ἄν καί ἔγινε ἡγούμενος, δέν ἀπέβαλε τό ταπεινό φρόνημα, ἀλλά θυμόταν πάντοτε τά λόγια του Κυρίου: «Ὅς ἄν θέλει ἐν ὑμίν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τόν ἑαυτό του καί γινόταν «ἔσχατος» καί ὑπηρέτης ὅλων. Στό κάθε τί «ἑαυτόν παρεῖχε τύπον καλῶν ἔργων». Στήν ἐργασία καί στό ναό ἦταν ὁ πρῶτος πού πήγαινε καί ὁ τελευταῖος πού ἔφευγε. Οἱ δεήσεις τοῦ δικαίου Θεοδοσίου ἔφεραν πολλές εὐλογίες καί ἡ ζωή τῆς ἀδελφότητας ἄνθιζε καί προόδευε. Σάν τό σπόρο πού ἔπεσε σ' εὔφορη γῆ κι ἔφερε καρπό ἑκατονταπλάσιο, ἔτσι μεγάλωσε σέ μικρό χρονικό διάστημα ἡ ἀδελφότητα κι ἔφτασε τούς ἑκατό ἀδελφούς. Καί ὅλοι προόδευαν μέ τήν ἐνάρετη ζωή τους καί τήν προσευχή.
Μέ τήν αὔξηση τῆς ἀδελφότητας, ἡ σπηλιά δέν προσφερόταν πλέον γιά τή ζωή τῆς σιωπῆς. Ἐπίσης ὁ μικρός ναός πάνω ἀπ' αὐτήν δέν ἐπαρκοῦσε γιά τίς ἀκολουθίες. Ὁ ὅσιος ὅμως δέν ἔδειξε ποιά στενοχωρημένος μέ τήν πληκτική αὐτή ἀτμόσφαιρα. Ἀντίθετα, παρηγοροῦσε καθημερινά τους ἀδελφούς καί τούς δίδασκε νά μήν ἀσχολοῦνται μέ τά γήινα. Τούς ὑπενθύμιζε τά λόγια του Κυρίου: «Ἐν τή οἰκία τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν» καί «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμιν».
Στό μεταξύ, εἶδε ἐκεῖ κάπου, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τή σπηλιά, ἕνα χῶρο ἐξαιρετικό καί σκεπτόταν πώς θά ἦταν κατάλληλος γιά θεμελίωση μοναστηριοῦ. Ἄρχισε νά πιστεύει καί νά ἐλπίζει σέ κάτι τέτοιο κι ἔδειχνε πολύ ἐνδιαφέρον γιά νά τόν ἀποκτήσει.

Πῆραν τήν εὐλογία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου καί ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο γιά τήν περιοχή ἐκείνη.

Πράγματι, τούς παραχωρήθηκε ἡ ἔκταση καί σέ μικρό χρονικό διάστημα ἀνεγέρθηκε ἐκεῖ, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μεγάλη ξύλινη ἐκκλησία, ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Χτίστηκαν ἐπίσης πολλά κελιά καί οἱ ἀδελφοί ἐγκαταστάθηκαν σ' αὐτά. Τό μέρος ἐκεῖνο εὐλογήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τό Θεό κι ἔγινε ἔνδοξη μονή, ἡ Πετσέρσκαγια.

Τό ὄνομα αὐτό ὀφείλεται στή σπηλιά, ὅπου διέμενε ἀρχικά ἡ ἀδελφότητα καί διατηρεῖται μέχρι σήμερα. Μέ τή νέα μορφή πού πῆρε ἡ ζωή τους, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος σκεπτόταν τό τυπικό πού θά ἔπρεπε νά βάλει στό μοναστήρι. Τόν ἀπασχολοῦσε πολύ τό θέμα αὐτό. Κατέφυγε καί Στίς προσευχές καί εὐλογίες τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου. Ὁ Θεός δέν ἄργησε ν' ἀπαντήσει. Οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά τούς γίνει γνωστό τό τυπικό της μονῆς τοῦ Στουδίου.
Ὁ εὐσεβής στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, πού προερχόταν ἀπό τήν Ἑλλάδα, βρισκόταν τότε κοντά τους. Εἶχε ἔρθει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τό νεοχειροτόνητο μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062).
Πληροφόρησε λοιπόν τόν ὅσιο Θεοδόσιο γιά τή θεάρεστη ζωή τῶν στουδιτῶν μοναχῶν, ζωή πού ἀξιώθηκε κι ὁ ἴδιος νά ζήση.
Οἱ πληροφορίες αὐτές ἄρεσαν πολύ στόν ὅσιο. Χωρίς καθυστέρηση, στέλνει κάποιον ἀδελφό στήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἐντολή νά βρεῖ τό μοναχό Ἐφραίμ, τόν εὐνοῦχο, πού τότε ἐπέστρεφε ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους καί νά τοῦ ἀναθέσει τό σπουδαῖο αὐτό ἔργο: Νά ἐπισκεφθεῖ δηλαδή τή μονή τοῦ Στουδίου, νά γνωρίσει ὁ ἴδιος μέ τόν ἀκριβέστερο τρόπο τήν τάξη καί τό τυπικό της καί νά τά καταγράψει ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια:

πῶς ψέλνουν,

πῶς διαβάζουν,

πῶς κάνουν τίς μετάνοιες,

πῶς στέκονται στό ναό,

πῶς κάθονται στήν τράπεζα,

τί τρῶνε τίς διάφορες ἡμέρες...

Πράγματι, ὁ μακάριος Ἐφραίμ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ ὁσίου, παρακολούθησε τήν τάξη τῆς μονῆς, κατέγραψε μέ ἀκρίβεια τό τυπικό καί ἐπέστρεψε. Μόλις πῆρε στά χέρια τοῦ ὁ ὅσιος Θεοδόσιος τό κείμενο, ἔδωσε ἐντολή νά διαβαστεῖ σ' ὅλη τήν ἀδελφότητα. Ἀπό τότε ἡ Πετσέρσκαγια ἄρχισε νά ἐφαρμόζει τό στουδίτικο τυπικό. Ἀπό κεῖ τό παρέλαβαν καί τ' ἀλλά μοναστήρια, ὅπως ἀκριβῶς τό ἐφήρμοσε ὁ ὅσιος. Ἔτσι, ὅλες οἱ ρωσικές μονές, πού προηγουμένως δέν γνώριζαν τό καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα ἔστρεφαν τά βλέμματα στήν Πετσέρσκαγια καί τή θεωροῦσαν γιά τό κάθε τί σάν πρότυπό τους.
Σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡγουμενίας του, δέν ἔπαυε ὁ ὅσιος Θεοδόσιος νά λάμπει μέ τήν ἐνάρετη ζωή του. Τούς ὑποψήφιους μοναχούς τους δεχόταν μέ μεγάλη ἐγκαρδιότητα. Γνώριζε τή θλίψη πού δοκιμάζει ὅποιος ποθεῖ τή μοναχική ζωή καί δέν γίνεται δεκτός. Κι ὁ ἴδιος γεύτηκε τή θλίψη αὐτή ὅταν, παλαιά πού ξεκίνησε γιά μοναχός, τά μοναστήρια τοῦ Κιέβου τοῦ ἔκλειναν τίς πόρτες.
Δέν βιαζόταν ὅμως νά κουρέψει κάποιον μοναχό, οὔτε τοῦ φοροῦσε ἀμέσως τά ράσα. Τόν ἄφηνε μέ τά κοσμικά του ροῦχα ἀρκετό χρόνο, μέχρι νά γνωρίσει καλά τή ζωή τῆς μονῆς. Ἀφοῦ τόν δοκίμαζε σ' ὅλα τά διακονήματα, τόν ἔκειρε μικροσχημο μοναχό. Ἀργότερα, ἄν διακρινόταν γιά τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τόν ἀξίωνε νά φορέσει τό μεγάλο ἀγγελικό σχῆμα.
Δέν ἔπαυε νά παροτρύνει τούς μαθητές του σέ μία ζωή μετανοίας. Εἶχε καί τή συνήθεια ὁ ἅγιος νά περνάει τίς νύχτες ἀπ' ὅλα τά κελιά γιά νά βλέπει πώς ζεῖ καί πώς λατρεύει τόν Κύριο ὁ κάθε ἀδελφός. Ὅταν ἀντιλαμβανόταν ὅτι προσεύχεται, δόξαζε τό Θεό γεμάτος χαρά. Ἄν ὅμως ἔβλεπε πώς δύο ἤ τρεῖς εἶχαν μαζευτεῖ σ' ἕνα κελί μετά τό ἀπόδειπνο κι εἶχαν πιάσει συζήτηση, χτυποῦσε μέ τό χέρι τοῦ τήν πόρτα κι ἀπομακρυνόταν λυπημένος. Ἔτσι τούς ἄφηνε νά ἐννοήσουν τήν παρουσία του. Τό πρωί τούς καλοῦσε καί μέ πετυχημένα παραδείγματα τούς παιδαγωγοῦσε νά ἐντείνουν τήν ἀφοσίωσή τους Στό Θεό. Ὁ ἀδελφός πού εἶχε ταπεινή καρδιά καταλάβαινε τό σφάλμα του, ἔβαζε μετάνοια καί ζητοῦσε συγχώρηση. Ἐκεῖνον πού εἶχε τήν καρδιά τοῦ σκοτισμένη ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου καί δέν διέκρινε τό σφάλμα του, ἀλλά θεωροῦσε τόν ἑαυτό τοῦ ἀθῶο καί τά λόγια του ὁσίου ἄσχετα μέ τήν περίπτωσή του, τόν νουθετοῦσε πολύν ὥρα καί τόν ἄφηνε, ἀφοῦ τοῦ ὅριζε καί κάποιο ἐπιτίμιο. Ἔτσι λοιπόν δίδασκε ὅλους νά ἐπιμελοῦνται τήν προσευχή τους, νά μή συζητοῦν μετά τό ἀπόδειπνο, νά μήν πηγαίνουν ἀπό κελί σέ κελί, ἀλλά νά μένουν στό δικό τους καί νά προσεύχονται. Τούς ἔλεγε ἐπίσης, ὅταν ἐργάζονται τήν ἡμέρα, ἄν μποροῦν, νά λένε τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ.

Μεταξύ ἄλλων τούς νουθετοῦσε:
-Σᾶς ἱκετεύω, ἀδελφοί. Ἄς προοδεύσουμε στή νηστεία καί στήν προσευχή, ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, ἄς ἐπιστρέψουμε ἀπό τίς κακίες μας καί τούς δρόμους τοῦ πονηροῦ. Ἄς πλησιάζουμε τό Θεό μέ στεναγμούς, μέ δάκρυα, μέ τή μετάνοια, τίς ἀγρυπνίες καί τήν ὑπακοή, ὥστε ν' ἀποσπάσουμε τό ἔλεός Του. Κι ἄς μισήσουμε τόν παρόντα κόσμο, ἔχοντας πάντοτε στή σκέψη μας τά λόγια του Κυρίου: Εἰ τίς ἔρχεται πρός μέ καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφός, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι". Ἐπίσης: Ὁ εὔρων τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ ἀπωλέσας τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὐρήσει αὐτήν".
Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀδελφοί, πού ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, ἄς ἀπαρνηθοῦμε καί τά πράγματα τοῦ κόσμου. Ἄς μισήσουμε τό ψέμα, πού μᾶς ἑλκύει σέ πράγματα ἐλεεινά, κι ἄς μή στραφοῦμε Στίς πρῶτες ἁμαρτίες μας "ὡς κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα". Γιατί, ὅπως λέει ὁ Κύριος, "οὐδείς ἐπιβολῶν τήν χείρα αὐτοῦ ἔπ' ἄροτρο καί βλέπων εἰς τά ὀπίσω εὔθετος ἐστίν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ".
Πῶς θ' ἀποφύγουμε τήν αἰώνια κόλαση, ἄν τελειώσουμε τή ζωή μας μέ ὀκνηρία καί χωρίς μετάνοια; Ἡ μετάνοια εἶναι τό κλειδί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί χωρίς αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τήν κερδίσει. Εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια πατρίδα. Ἄς τόν ἀκολουθήσουμε μέ φόβο Θεοῦ, κι ἄς στερεώσουμε πάνω του γερά τά βήματά μας. Στήν ὁδό τῆς μετανοίας δέν πλησιάζει ὁ πονηρός, καί παρ' ὅλο πού τώρα εἶναι "τεθλιμμένη", ἀργότερα θά μᾶς γεμίσει χαρά. Προτοῦ πλησιάσουν οἱ ἔσχατες Ἡμέρες, ἄς πάρουμε τό δρόμο αὐτό, γιά νά κερδίσουμε τά μέλλοντα ἀγαθά».
Ἐξασκώντας ὁ ἴδιος κάθε ἀρετή, δίδασκε μέ τό παράδειγμά του τούς ἀδελφούς, πού δέχονταν σάν τήν εὔφορη γῆ τό σπόρο τῆς διδασκαλίας του καί καρποφοροῦσαν, κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, «ὁ μέν ἑκατόν, ὁ δέ ἑξήκοντα, ὁ δέ τριάκοντα».
Μποροῦσες νά δεῖς τούς ἀνθρώπους αὐτούς νά ζοῦν σάν ἄγγελοι πάνω στή γῆ καί τήν Πετσέρσκαγια νά μοιάζει μέ οὐρανό, πού στό θόλο τοῦ ἀκτινοβολοῦσε σάν μεγάλο ἀστέρι ὁ ὅσιος Θεοδόσιος μέ τά ἐνάρετα ἔργα του.
Πολλές φορές μάλιστα ἔλαμπε καί πραγματικά, μέ φῶς ἄκτιστο, μέ τό ὁποῖο τόν δόξαζε ὁ Θεός.
Ὅταν κάποτε, μία σκοτεινή νύχτα ὁ Σωφρόνιος, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ, γύριζε στό μοναστήρι του, εἶδε πάνω ἀπό τήν Πετσέρσκαγια ἕνα ἐξαίσιο φῶς, πού σχημάτιζε τή μορφή τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου. Κατάπληκτος τότε δόξασε τό Θεό:
- Μεγάλη ἡ χάρη σου, Κύριε! Ἀνέδειξες στίς ἡμέρες μᾶς ἕναν τέτοιο φωστήρα, πού καταυγάζει ὅλη τήν Πετσέρσκαγια! Ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι ἀντίκρισαν ἀρκετές φορές τό φῶς αὐτό καί τό διηγήθηκαν παντοῦ.

Τότε ἄρχισαν νά ἔρχονται σ' αὐτόν πολλοί, νά ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους καί νά ἐπιστρέφουν ἀποκομίζοντας πάντοτε μεγάλη πνευματική ὠφέλεια. Ἄρχισαν μάλιστα νά προσφέρουν καί βοηθήματα στό μοναστήρι γιά τίς ἀνάγκες του καί τό χτίσιμό του. Ὁρισμένοι ἀπ' αὐτούς ἀφιέρωσαν καί κτήματα.

Πολύ ἀγαποῦσε τόν ἅγιο καί ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος. Συχνά τόν καλοῦσε κοντά του, ἐνῶ πολλές φορές τόν ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος καί εὐφραινόταν ἀπό τά πνευματέμφορα λόγια του.

Ἀνάμεσα σ' ἄλλους κανονισμούς ὁ ὅσιος εἶχε θεσπίσει καί τοῦτον: Ὅρισε στόν πορτάρη νά μήν ἀνοίγει σέ κανένα ἐπισκέπτη τήν πόρτα μετά τό μεσημβρινό φαγητό καί μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Αὐτό τό καθιέρωσε γιά ν' ἀναπαύονται τό μεσημέρι οἱ ἀδελφοί, ἔπειτα ἀπό τόν κόπο πού προηγήθηκε (νυχτερινή ἔγερση, προσευχές καί ἀκολουθίες, διακονήματα κ.λ.π.).
Ἕνα μεσημέρι ὁ ἡγεμόνας ξεκίνησε γιά τό μοναστήρι μαζί μέ τό μικρό του παιδί. Μόλις ἔφτασε, κατέβηκε ἀπό τό ἄλογό του -γιατί δέν ἔπρεπε νά μπεῖ κανείς στό μοναστήρι μέ τό ἄλογο - χτύπησε τήν ἐξώπορτα καί ζήτησε νά τοῦ ἀνοίξουν. Ὁ πορτάρης ὅμως τοῦ ἀπάντησε:
Ἔχω ἐντολή ἀπό τό γέροντά μας, νά μήν ἀνοίξω σέ κανένα τήν πόρτα ὡς τήν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ.
-Δέν θ' ἀνοίξεις οὔτε σ' ἐμένα; εἶπε ὁ ἡγεμόνας.
Ὁ πορτάρης ὅμως δέν κατάλαβε ποιός ἦταν.
- Μά σου λέω, μ' ἔχει διατάξει ὁ ἡγούμενος: «Κι ἄν ἀκόμα ἔρθει ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας, ἐσύ νά μήν ἀνοίξεις τήν πόρτα». Κᾶνε λίγη ὑπομονή μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ καί θά μπεῖς.
- Μά ἐγώ εἶμαι! Ὁ ἡγεμόνας!
Τότε ὁ πορτάρης πλησίασε στήν πόρτα καί διαπίστωσε ὅτι πράγματι ἦταν ὁ Ἰζιασλάβος. Ἐν τούτοις δέν τοῦ ἄνοιξε, ἀλλά ἔσπευσε νά τό ἀναγγείλει στόν ἡγούμενο.
Ὁ ὅσιος ἦρθε νά τόν ὑποδεχθεῖ καί τόν καλωσόρισε μέ πολλή τιμή.
-Τί αὐστηρή διαταγή εἴν' αὐτή, τοῦ εἶπε ὁ Ἰζιασλάβος, ὥστε νά λέει τοῦτος ὁ ὑποτακτικός πῶς κι ὁ ἡγεμόνας ὁ ἴδιος ἄν ἔρθει δέν πρέπει ν' ἀνοίξει ἡ πόρτα;
-Εὐλογημένε ἄρχοντα, τοῦ ἐξήγησε ὁ ὅσιος, τό ὁρίσαμε αὐτό γιά νά ξεκουράζονται οἱ ἀδελφοί ἀπό τόν κόπο τῆς νυχτερινῆς ἀκολουθίας. Ἡ δική σου ἀφοσίωση στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι εὐπρόσδεκτη, κι ὁ ἐρχομός σου, πού φανερώνει τήν πνευματική σου πρόοδο, μᾶς προξενεῖ μεγάλη χαρά.
Προχώρησαν στήν ἐκκλησία, ὅπου ὁ ὅσιος ἔκανε μία μικρή δέηση, κι ἔπειτα κάθισαν νά συζητήσουν πνευματικά. Τόσο πολύ εὐφραινόταν ὁ Ἰζιασλάβος ἀπό τά μελιστάλακτα λόγια του ὁσίου, πού δέν τά χόρταινε. Τέλος, ὠφελημένος πολύ, ἐπέστρεψε Στό μέγαρό του δοξάζοντας τό Θεό. Μάλιστα ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη, ἄρχισε ν' ἀγαπᾶ περισσότερο τόν ἅγιο, νά τόν θεωρεῖ ἰσάξιο τῶν ἀρχαίων ἁγίων Πατέρων καί ν' ἀκούει κάθε συμβουλή του.
Ἄν καί τόσο πολύ τιμοῦσαν τόν ὅσιο Θεοδόσιο ὁ ἡγεμόνας καί οἱ ἄρχοντες, αὐτός δέν τό ἔπαιρνε καθόλου ἐπάνω του. Παρ' ὅλο πού ἦταν ὅλος ἕνα φῶς, ἐπιδίωκε νά κρύβεται πιό πολύ μέσα στήν ἀφάνεια.
Ταπείνωνε τώρα περισσότερο τόν ἑαυτό του. Ἐργαζόταν χειρωνακτικά ὅλη τήν ἡμέρα καί δίδασκε ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ ἔργα.
Ἄν καί ἦταν ἡγούμενος, πήγαινε πολλές φορές στό μαγκιπειό καί δούλευε μαζί μέ τούς ἀδελφούς. Ζύμωνε τό ψωμί μέ πολλή ἐπιτυχία καί ταυτόχρονα παρηγοροῦσε κι ἐνίσχυε τούς ζυμωτές, γιά νά μήν κλονίζονται στό κοπιαστικό ἔργο τους.
Μία μέρα, ἐνῶ πλησίαζε ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, δέν ὑπῆρχε στό μαγειρεῖο νερό. Ὁ ἀδελφός Θεόδωρος, πού ἦταν τότε μάγειρας, ἀπευθύνθηκε στόν ὅσιο:
-Δέν ἔχω κανένα νά μοῦ φέρει λίγο νερό.
Τότε ὁ ὅσιος σηκώθηκε κι ἄρχισε ὁ ἴδιος νά μεταφέρει νερό ἀπό τό πηγάδι. Μά σάν τόν εἶδε ἕνας ἀδελφός νά κουράζεται ἔτσι, ἔσπευσε νά τό ἀναγγείλει καί στούς ἄλλους. Ἔτρεξαν ὅλοι μέ προθυμία κι ἔφεραν τόσο νερό, ὥστε ξεχείλισαν τά δοχεῖα τοῦ μαγειρείου. Ἄλλοτε, πού δέν ὑπῆρχαν ἕτοιμα ξύλα γιά τό μαγείρεμα, εἶπε ὁ ἴδιος Θεόδωρος στόν ὅσιο:
Γέροντα, πές σέ κάποιον πού δέν ἔχει δουλειά νά φέρει ξύλα, γιατί τά χρειάζομαι.
Καί ὁ ὅσιος ἀπάντησε: Νά, ἐγώ εἶμαι ἀργόσχολος. Ἐγώ θά πάω.
Ἦταν τότε ὥρα φαγητοῦ. Ὁ μακάριος ἔδωσε ἐντολή στούς ἀδελφούς νά πᾶνε στήν τράπεζα, ἐνῶ ὁ ἴδιος μέ τό τσεκούρι ἄρχισε νά κόβει ξύλα. Σάν τελείωσε τό φαγητό καί εἶδαν οἱ πατέρες τόν ἡγούμενό τους νά ἑτοιμάζει ξύλα, πῆραν κι αὐτοί τσεκούρια κι ἔκοψαν τόσα πολλά, πού ἔφτασαν γιά μέρες.
Ὅταν ὁ μακάριος Νίκων ἐπέστρεψε στήν Πετσέρσκαγια, ὁ ὅσιος, ἄν καί ἡγούμενος, τόν τίμησε σάν πατέρα του. Καί πολλές φορές, ἐπειδή ὁ Νίκων ἀσκοῦσε τό ἐργόχειρο τοῦ βιβλιοδέτη, τόν βοηθοῦσε. Τοῦ ἐφτίαχνε τίς κλωστές πού εἶχε ἀνάγκη στή βιβλιοδεσία. Τόσο ταπεινός καί ἁπλός ἦταν.
Ἀκόμη καί τά ροῦχα πού φοροῦσε ὡς ἡγούμενος, ἦταν ταπεινά καί φτωχικά. Φοροῦσε κατάσαρκα μία φανέλα, πού ἦταν φτιαγμένη ἀπό σκληρό μαλλί καί τόν ἀγκύλωνε. Ὅμοιος ἦταν καί ὁ σκοῦφος του. Ἦταν μάλιστα πολύ στενός καί μακρύς, ὥστε νά τοῦ σκεπάζει πολύ τό κεφάλι καί νά μή διακρίνει κανείς οὔτε τρίχα.
Μία φορά ὁ ὅσιος πῆγε γιά κάποια ὑπόθεση στόν ἡγεμόνα, πού τότε ἔμενε μακριά ἀπό τήν πόλη καί καθυστέρησε μέχρι πού βραδίασε. Ὁ Ἰζιασλάβος, τοῦ διέθεσε μίαν ἁμαξά, ὥστε νά κάνη ἀναπαυτικά τό νυχτερινό ταξίδι.
Στό δρόμο, ὁ μικρός πού ὁδηγοῦσε τήν ἁμαξά, βλέποντας τόν μ' ἐκεῖνα τά φτωχικά ἐνδύματα, δέν φαντάστηκε πώς ἦταν ἡγούμενος.
Τοῦ λέει λοιπόν:
- Καλόγερε, ἐσύ ὅλη τήν ἡμέρα τεμπελιάζεις. Ἐγώ ὅμως πάντοτε κοπιάζω καί θέλω τώρα νά κοιμηθῶ. Σάν ξεκούραστος πού εἶσαι, ἔλα νά καθίσεις στό ἄλογο.
Ὁ ὅσιος μέ πολλή ταπείνωση σηκώθηκε, βοήθησε τό μικρό ν' ἀνέβει καί νά ξαπλώσει στήν ἅμαξα κι ἔπειτα ἀνέβηκε ὁ ἴδιος στό ἄλογο. Καθώς προχωροῦσε καθισμένος στό ζῶο, ζαλιζόταν ἀπό τή νύστα. Γι' αὐτό κατέβαινε κάθε τόσο καί βάδιζε πεζός. Ὅταν κουραζόταν, ἀνέβαινε πάλι.
Κατά τά ξημερώματα συναντοῦσαν στό δρόμο τούς ἀξιωματούχους, πού κατευθύνονταν πρός τόν ἡγεμόνα. Μόλις ἀπό μακριά ἀναγνώριζαν τόν ὅσιο, κατέβαιναν ἀπό τ' ἀλόγα τους γιά νά τοῦ κάνουν ὑπόκλιση.
Τότε ὁ ὅσιος εἶπε στό μικρό:
- Νά, παιδί μου, ξημέρωσε πιά. Ἔλα νά καθίσεις ἐσύ στό ἄλογο.
Ὁ μικρός, καθώς ἔβλεπε τούς βογιάρους νά ὑποκλίνονται στόν ὅσιο, κυριεύτηκε ἀπό μεγάλο φόβο καί κάθισε στό ἄλογο τρέμοντας. Προχωρώντας συναντοῦσαν ὅλο καί πιό πολλούς μεγιστάνες πού ὑποκλίνονταν. Καί ὁ φόβος τοῦ μικροῦ ἁμαξᾶ ὅλο καί μεγάλωνε.
Σάν ἔφτασαν στό μοναστήρι καί ξεπέζεψαν, οἱ ἀδελφοί ἔβαλαν μετάνοια, πράγμα πού τάραξε ἀκόμα πιό πολύ τό μικρό.
«Ποιός νά εἶναι αὐτός ποῦ ὅλοι ὑποκλίνονται μπροστά του;» συλλογίστηκε.
Ὁ ὅσιος τότε τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ὁδήγησε στήν τράπεζα. Ἐκεῖ εἶπε νά τοῦ δώσουν φαγητό καί στή συνέχεια, ἀφοῦ τοῦ πρόσφερε κάποιο χρηματικό φιλοδώρημα, τόν ἄφησε νά ἐπιστρέψει.
Ὄλ' αὐτά τά πληροφορηθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο τό μικρό, πού τά ἐξομολογήθηκε στούς ἀδελφούς, γιατί ὁ μακάριος Θεοδόσιος δέν φανέρωσε τό παραμικρό.
Ὅταν ἔπαιρνε εἴδηση ὁ ὅσιος πώς κάτι ἔγινε χωρίς εὐλογία καί ὑπακοή, τό χαρακτήριζε «μερίδιο τοῦ ἐχθροῦ». Ἄν ἐπρόκειτο γιά φαγητό, ποτέ δέν ἐπέτρεπε στούς ἀδελφούς νά τό γευθοῦν. Ἔδινε ἐντολή νά τό πετάξουν στόν ποταμό Δνείπερο ἤ στό φοῦρνο γιά νά καεῖ. Τήν τακτική του αὐτή τή διαπιστώνει κανείς καί στό ἑπόμενο περιστατικό.

Ἦταν ἤ ἑορτή τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, καί ὅ ὅσιος Θεοδόσιος μαζί μέ ὁρισμένους ἀδελφούς ἐπισκέφθηκε τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου. Ἐκεῖ κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοί τοῦ πρόσφεραν ἐκλεκτούς ἄρτους. Ὁ ὅσιος τους ἔστειλε στήν Πετσέρσκαγια καί παρήγγειλε στόν κελάρι νά τούς παράθεση στήν τράπεζα, σ' ὅσους ἀδελφούς εἶχαν ἀπομείνει στή μονή. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἔκανε ὑπακοή. «Ἄς τούς βάλω στό τραπέζι αὔριο τό πρωί πού θά εἶναι ὅλοι οἱ ἀδελφοί», σκέφτηκε. «Τώρα ἄς παραθέσω ψωμί δικό μας». Ἔτσι κι ἔγινε.
Τό πρωί, ὅταν κάθισαν οἱ ἀδελφοί στήν τράπεζα, ὁ ὅσιος εἶδε τούς ἄρτους. Φωνάζει τότε τόν κελάρι.- Ποῦ βρέθηκαν αὐτοί οἱ ἄρτοι;
- Εἶναι αὐτοί πού μου ἔστειλε χθές ἡ ὁσιότης σου, Γέροντα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν λίγοι οἱ ἀδελφοί, σκέφτηκα νά τούς βάλω σήμερα πού εἴμαστε ὅλοι.
-Θά ἦταν προτιμότερο νά ἔκανες ὑπακοή καί νά μήν ἐμπιστευόσουν τό λογισμό σου, τοῦ ὑπέδειξε αὐστηρά ὁ ὅσιος.
Καί ἀμέσως εἶπε σ' ἕναν ἀδελφό νά βάλει τούς ἄρτους ἐκείνους σέ κοφίνια καί νά τούς πετάξει στό ποτάμι, ἐνῶ στόν κελάρι ἔβαλε ἐπιτίμιο γιά τήν ἀνυπακοή του.
Γνωρίζοντας ὁ ὅσιος Θεοδόσιος πώς ἡ ἀπληστία καί οἱ φροντίδες γιά τό αὔριο ἁρμόζουν μόνο σέ μοναχούς ἀσυνεπεῖς πρός τίς ὑποσχέσεις τους, πῆρε μίαν ἀπόφαση: Νά διδάξει ἐπίμονα στούς ἀδελφούς τήν ἀρετή τῆς ἀκτημοσύνης, γιά νά μάθουν νά πλουτοῦν στήν πίστη καί στήν ἐλπίδα καί νά μή στηρίζονται στά ὑλικά.
Πολλές φορές ἔκανε ἐπισκέψεις στά κελιά τους καί σάν εὕρισκε κάτι φαγώσιμο ἤ παραπανίσιο ἔνδυμα ἤ ἄλλο περιττό, τά πετοῦσε στή φωτιά. Τά θεωροῦσε ὅπως εἴπαμε, «μερίδιο τοῦ ἐχθροῦ» καί πράξη παρακοῆς.
Δέν πρέπει ἀδελφοί, τούς νουθετοῦσε ἐμεῖς πού ἀσπασθήκαμε τή μοναχική πολιτεία καί ἀπαρνηθήκαμε τά πράγματα τοῦ κόσμου, νά τά μαζεύουμε πάλι στό κελί μας. Τί καθαρή προσευχή νά προσφέρουμε στό Θεό, ὅταν ἔχουμε τόσα πράγματα στό κελί μας; «Ὅπου γάρ ἔσην ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» μᾶς λέει ὁ Κύριος. Ἄς ἀρκούμαστε λοιπόν ἀδελφοί, στό καθορισμένο ἔνδυμα καί στήν τροφή πού παρατίθεται στήν τράπεζα. Τίποτε περισσότερο ἄς μήν ὕπαρχοι στό κελί μας. Ἔτσι ἡ προσευχή μᾶς θ' ἀνέρχεται στό Θεό ἔνθερμη, ἀπό νοῦ καθαρό.

Μέ τέτοιες συμβουλές νουθετοῦσε τούς ἀδελφούς. Σέ καμιά περίπτωση δέν παρουσιάστηκε ἄδικος ἤ ὀργίλος ἤ ὀξύς, ἀλλά ἦταν καλοσυνάτος σέ ὅλους. Ἄν τύχαινε κανένας ἀπό τούς ἀμελεῖς μοναχούς νά λιποψυχήσει καί νά ἐγκατάλειψη τό μοναστήρι, τότε τόν κυρίευε μεγάλη θλίψη. Ἔκανε δακρύβρεχτες προσευχές στό Θεό γιά νά ἐπιτρέψει στή μάνδρα τό πρόβατο πού ἔφυγε. Κι ἄν γύριζε, τόν ὑποδεχόταν ὅλος χαρά καί τόν νουθετοῦσε. «Ὅσες ψυχές ἀκολουθοῦν τό δρόμο τῆς φυγῆς εἶναι ἄνανδρες», ἔλεγε, «καί ὑποκύπτουν στά κατώτερα πάθη τους καί στό διάβολο».

Ὑπῆρχε στό μοναστήρι κάποιος ἀδελφός χωρίς ὑπομονή, πού κάθε τόσο τό ἐγκατέλειπε κι ὑστέρα ἀπό λίγο ξαναγύριζε. Ὁ ὅσιος τόν δεχόταν κάθε φορᾶ μέ χαρά. Βεβαίωνε μάλιστα τούς ἀδελφούς πώς ὁ Θεός δέν θά τόν ἀφήσει νά πεθάνει ἔξω, ἀλλά στό τέλος θά τόν πάρει ἀπό τή μονή γιά τόν οὐρανό.
Κάποια φορᾶ, ὑστέρα ἀπό πολλές ἀποχωρήσεις, γύρισε πάλι ὁ ἀδελφός καί ἱκέτευε τόν ὅσιο νά τόν δεχτῆ. Πράγματι, σάν σπλαχνικός, τόν συγκαταρίθμησε καί πάλι στά πρόβατα τῆς ποίμνης. Ὕστερα ἀπό λίγο ὁ ἀδελφός ἦρθε νά δώσει στόν ὅσιο τά χρήματα πού εἶχε ἀποκτήσει στόν κόσμο, ἐργαζόμενος σάν ἱεροράπτης. Τόν ἄκουσε ὅμως νά τοῦ λέει:
- Ἄν θέλεις νά γίνεις τέλειος ὑποτακτικός, πέταξε τά στή φωτιά, γιατί προέρχονται ἀπό ἀνυπακοή.
Ἐκεῖνος συγκέντρωσε τή μικρή περιουσία πού εἶχε ἀποκτήσει στόν κόσμο καί, ὅπως παρήγγειλε ὁ ὅσιος, τήν ἔκαψε. Ἀπό τότε δέν ξανάφυγε ἀπό τή μονή. Σ' αὐτήν ἐκοιμήθη εἰρηνικά, ζώντας μέ μετάνοια τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Ἔτσι ἐπαλήθευσε καί ἡ πρόρρηση τοῦ ὁσίου.

Μ' αὐτούς τούς τρόπους ἤξερε ὁ ὅσιος νά παρακινεῖ στήν ἀκτημοσύνη καί νά ἐμπνέει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα, ὥστε κανένα πρόβατο νά μήν ξεκόβει ἀπό τό κοπάδι.
Στούς φτωχούς ὁ ὅσιος ἔδειχνε πολλή ἀγάπη κι εὐσπλαχνία. Σάν ἔβλεπε ἕνα ζητιάνο ἤ κάποιο φτωχό, ἐξαθλιωμένους καί ρακένδυτους, πονοῦσε γιά τήν κατάστασή τους καί τούς ἐλεοῦσε μέ δάκρυα στά μάτια. Ἔτσι παρακινήθηκε νά χτίση κοντά στό μοναστήρι πανδοχεῖο καί ναό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο, γιά νά βρίσκουν στέγη οἱ φτωχοί, οἱ τυφλοί, οἱ χωλοί, οἱ λεπροί... Ἄφησε ἐντολή νά φροντίζει τό μοναστήρι γιά τίς ἀνάγκες τους, καί νά τούς διαθέτη τό δέκατό της περιουσίας του. Ἐπίσης κάθε Σάββατο ἔστελνε ἕνα ἁμάξι γεμάτο ψωμιά στούς δέσμιους τῶν φυλακῶν.

Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ στρεφόταν ὄχι μόνο πρός τούς φτωχούς, ἀλλά καί σ' ἐκείνους πού εἶχαν ἀδικήσει τό μοναστήρι. Κάποια φορᾶ γιά παράδειγμα, ἔφεραν δεμένους στόν ὅσιο ληστές, πού τούς συνέλαβαν σ' ἕνα κτῆμα τοῦ μοναστηρίου ἐνῶ ἐπιχειροῦσαν νά κλέψουν. Σάν τούς εἶδε δεμένους καί μέ θλιμμένη ὄψη, δάκρυσε ἀπό πόνο. Εἶπε νά τούς λύσουν καί νά τούς δώσουν φαγητό. Ἔπειτα τούς συμβούλεψε γιά ἀρκετή ὥρα ν' ἀποφεύγουν τό κακό καί τίς ἀδικίες. Κι ἀφοῦ τούς φίλεψε μέ ἀγαθά τῆς μονῆς, τούς ἄφησε νά φύγουν εἰρηνικά. Ἐκεῖνοι φεύγοντας δόξαζαν τό Θεό καί τόν ὅσιο γιά τό ἔλεος πού βρῆκαν, κι ἀπό τότε δέν ἔβλαψαν ἄνθρωπο, ἀλλά περιορίζονταν στούς δικούς τους κόπους.

Μέ τήν αὔξηση τῶν ἀδελφῶν ἀναγκάστηκε ὁ ὅσιος νά ἐπεκτείνει τό μοναστήρι. Ἄρχισε μέ τά ἴδια τοῦ τά χέρια καί μαζί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς νά χτίζει κελιά καί νά μεγαλώνει τή μάντρα. Τήν περίοδο ἐκείνη, πού τό μοναστήρι βρισκόταν ἐκτεθειμένο, κάποια πολύ σκοτεινή νύχτα δέχτηκε τήν ἐπίθεση ληστῶν. Εἶχαν στόχο τήν ἐκκλησία, ὑπολογίζοντας πώς ἐκεῖ, στά διάφορα διαμερίσματά της, θά ὑπῆρχαν κρυμμένοι οἱ θησαυροί τῆς μονῆς.
Χωρίς νά πειράξουν κανένα κελί, πλησίασαν στό ναό, ἀπ' ὅπου ἄκουσαν ψαλμωδία. Φαντάστηκαν πώς εἶναι μέσα οἱ μοναχοί καί ψέλνουν τό ἀπόδειπνο. Γι' αὐτό ἀρχικά ἀπομακρύνθηκαν. Πέρασαν λίγη ὥρα μέσα στό διπλανό πυκνό δάσος καί κατόπιν, μέ τήν ἐλπίδα πώς θά εἶχε πιά τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ξεκίνησαν γιά τήν ἐκκλησία. Ἀλλά καί πάλι ἄκουσαν τίς ἴδιες ὑμνωδίες, ἐνῶ τώρα ἀντίκρισαν κι ἕνα ὑπερθαύμαστο φῶς μέσα στό ναό. Ταυτόχρονα αἰσθάνονταν ἄρρητη εὐωδία. Ἔψελναν ἄγγελοι!

Οἱ ληστές νόμισαν πώς οἱ ἀδελφοί τελοῦσαν τώρα τό Μεσονυκτικό κι ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν πάλι γιά Λίγο. Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές καί πάντα ἀκούγονταν οἱ ἴδιες ἀγγελικές φωνές.
Στό μεταξύ ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς πρωινῆς ἀκολουθίας καί κατά τή συνήθεια, ὁ ἐκκλησιαστικός πῆγε πρῶτα στό κελί τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου.
Εὐλόγησαν Γέροντα, φώναξε. Πῆρε τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου κι ἄρχισε νά σημαίνει γιά τόν ὄρθρο.
Οἱ ληστές, σάν ἄκουσαν τό σήμαντρο, κρύφτηκαν μέσα στό δάσος.
- Τί θά κάνουμε τώρα; εἶπαν. Φαίνεται πώς βλέπαμε φαντάσματα προηγουμένως. Ἄς τούς ἀφήσουμε νά μποῦν στό ναό κι ἔπειτα ὁρμᾶμε μέσα καί τούς σκοτώνουμε ὅλους. Ἔτσι θά βάλουμε στό χέρι τήν περιουσία τους.
Τέτοια τούς συμβούλευε ὁ διάβολος, ὄχι τόσο γιατί ἤθελε νά χάσουν οἱ μοναχοί τά χρήματά τους, ἀλλά γιά νά ἐξαφανίσει τήν ἀδελφότητα αὐτή, στήν ὁποία τόσες ψυχές θά εὕρισκαν τή σωτηρία τους. Δέν τό πέτυχε ὅμως ὁ ἐχθρός, πού εἶχε νικηθεῖ ἀπό τίς προσευχές τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου.
Περίμεναν λοιπόν ἀρκετή ὥρα οἱ κακοποιοί, ὥσπου νά συγκεντρωθεῖ στήν ἐκκλησία τό θεοσύλλεκτο ἐκεῖνο ποίμνιο μέ τό μακάριο ποιμένα τοῦ Θεοδόσιο καί μόλις ἄρχισαν οἱ ὀρθρινοί ψαλμοί ὅρμησαν σάν ἄγρια θηρία ἐναντίον τους.
Ὅταν ὅμως ἔφτασαν μπροστά στό ναό, ἀναχαιτίσθηκαν ἀπό ἕνα φοβερό θαῦμα:

Ὁ ναός, μαζί μέ ὅσους βρίσκονταν μέσα, ἄρχισε ν' ἀποχωρίζεται ἀπό τό ἔδαφος. Ἀνυψώθηκε στόν ἀέρα σέ τέτοιο ὕψος, ὥστε δέν μποροῦσαν νά τόν φτάσουν.

Οἱ πατέρες πού ἦταν μέσα δέν κατάλαβαν τίποτε. Οἱ ληστές, μπροστά στό θαῦμα, κυριεύτηκαν ἀπό μεγάλο φόβο καί γύρισαν τρέμοντας στά σπίτια τους. Ἀπό τότε μετανόησαν καί πῆραν τήν ἀπόφαση νά μήν ξανακάνουν κακό σέ ἄνθρωπο. Ὁ ἀρχιληστής μάλιστα ἦρθε μέ τρεῖς ἄλλους ληστές στή μονή κι ἐξομολογήθηκε στόν ὅσιο ὅσα συνέβησαν. Ἐκεῖνος, μόλις τ' ἄκουσε, δόξασε τό Θεό, πού κι αὐτούς τούς ἔσωσε ἀπό φρικτό θάνατο, ἀλλά καί τά πράγματα τῆς ἐκκλησίας προστάτεψε. Οἱ ληστές, ἀφοῦ ἄκουσαν λόγους σωτηρίας, ἔφυγαν δοξάζοντας κι εὐχαριστώντας τό Θεό καί τόν ὅσιό Του.

Τό ἴδιο θαῦμα ἐπαναλήφθηκε νιά δεύτερη φορά, κι ἔτσι ἔγινε πιά ὁλοφάνερο πώς προστατεύονται ἀπό τόν Κύριο τό μοναστήρι καί ἡ ἐκκλησία του.

Κάποιος ἀπό τούς βογιάρους τοῦ ἡγεμόνα Ἰζιασλάβου διέσχιζε μία νύχτα τόν κάμπο, ἐννέα χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή μονή τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου. Καί νά! Ἀνακρύζει ἀπό κεῖ μίαν ἐκκλησία νά εἶναι σηκωμένη πολύ ψηλά, κάτω ἀπό τά σύννεφα. Κατάπληκτος ἀπό τρόμο καί θαυμασμό, στράφηκε καί προχώρησε πρός τό μέρος της. Ἤθελε ἀπό κοντά νά διαπίστωση ποιά ἐκκλησία ἦταν. Πλησιάζοντας πρός τό μοναστήρι, ἀντίκρισε τήν ἐκκλησία νά κατεβαίνει πάλι καί νά στέκεται μέσα στή μονή, στή θέση της.
Ἔτρεξε ἀμέσως στόν ὅσιο καί τοῦ ἀποκάλυψε αὐτό πού εἶδε. Καί ἀπό τότε τόν ἐπισκεπτόταν συχνά καί εὐφραινόταν ἀπό τά σοφά λόγια του. Μάλιστα ἐνίσχυε καί οἰκονομικά τό χτίσιμο τοῦ μοναστηρίου καί τόν ἐξωραϊσμό τοῦ ναοῦ του.
Ὄχι μόνο γιά τήν ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τή συντήρηση τῆς μονῆς ὁ Θεός ἔδειχνε μέ θαυματουργικό τρόπο τήν προστασία Του.
Συνέβη κάποτε νά περνοῦν ἔξω ἀπό κάποιο κτῆμα τῆς Πετσέρσκαγια μερικοί ληστές, πού τούς ὁδηγοῦσαν δεμένους στήν πόλη νιά νά τούς δικάσουν. Τότε ἕνας ἀπ' αὐτούς, βλέποντας τό κτῆμα, ἄρχισε νά κουνάει τό κεφάλι του καί νά λέει:
- Μία νύχτα ἤρθαμε ἐδῶ γιά ν' ἁρπάξουμε ὅ,τι θά ὑπῆρχε, ἀλλ' ἀποτύχαμε. Βρήκαμε τή μάντρα τόσο ψηλή, πού ἦταν ἀδύνατο νά πηδήξουμε μέσα.

Ἔτσι ὁ Θεός, μέ τίς προσευχές τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, πού εἶχε στηρίξει τίς ἐλπίδες τοῦ σ' Αὐτόν, διαφύλαξε ἀπό τούς ληστές τήν περιουσία τῆς μονῆς. Γιατί ὁ ὅσιος συνήθιζε νά περιφέρεται ὅλες τίς νύχτες μέσα στό μοναστήρι καί νά προσεύχεται. Μέ τίς προσευχές αὐτές περιτείχιζε σάν μέ ὀχυρό τεῖχος τή μονή καί τά ἐξαρτήματά της.
Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ὁ δάσκαλος τῆς ἀκτημοσύνης, πίστευε πώς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἐξοικονομοῦσε, ἐκτός ἀπό τ' ἀναγκαία καί ὅσα ἀπαιτοῦσε ὁ ἐξωραϊσμός τῆς μονῆς. Στήν πίστη τοῦ αὐτή πῆρε ἀπάντηση ἀπό τήν ἑπόμενη θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας.
Ἕνας βογιάρος τοῦ Ἰζιασλάβου, πού ὀνομαζόταν ἀρχικά Σουτισλάβος Γεούεβιτς καί μετά τό ἅγιο βάπτισμα Κλήμης, ξεκινώντας κάποτε μαζί μέ τόν ἡγεμόνα γιά πόλεμο ὑποσχέθηκε τά ἑξῆς: Ἄν ἐπιστρέψω σῶος στό σπίτι μου, θά δώσω στή μονή τοῦ μακαρίου Θεοδοσίου δύο χρυσά νομίσματα γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θά κατασκευάσω ἐπίσης καί τό φωτοστέφανο τῆς εἰκόνας της.
Ὁ πόλεμος ἔγινε. Σκοτώθηκαν πολλοί κι ἀπό τίς δύο παρατάξεις. Τελικά κατόρθωσαν νά νικήσουν τούς ἐχθρούς. Ὅσοι σώθηκαν, γύρισαν πίσω στά σπίτια τούς νικητές. Ὁ βογιάρος ὅμως λησμόνησε τήν ὑπόσχεσή του. Καί νά τί συνέβη ὑστέρα ἀπό μερικές ἡμέρες.

Ἦταν μεσημέρι καί κοιμόταν στό σπίτι του, ὅταν ἄκουσε μέσα στόν ὕπνο τοῦ μία φοβερή φωνή νά τόν καλή μέ τ' ὄνομά του:
- Κλήμη!

Πετάχτηκε πάνω, καί τί νά δή! Μπροστά του βρισκόταν ἡ εἰκόνα τίς Ὑπεραγίας Θεοτόκου - ἐκείνη τοῦ μοναστηρίου τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου - καί τοῦ φώναζε:
- Γιατί Κλήμη δέν μοῦ ἔδωσες αὐτό ποῦ ὑποσχέθηκες; Φρόντισε νά ἐκτελέσεις τήν ὑπόσχεσή σου!

Μόλις ἔπαψε ἡ φωνή, ἡ εἰκόνα ἔγινε ἄφαντη. Ὁ Κλήμης τότε πῆρε τρομοκρατημένος τά χρυσά νομίσματα πού εἶχε ὑποσχεθεῖ, κατασκεύασε καί τό χρυσό στεφάνι γιά τή διακόσμηση τῆς εἰκόνας, κι ἔφτασε στήν Πετσέρσκαγια γιά νά τά δώσει στόν ὅσιο Θεοδόσιο. Ἐκεῖνος τά πῆρε χωρίς νά ξέρη ὅσα μεσολάβησαν.
Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ ἴδιος βογιάρος, μέ θεία ἔμπνευση, πῆρε τήν ἀπόφαση νά δωρίσει στό μοναστήρι ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἔτσι μία μέρα, μέ τό Εὐαγγέλιο κρυμμένο κάτω ἀπό τά ροῦχα του, ἔρχεται στόν ὅσιο. Μετά τήν ἀκολουθία κάθισαν νά συζητήσουν. Ὁ Κλήμης δέν ἀνέφερε τίποτα γιά τό Εὐαγγέλιο. Μά ὁ ὅσιος του λέει ξαφνικά:
- Ἀδελφέ Κλήμη, δώσ' μου πρῶτα τό ἅγιο Εὐαγγέλιο πού ὑποσχέθηκες στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τό ἔχεις σκεπασμένο μέ τά ροῦχα σου, κι ἔπειτα ἄς συζητήσουμε.
Στά λόγια αὐτά ὁ βογιάρος θαύμασε τό διορατικό χάρισμα τοῦ ὁσίου, γιατί σέ κανένα δέν εἶχε πεῖ τίποτα γιά τό Εὐαγγέλιο καί τό παρέδωσε στά χέρια του.
Ἐπιστρέφοντας στό σπίτι τοῦ κήρυττε παντοῦ πώς ὁ ἀκτήμων Θεοδόσιος, πού τά ἔχει ἀναθέσει ὅλα στό Θεό, εἶναι στολισμένος ὄχι μόνο μέ θεοφιλῆ ἔργα, ἀλλά καί μέ τό ὑπερφυσικό χάρισμα τῆς διοράσεως.

Ὅσο περισσότερη ἐμπιστοσύνη ἔδειχνε ὁ ὅσιος στό Θεό, στίς διάφορες στερήσεις καί οἰκονομικές δυσχέρειες, τόσο περισσότερο Ἐκεῖνος τόν εὐεργετοῦσε.

Ἀπό τά πολυπληθῆ σχετικά θαύματα θ' ἀναφέρουμε μερικά στή συνέχεια.

Ὁ μοναχός Ἰλαρίων μέρα-νύχτα ἀντέγραφε Βιβλία στό κελί τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, τήν ὥρα πού ἐκεῖνος ψέλλιζε τούς ψαλμούς γνέθοντας μαλλί.
Κάποιο Βράδυ, ἐνῶ ἐργάζονταν, ἦρθε ὁ οἰκονόμος τῆς μονῆς μοναχός Ἀναστάσιος καί ἀνέφερε πώς δέν ὑπάρχουν χρήματα γιά τίποτα.
Σχετικά μέ τήν πάλη του πρός τούς δαίμονες, ὁ ὅσιος διηγήθηκε στούς ἀδελφούς τό ἑπόμενο περιστατικό, πού τοῦ συνέβη ὅταν ἦταν νεώτερος:
-Κάποια νύχτα, πού ἤμουνα στό κελί μου κι ἔψελνα, ἀντικρίζω ἀκριβῶς μπροστά μου ἕνα μαῦρο σκύλο. Στεκόταν ἐκεῖ ἀκίνητος καί μ' ἐμπόδιζε Στίς μετάνοιές μου. Στήν ἀρχή τόν περιφρόνησα. Πέρασαν πολλές ὧρες, ὅποτε πῆρα τήν ἀπόφαση νά τόν χτυπήσω. Μόλις ἑτοιμάστηκα νά τό κάνω, ἐξαφανίστηκε. Φοβήθηκα τότε τόσο πολύ, πού ἤθελα νά τό βάλω στά πόδια καί νά φύγω ἀπό τό μέρος ἐκεῖνο. Καί θά τό ἔκανα, ἄν δέν μέ βοηθοῦσε ὁ Κύριος. Ὅταν συνῆλθα ἀπό τή μεγάλη μου φρίκη, ἄρχισα ἐπίμονα νά προσεύχομαι καί νά κάνω γονυκλισίες. Στό τέλος ἔφυγε ἐντελῶς ἀπό πάνω μου ὁ φόβος. Ἀπό τότε δέν τρόμαζα, ὅσες δαιμονικές ἐμφανίσεις κι ἄν πρόβαλλαν μπροστά μου.

Μ' αὐτά καί μέ πολλά ἄλλα λόγια, ὁ ὅσιος ἐνίσχυε τούς ἀδελφούς στήν πάλη ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

Ὁ ἀδελφός Ἰλαρίων, πού τόν ἀναφέραμε πιό πάνω, διηγήθηκε στό μακάριο Νέστορα τά ἑξῆς:
- Ὑπέφερα πολλά στό κελί μου ἀπό τούς δαίμονες. Μία νύχτα μάλιστα, μόλις ἔπεσα στό κρεβάτι, παρουσιάστηκε ἕνα ὁλόκληρο στίφος. Ἐπιτέθηκε ἐναντίον μου. Μέ τραβοῦσαν ἀπό τά μαλλιά, μ' ἔσερναν καί μέ χτυποῦσαν. Ἄλλοι σήκωναν τόν τοῖχο καί μοῦ ἔλεγαν ἀπειλητικά: «Θά τόν ρίξουμε πάνω σου, γιά νά σέ σκοτώσουμε». Καί ἡ κατάσταση αὐτή συνεχίστηκε καί τίς ἑπόμενες νύχτες. Δέν ἄντεχα πιά ἄλλο καί κατέφυγα στόν ὅσιο Θεοδόσιο. Τοῦ εἶπα πώς σκέφτομαι ν' ἀλλάξω κελί. Ἐκεῖνος ὅμως δέν συμφώνησε. «Ὄχι ἀδελφέ μου», μοῦ εἶπε, «μήν ἀπομακρυνθεῖς καί κάνης τά πονηρά πνεύματα νά χαροῦν, βλέποντας πώς σέ ἀνάγκασαν νά τραπεῖς σέ φυγή. Ἔτσι θά σού προξενήσουν περισσότερο κακό, γιατί θ' ἀποκτήσουν ἐξουσία πάνω σου. Νά παραμείνεις ἐκεῖ καί νά καλλιεργεῖς τήν προσευχή. Καί ὁ Θεός, βλέποντας τήν ὑπομονή σου, θά σού χαρίσει τή νίκη». Ἐγώ πάλι τοῦ εἶπα: «Πάτερ, σέ ἱκετεύω, εἶναι ἀδύνατο νά παραμείνω στό κελί μου. Ἔχει μέσα ἕνα σωρό σατανάδες». Τότε ὁ ὅσιος μέ σταύρωσε καί μοῦ εἶπε: «Πήγαινε ἀδελφέ μου στό κελί σου. Ἀπό τώρα οὔτε θά τούς ξαναδεῖς πιά οὔτε θά σέ βλάψουν». Τό πίστεψα, ἔβαλα μετάνοια στόν ὅσιο κι ἀπομακρύνθηκα.

Οἱ πολυμήχανοι δαίμονες δέν παρουσιάστηκαν ἄλλη φορᾶ στό κελί μου. Οἱ προσευχές τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τούς ἐδίωξαν ἀπό κεῖ.

Ὄχι μόνο πρός τούς ἀόρατους, ἀλλά καί πρός τούς ὁρατούς ἐχθρούς φάνηκε ἀνδρεῖος ὁ ὅσιος πατέρας μᾶς Θεοδόσιος. Πολλές φορές συνήθιζε νά φεύγει τή νύχτα κρυφά ἀπό τό μοναστήρι καί νά πηγαίνει στούς Ἑβραίους. Λογομαχοῦσε μαζί τους μέ παρρησία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γεμάτος ἀπό ἱερή ἀγανάκτηση, τούς ἀποκαλοῦσε προδότες τοῦ Νόμου καί θεοκτόνους. Ἦταν μεγάλη του ἐπιθυμία νά ὁμολογήσει τήν πίστη του στό Χριστό, καί ν' ἀντιμετωπίσει ἀκόμη καί τό θάνατο ἀπ' αὐτούς πού Τόν θανάτωσαν. Θά γινόταν ἔτσι πραγματικός μιμητής Του.


Ὁ γενναῖος ὅσιος ἐπιθυμοῦσε νά ὑποφέρει ὡς ὁμολογητής τῆς ἀλήθειας. Τοῦτο φαίνεται καί ἀπό τό ἑπόμενο γεγονός.

Ἕνα χρόνο πρίν τήν κοίμησή του, στά 1073, μέ τή συνεργία τοῦ πονηροῦ, συνέβη μία διαμάχη καί φιλονικία ἀνάμεσα στούς τρεῖς ἀδελφούς ἡγεμόνες τῆς Ρωσίας. Ὁ ἡγεμόνας τοῦ Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβος καί ὁ ἡγεμόνας τοῦ Περεγιασλάβ Βσέβολοντ κήρυξαν τόν πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβου, πού ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός τους. Κατόρθωσαν μάλιστα νά καταλάβουν τό Κίεβο καί νά τόν διώξουν ἀπό κεῖ.
Κάποτε κάλεσαν σ' ἐπίσημο γεῦμα καί τόν ὅσιο Θεοδόσιο. Ὁ ὅσιος, γνωρίζοντας πώς ἄδικα διώχτηκε ὁ Ἰζιασλάβος, ἀπάντησε μέ θάρρος στόν ἀπεσταλμένο τους:
Ἀπαξιῶ νά ἔρθω στήν τράπεζα τῆς Ἰεζάβελ καί νά γευτῶ τροφή πού στάζει αἷμα καί μυρίζει φόνο. Τοῦ εἶπε καί ἄλλα, προσθέτοντας στό τέλος:
Νά μεταφέρεις σέ παρακαλῶ, ὅ,τι σου εἶπα στούς κυρίους σου.

Πράγματι, οἱ ἡγεμόνες πληροφορήθηκαν τή στάση τοῦ ὁσίου, ἀλλά δέν ὀργίστηκαν ἀπέναντί του. Κατάλαβαν πώς εἶχε δίκιο. Ὡστόσο δέν ἄκουσαν τίς συμβουλές του. Οὔτε ἔπαψαν νά καταδιώκουν τόν ἀδελφό τους, μέχρι πού τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τά ὅρια τῆς παλαιᾶς του ἡγεμονίας. Ἔτσι ὁ Σβιατοσλάβος κατέλαβε τήν περιφέρεια τοῦ Κιέβου, ἐνῶ ὁ Βσέβολοντ, σάν μικρότερος, ἀρκέστηκε στό Περεγιασλάβ.

Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ἐξαπέλυσε τότε ἀμείλικτο κατηγορητήριο ἐναντίον τοῦ Σβιατοσλάβου. Τόν στηλίτευε γιά τήν ἀδικία πού διέπραξε, γιά τήν παράνομη κατάληψη τοῦ θρόνου καί γιά τήν ἐκδίωξη τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του. Ὄλ' αὐτά τά διαβίβαζε στόν ἡγεμόνα ἤ μέ ἐπιστολές ἤ μέ τούς ἀξιωματούχους πού ἐπισκέπτονταν τό μοναστήρι.
Στό τέλος μάλιστα τοῦ ἔστειλε μίαν ἐκτενῆ ἐπιστολή, στήν ὁποία τόν ἐπέπληττε δριμύτατα:
«Φωνή αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾶ πρός τόν Θεόν», ὅπως τοῦ Ἄβελ ἐναντίον τοῦ Κάιν, τοῦ ἔγραφε.
Ἀπαρίθμησε πολλούς ἀπό τούς ἀρχαίους φονιάδες, μισάδελφους καί διῶκτες, μέ τούς ὁποίους τόν παραλλήλιζε καυστικά.

Μόλις διάβασε τήν ἐπιστολή ὁ ἡγεμόνας ἔγινε θηρίο. Τήν πέταξε στό χῶμα, τήν πάτησε μέ μανία καί σάν λιοντάρι βρυχήθηκε ἐναντίον τοῦ ὁσίου, ἀποφασισμένος νά τόν ρίξει στή φυλακή.
ΟΙ ἀδελφοί της μονῆς, γεμάτοι θλίψη, ἱκέτευαν τόν ὅσιο νά σταματήσει τήν τακτική του ἔλεγχου. Ἐπίσης διάφοροι ἀξιωματοῦχοι τόν συμβούλεψαν νά μήν ἐναντιώνεται ἄλλο στόν ἡγεμόνα. «Εἶναι ἕτοιμος νά σέ φυλακίσει», τοῦ ἔλεγαν.

Ὁ ὅσιος, σάν ἄκουσε τήν φυλάκιση, ἐνθουσιάστηκε.
- Αὐτός ὁ λόγος, ἀδελφοί, μοῦ δίνει μεγάλη χαρά, εἶπε. Τίποτα δέν θά μοῦ χαρίσει τόση μακαριότητα στή ζωή αὐτή, ὅσο τό νά ὑποφέρω διωγμούς γιά χάρη τῆς ἀλήθειας. Μήπως πρόκειται νά χάσω τά πλούτη μου; Μήπως θά χωριστῶ ἀπό τά παιδιά μου καί τήν πατρίδα μου; Ὅταν ἤρθαμε στόν κόσμο, δέν φέραμε τίποτα μαζί μας. Γυμνοί γεννηθήκαμε καί γυμνοί θά φύγουμε. Ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος καί γιά τή φυλακή καί γιά τό θάνατο ἀκόμη.

Ἐπιθυμοῦσε εἰλικρινά τή φυλάκιση ὁ ὅσιος καί γι' αὐτό στηλίτευε ὅλο καί περισσότερο τό μισάδελφο ἡγεμόνα. Ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ ὀργή τοῦ Σβιατοσλάβου αὐξήθηκε περισσότερο, δέν τολμοῦσε ὅμως νά βάλει χέρι πάνω του, γιατί τόν ἀναγνώριζε σάν ἄνθρωπο δίκαιο, ὅσιο καί σεβαστό σ' ὅλους τους ὑπηκόους του.
Σέ λίγο καιρό ὅμως ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, πιεζόμενος ἀπό τούς ἀδελφούς καί τούς μεγιστάνες, ἄλλαξε τακτική. Σκέφτηκε πώς ὁ ἡγεμόνας δέν ὠφελεῖται καθόλου ἀπό τούς ἔλεγχους. Ἀποφάσισε λοιπόν νά χρησιμοποίηση καλό τρόπο, μήπως καί τόν συνετίσει ἔτσι καί τόν πείσει νά ἐπανορθώσει τό κακό πού ἔκανε στόν ἀδελφό του.
Μέσα σέ λίγες ἡμέρες ὁ Σβιατοσλάβος ἔμαθε τή μεταβολή του κι αἰσθάνθηκε μεγάλη χαρά. Ἦταν παλαιά του ἐπιθυμία νά εὐφρανθεῖ ἀπό τά θεόπνευστα λόγια του ὁσίου. Πῆρε λοιπόν τό θάρρος καί ζήτησε νά τοῦ ἐπιτραπεῖ μία ἐπίσκεψη στό μοναστήρι. Πληροφορήθηκε τή συγκατάθεση τοῦ ὁσίου καί χαρούμενος ξεκίνησε μέ τή συνοδεία τῶν βογιάρων του.
Ὁ ὅσιος καί οἱ ἀδελφοί βγῆκαν ἀπό τό ναό καί μ' ἐπισημότητα τούς ὑποδέχθηκαν. Ἀπέδωσαν τίς συνηθισμένες τιμές στόν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος ἀσπάστηκε τόν ὅσιο.
- Ἐγώ πάτερ, τοῦ εἶπε, δέν τολμοῦσα νά σ' ἐπισκεφθῶ. Συλλογιζόμουν πώς δέν θά μοῦ ἐπέτρεπες τήν εἴσοδο, γιατί ἤσουν ὀργισμένος ἐναντίον μου.
- Καί τί εἶναι ἀφέντη μου, ἡ ὀργή μας μπροστά στήν ἐξουσία σου; ἀπάντησε ὁ ὅσιος. Ἐμεῖς πάντως εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐλέγχουμε καί νά ὑπογραμμίζουμε ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς, κι ἐσεῖς ἔχετε καθῆκον νά μᾶς ἀκοῦτε.
Ἀφοῦ ἔγινε μία μικρή δέηση στό ναό, ὁ ὅσιος δέχτηκε σέ συζήτηση τόν ἡγεμόνα. Ἀναφέροντας ἁγιογραφικά κείμενα, τοῦ τόνισε πολύ τήν ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχουν οἱ ἀδελφοί. Ὁ ἡγεμόνας ὅμως προφασίστηκε πώς ὑπῆρχαν πολλά σέ βάρος τοῦ ἀδελφοῦ του καί γι' αὐτό δέν ἦταν εὔκολο νά συμφιλιωθεῖ μαζί του. Τέλος, μετά ἀπό πολύωρη ὠφέλιμη συζήτηση, ἀναχώρησε δοξάζοντας τό Θεό πού ἀξιώθηκε νά συζητήσει μέ τέτοιο μεγάλο ἄνδρα. Ἀπό τότε ἐπισκεπτόταν συχνά τόν ὅσιο.

Ἀλλά καί ὁ Θεοδόσιος ἐπισκεπτόταν τόν ἡγεμόνα καί τοῦ θύμιζε πάντοτε τό φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό.
Σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις αὐτές, μπαίνοντας στό παλάτι, βλέπει ἕνα πλῆθος μουσικῶν. Ἀπό τά ἔγχορδα, τά πνευστά καί τ' ἄλλα ὄργανα, ἔβγαιναν ἠχηρές μελωδίες, πού διασκέδαζαν τόν ἡγεμόνα. Ὁ ὅσιος τότε κάθισε δίπλα του σκυθρωπός, μέ χαμηλωμένο τό βλέμμα. Ἔπειτα πλησίασε λίγο καί τοῦ εἶπε:

- Στήν ἄλλη ζωή θά ὑπάρχουν ἄραγε αὐτά;

Ἡ παρατήρηση ἐκείνη ἔκανε τόν Σβιατοσλάβο νά συγκινηθεῖ. Διέταξε νά πάψουν οἱ μουσικές. Καί ἀπό τότε, κάθε φορᾶ πού τόν ἐπισκεπτόταν ὁ ὅσιος, ἔδινε ἐντολή νά σταματοῦν τά ὄργανα. Ἀκόμη, ὅταν ἤξερε ἀπό πρίν γιά τόν ἐρχομό του, ἔβγαινε ὡς τίς πύλες τοῦ μεγάρου του καί τόν προϋπαντοῦσε μέ ἔκδηλα αἰσθήματα χαρᾶς. Πλημμυρισμένος κάποτε ἀπό ἀγαλλίαση, τόν ὑποδέχθηκε μέ τά ἑξῆς λόγια:
Πάτερ, σού τ' ὁμολογῶ μέ κάθε εἰλικρίνεια. Ἄν κάποιος μου ἔλεγε πώς ὁ πατέρας μου θ' ἀναστηθεῖ ἀπό τόν τάφο, δέν θά ἐνίωθα τή χαρά πού μου δίνει ὁ ἐρχομός σου. Οὔτε πάλι θά δοκίμαζα τό φόβο πού μου προξενεῖ ἡ ὁσία σου μορφή.
Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
Ἄν πράγματι νιώθεις τόσο πολύ δέος ἀπέναντή μου, συμμορφώσου μέ τήν ὑπόδειξή μου καί δῶσε πίσω στόν ἀδελφό σου τό θρόνο πού τοῦ κληροδότησε ὁ πατέρας σου.
Σάν ἄκουσε τά λόγια αὐτά ὁ ἡγεμόνας τά 'χάσε. Γεμάτος ἀμηχανία ἔκλεισε τό στόμα του καί δέν ἤξερε τί ν' ἀποκριθεῖ. Τοῦ εἶχε ἐμπνεύσει ὁ πονηρός τόσο μίσος κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, πού καί τ' ὄνομά του δέν ἀνεχόταν ν' ἀκούει.
Πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ πώς ὁ γνωστός μας ἅγιος Νίκων, αὐτός πού εἶχε κείρει μοναχό τόν ὅσιο Θεοδόσιο, μ' ὅλη ἐκείνη τήν ἀναταραχή ἀνάμεσα στούς ἡγεμόνες, ἔφυγε πάλι μαζί μέ δύο μοναχούς ἀπό τήν Πετσέρσκαγια καί ξαναπῆγε στό Τμουταρακᾶν, στό μοναστήρι πού εἶχε ἱδρύσει ἐκεῖ, παρ' ὅλο πού ὁ ὅσιος Θεοδόσιος τόν παρακαλοῦσε ἐπίμονα νά μείνει κοντά του. Ἤθελε, ὅσο θά βρισκόταν ἀκόμα στή ζωή, νά μήν τόν ἀποχωριστῆ.

Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅμως ἦταν διαφορετικό, κι ἔτσι ὁ ὅσιος ρίχτηκε στούς ἀγῶνες πού τόν περίμεναν χωρίς τή συμπαράσταση τοῦ ἀγαπημένου τοῦ Νίκωνος, ἀπό τά χέρια τοῦ ὁποίου εἶχε λάβει τό ἅγιο σχῆμα,
Βλέποντας ὁ ὅσιος Θεοδόσιος πώς τό μοναστήρι ἦταν μικρό γιά τούς ἀδελφούς, ἀποροῦσε τί νά κάνη. Ζητοῦσε μ' ἐπίμονες προσευχές νά τοῦ δείξει ὁ Θεός ἕνα εὐρύχωρο μέρος, γιά ν' ἀνεγείρει μεγάλο πετροχτιστό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Πράγματι, οἱ προσευχές τοῦ ὑπῆρξαν εὐπρόσδεκτες στό Θεό, πού μέ θαυμαστό τρόπο ἀποκάλυψε τό μέρος πού θά χτιζόταν ὁ ναός.

Κάποιος εὐσεβής καί θεοφοβούμενος χριστιανός βάδιζε μία σκοτεινή νύχτα στά ὑψώματα, πλάι στήν Πετσέρσκαγια. Καί τί ἀξιώθηκε ν' ἀντικρίσει! Πάνω ἀπό τή μονή πρόβαλε ἕνα θαυμάσιο φῶς - σάν ἐκεῖνο πού εἶχε δεῖ ὁ ἡγούμενος Σωφρόνιος - καί στή μέση βρισκόταν ὁ ὅσιος Θεοδόσιος. Ἦταν μπροστά στήν ἐκκλησία καί μέ ὑψωμένα τά χέρια στόν οὐρανό προσκαρτεροῦσε στήν προσευχή. Ἔκθαμβος ἀπό τό ὅραμα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, βλέπει σέ λίγο μία πελώρια φλόγα νά πετάγεται ἀπό τό ναό. Πῆρε σχῆμα τόξου καί κατέληξε σ' ἕνα λόφο, ἐκεῖ ἀκριβῶς πού χτίστηκε ἀργότερα ὁ καινούργιος ναός. Μέχρι πού χάθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πίσω ἀπό τό βουνό, ἡ φλόγα παρέμενε ἐκεῖ, μέ τή μία ἄκρη στήν κορυφή τῆς ἐκκλησίας καί τήν ἄλλη στό λόφο. Αὐτά πού εἶδε δέν ἄργησε νά τ' ἀναγγείλει στόν ὅσιο.
Παρόμοιο θαῦμα παρουσίασε ὁ Θεός καί στούς κατοίκους τῆς γειτονικῆς περιοχῆς. Ἦταν νύχτα. Ξαφνικά ἀκούγονται ψαλμωδίες ἀπό ἀναρίθμητα στόματα. Πετάγονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν ὕπνο τους κι ἀνεβαίνουν σ' ὅ,τι ψηλότερο ὑπῆρχε, γιά νά δοῦν ἀπό πού προέρχονται οἱ φωνές. Καί νά! Λουσμένη σέ πλούσιο φῶς παρουσιάζεται μπροστά τους ἡ Πετσέρσκαγια. Ἀπό τήν ἐκκλησία ἔβγαινε πλῆθος μοναχῶν. Ἄλλοι βάσταζαν τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἄλλοι ἔψελναν κρατώντας ἀναμμένα κεριά. Ἐπικεφαλῆς προχωροῦσε ὁ ἡγούμενος τούς Θεοδόσιος. Σάν ἔφτασαν στό μέρος ὅπου χτίστηκε ἀργότερα ἡ καινούργια ἐκκλησία, ἀνέπεμψαν στό Θεό ψαλμωδίες καί προσευχές. Ἔπειτα ξαναγύρισαν μέ ὕμνους στό ναό.
Ὄχι ἕνας καί δύο, ἀλλά πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ἀντίκρισαν τό ὅραμα. Καί διαπιστώθηκε πώς ἐκεῖνοι πού ἔψελναν δέν ἦταν μοναχοί, ἀλλ' ἄγγελοι, γιατί οἱ ἀδελφοί της μονῆς δέν εἶχαν ἰδέα γιά τό θαυμαστό γεγονός. Δόξασαν λοιπόν ὅλοι μ' ἕνα στόμα τό Θεό, πού χάρη Στίς προσευχές τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου εὐλόγησε τόσο πολύ τόν τόπο ἐκεῖνο.
Ἐνῶ ὁ ὅσιος προσευχόταν μέσα στό μοναστήρι γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ καινούργιου ναοῦ, πῆρε ἀμέσως ἀπάντηση στά αἰτήματά του. Ἦταν κάτι τό ἀνέλπιστο: Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἐρχόταν νά βοηθήσει. Πίσω του ἀκολουθοῦσαν οἰκοδόμοι, πού προέρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Μέ θαυμαστά σημεῖα ὁ Θεός τούς εἶχε φέρει ἐδῶ γιά νά οἰκοδομήσουν τό ναό τῆς Μητέρας Του.
Ὅταν μέ θεϊκή ὑπόδειξη ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ, μοχθοῦσε καθημερινά μαζί μέ τούς ἀδελφούς καί ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος. Ὅποιος τόν ἔβλεπε νά ἐργάζεται, ποτέ τοῦ δέν τόν λογαρίαζε γιά ἡγούμενο. Τά ροῦχα καί ἡ ὅλη ἐξωτερική του ἐμφάνιση τόν ἔκαναν νά φαίνεται σάν ἕνας ἀπό τούς μαστόρους.
Μία φτωχή χήρα, πού ζητοῦσε τή βοήθειά του, τόν εἶδε ἀνάμεσα στούς χτίστες.
- Έ, καλόγερε, τοῦ λέει, εἶναι στό μοναστήρι ὁ ἡγούμενός σας;
Καί ὁ ὅσιος της ἀπάντησε: Τί τόν θέλεις αὐτό τόν ἄνθρωπο; Αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός.
- Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός ἤ ὄχι δέν τό ξέρω, εἶπε ἡ γυναίκα. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἔσωσε πολλούς ἀπελπισμένους καί δυστυχισμένους. Θέλω νά βοηθήσει κι ἐμένα, πού ἔχω ἀδικηθεῖ ἀπό τό δικαστή.
Τότε ὁ ὅσιος ἐνδιαφέρθηκε νά μάθη τό πρόβλημά της κι ἐνίωσε βαθιά συμπόνια σάν ἄκουσε τήν ἀδικία πού εἶχε γίνει σέ βάρος της.
- Γύρισε στό σπίτι σου, τῆς εἶπε, κι ἐγώ θά τά πῶ ὅλα στόν ἡγούμενο. Ἐκεῖνος θά σέ ἀπαλλάξει ἀπό τή θλίψη σου.
Πράγματι, μίλησε στό δικαστή γιά τή φτωχή χήρα. Ζήτησε νά ἐπιστρέψουν ὅτι τῆς εἶχαν πάρει ἄδικα κι ἔτσι ἡ γυναίκα ἀπαλλάχτηκε ἀπό τή δοκιμασία της.

Μέ παρόμοια ἔργα, ἀντάξια τ' οὐρανοῦ, ἀγωνιζόταν ὁ ὅσιος γιά τή γρήγορη ἀνέγερση τῆς ἐκκλησίας. Δέν ἀξιώθηκε ὅμως νά τήν τελειώσει, γιατί τόν βρῆκε στό μεταξύ ὁ θάνατος. Ἀλλά καί μετά τό θάνατό του, κοντά στό Θεό πού ἦταν, ἐνίσχυε μέ τίς προσευχές τοῦ τό ἔργο, πού ἀποπερατώθηκε στήν ἐντέλεια ἀπό τό μακάριο Στέφανο, τό διάδοχό του στήν ἡγουμενία.
Ὁ ὅσιος πατέρας μᾶς Θεοδόσιος, πλησίαζε τώρα πρός τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του κι ἄς ἦταν μόνο σαρανταπέντε χρονῶν. Προαισθάνθηκε μάλιστα τήν ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς του. Γι' αὐτό ἔδωσε ἐντολή καί συνάχτηκε κοντά τοῦ ὅλη ἡ ἀδελφότητα: καί οἱ ἀδελφοί πού βρίσκονταν στό μοναστήρι καί ἐκεῖνοι πού ἦταν στά περίχωρα καί ὅσοι εἶχαν σταλεῖ σέ κάποια διακονία.
Συγκινημένος ἄρχισε νά τούς νουθετεῖ ὅλους. Τούς ὑπέδειξε νά ἐκτελοῦν μέ πολλή προσοχή κι ἐπιμέλεια τό διακόνημά τους. Ἐνῶ ἀπό τά μάτια τοῦ κυλοῦσαν δάκρυα, τούς μίλησε γιά τή σωτηρία, γιά τή θεάρεστη ζωή, γιά τήν ἄσκηση, γιά τή νηστεία. Τούς σύστησε νά ἐπιμελοῦνται Ἰδιαίτερα τό ναό καί νά μπαίνουν ἐκεῖ μέ πολλή εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Νά ἔχουν ἀγάπη καί νά κάνουν ὑπακοή ὄχι μόνο στούς μεγαλύτερους, ἀλλά σ' ὅλους τους ἀδελφούς. Στό τέλος τούς ἔδωσε τήν εὐλογία του καί τούς ἀπέλυσε μέ συγκίνηση.
Τότε δέχτηκε καί τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἡγεμόνα. Ἀπηύθυνε καί σ' αὐτόν τίς τελευταῖες νουθεσίες. Τοῦ συνέστησε νά καλλιεργεῖ τήν εὐσέβεια, νά προστατεύει τήν Ὀρθοδοξία καί νά ἐνδιαφέρεται γιά τούς Ἱερούς ναούς.
- Προσεύχομαι, τοῦ εἶπε, στόν Κύριο καί στήν πανάμωμη Μητέρα Του, νά σού χαρίσουν ἥσυχο καί εἰρηνικό τό βασίλειο. Καί ἀναθέτω στήν εὐσέβειά σου τήν προστασία τούτου τοῦ μοναστηρίου, πού εἶναι οἶκος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πού ἡ ἵδρυσή του ὀφείλεται στή δική της εὐδοκία.
Ἕνα ρίγος μαζί μέ ψηλό πυρετό κατέλαβε στή συνέχεια τόν ὅσιο. Ἐξαντλημένος, ἀναγκάστηκε νά ξαπλώσει στό κρεβάτι - ἄλλη φορᾶ μέχρι τότε δέν εἶχε κατακλιθεῖ σ' αὐτό.

Ἄς γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶπε. Ἄς κάνη ὁ Κύριος ὅτι ἔχει ὁρίσει γιά μένα. Σέ ἱκετεύω ὅμως, Δέσποτά μου Ἰησοῦ Χριστέ, νά φανεῖς εὐσπλαχνικός στήν ψυχή μου. Ἄς μήν τήν ἀπειλήσουν οἱ ἀποτρόπαιοι δαίμονες, ἀλλ' ἄς τήν ὑποδεχθοῦν οἱ ἄγγελοί σου. Αὐτοί νά τήν περάσουν ἀπό τά τελώνια (Τά τελώνια εἶναι πονηρά πνεύματα, πού ἀνακρίνουν μετά τό θάνατο τήν ψυχή) καί ἀγωνίζονται νά τήν κερδίσουν τοῦ σκότους καί νά τήν ὁδηγήσουν στό φῶς τοῦ ἐλέους Σου.

Μετά ἀπ' αὐτά τά λόγια σταμάτησε. Ἔπεσε σέ σιωπή. Δέν μποροῦσε νά προφέρει τίποτα, οὔτε ν' ἄνοιξη τά μάτια του. Μέ πόνο ψυχῆς παρακολουθοῦσαν οἱ ἀδελφοί τήν κατάστασή του, πού κράτησε τρεῖς ἡμέρες. Ἄν δέν ἔβλεπαν πώς ἀνέπνεε, θά νόμιζαν πώς εἶχε πεθάνει.
Ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἡ ἀρρώστια ὑποχώρησε καί ὁ ὅσιος σηκώθηκε ἀπό τό κρεβάτι. Συνάχτηκαν πάλι κοντά τοῦ οἱ ἀδελφοί.
- Ἀδελφοί καί πατέρες, τούς εἶπε, νά πού ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μου τελειώνει. Μοῦ τό εἶχε φανερώσει στό παρελθόν ὁ Κύριος, ὅταν κάποτε, τίς μέρες τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, προσευχόμουνα στή σπηλιά. Ἐκεῖνο πού ζητῶ ἀπό σᾶς εἶναι νά μαζευτεῖτε καί νά ἐκλέξετε ἡγούμενο, γιά νά τόν ἐγκαταστήσω στή θέση μου.

Στά λόγια αὐτά οἱ ἀδελφοί δοκίμασαν μεγάλο πόνο καί ξέσπασαν σέ κλάματα. Μέ βαρεία καρδιά πῆγαν νά βγάλουν τό νέο ἡγούμενό τους. Ὅλοι ὁμόφωνα ἐξέλεξαν τό Στέφανο, πού εἶχε τό διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ ὅσιος κάλεσε πάλι τούς ἀδελφούς. Τί ἀποφασίσατε, παιδιά μου; Ποιόν θεωρεῖτε ἄξιο γιά ἡγούμενό σας;
- Ὁ Στέφανος εἶναι ἄξιος, ἀποκρίθηκαν μ' ἕνα στόμα.
Ὁ ὅσιος φώναξε κοντά τοῦ τό Στέφανο, τόν εὐλόγησε μέ τό ἅγιο χέρι του καί τόν κατέστησε ἐπίσημα διάδοχό του.
- Τώρα τέκνο μου τοῦ εἶπε, σού ἀναθέτω τή μονή. Νά διαφυλάξεις μέ πολλή προσοχή τούς κανονισμούς τῶν διακονημάτων. Νά κράτησης καλά τίς καθιερωμένες παραδόσεις. Νά μήν ἀλλάξεις τό τυπικό, ἀλλά νά ἐνεργῆς πάντοτε σύμφωνα μέ τήν κανονική μοναστηριακή τάξη.
Ἀπευθύνθηκε ἔπειτα στούς ἀδελφούς. Τούς συμβούλεψε νά κάνουν ὑπακοή στό νέο ἡγούμενο. Ἐπέμεινε πολύ σ' αὐτό. Στό τέλος τούς ἀνήγγειλε τήν ὥρα τῆς ἐκδημίας του.

Τό Σάββατο, καθώς θά βασιλεύει ὁ ἥλιος, ἡ ψυχή μου θά ἐγκαταλείψει τό σῶμα.
Σιγά-σιγά ὁ ὅσιος ἐνίωθε νά τόν καταβάλλει ἡ ἀρρώστια. Ὁ Στέφανος δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό κοντά του. Τόν ὑπηρετοῦσε μέ πολλή ταπείνωση καί ἄκουγε συμβουλές σχετικά μέ τά νέα του καθήκοντα.

Τά ξημερώματα τοῦ Σαββάτου ὁ ὅσιος κάλεσε πάλι τούς ἀδελφούς. Μέσα σέ κλάματα καί σέ θρήνους ἔδωσε στόν καθένα ξεχωριστά τόν ἀποχαιρετιστήριο ἀσπασμό.
Ἀγαπητά μου παιδιά, ἀδελφοί μου, τούς εἶπε, σᾶς ἔδωσα τόν ἀσπασμό τῆς ἀγάπης, γιατί πλησιάζει ἡ ἀναχώρησή μου πρός τό Δεσπότη μου Ἰησοῦ Χριστό. Νά ὁ ἡγούμενος πού ἐσεῖς οἱ ἴδιοι διαλέξατε. Νά τόν ἔχετε πνευματικό πατέρα, νά τόν σέβεστε πολύ καί νά συμμορφώνεστε μέ τίς ἐντολές του. Ὁ Θεός, ὁ σοφός δημιουργός του παντός, νά σᾶς εὐλογεῖ, νά σᾶς διαφυλάττει ἀβλαβεῖς ἀπό τόν πολυμήχανο ἐχθρό καί νά σᾶς διατηρεῖ πάντοτε ἑνωμένους, μέ ἀκλόνητη πίστη, ὁμόνοια καί ἀγάπη. Εἴθε νά σᾶς ἀξιώσει νά τόν ὑπηρετεῖτε χωρίς πάθη, ἑνωμένοι, ἀγαπημένοι, ὁμόψυχοι, μέ ταπείνωση καί ὑπακοή, ὥστε νά γίνετε τέλειοι, «καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τέλειός ἐστι». Ὁ Κύριος νά 'ναι μαζί σας.

Στή συνέχεια ὁ ὅσιος ζήτησε νά μήν τοῦ ἀποδώσουν τιμές στήν κηδεία του:
- Καί τώρα σᾶς παρακαλῶ καί συγχρόνως σᾶς ἐξορκίζω, νά μ' ἐνταφιάσετε στή σπηλιά πού περνοῦσα τίς ἡμέρες τῆς νηστείας.
Οὔτε νά λούσετε
Ὅταν ὁ Κόνων διαπίστωσε πώς ἔλειπε τό κουτί, ἔπεσε σέ βαρεία θλίψη. Μέ δάκρυα ἄρχισε νά ἐπικαλεῖται τόν ὅσιο Θεοδόσιο. Ζητοῦσε νά τόν βοηθήσει. Νά μή ντροπιαστεῖ στόν ἄνθρωπο πού τοῦ ἔδειξε ἐμπιστοσύνη.
Ἀποκοιμήθηκε καί σέ λίγο βλέπει στόν ὕπνο τοῦ τόν ὅσιο:
Αὐτό γιά τό ὁποῖο θλίβεσαι, τό πῆρε μέ τή συμβουλή τοῦ διαβόλου ὁ ἀδελφός Νικόλαος καί τό ἔκρυψε στήν τάδε σπηλιά. Τοῦ ἔδειξε ἀκριβῶς τό μέρος.
Πήγαινε τώρα νά τό πάρεις, ἀλλά μήν ἀναφέρεις τίποτα γιά τήν κλοπή.
Ξύπνησε χαρούμενος ὁ Κόνων, ἄναψε ἕνα κερί καί ξεκίνησε νιά τή σπηλιά. Βρῆκε πράγματι ἐκεῖ τό κουτί καί δέν ἤξερε πώς νά δοξολογήσει τό Θεό καί τό θαυμαστό δοῦλο Τοῦ Θεοδόσιο.
Κάποιος ἀπό τούς κληρικούς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Κιέβου, τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὑπέφερε πολύ ἀπό ἐλονοσία. Μόλις συνῆλθε λίγο ἀπό τόν πυρετό, ἱκέτευσε τό Θεό καί τόν ὅσιο Θεοδόσιο νά τόν κάνουν καλά. Κάποια στιγμή ἀποκοιμήθηκε. Εἶδε τότε στόν ὕπνο τοῦ τόν ὅσιο, πού κρατοῦσε τό ραβδί του.
Πάρε τό ραβδί μου καί περπάτησε λίγο μ' αὐτό, τοῦ λέει.
Ὅταν ξύπνησε, ἐνίωσε πώς ὁ πυρετός εἶχε φύγει. Ἀνήγγειλε μέ χαρά στούς δικούς του τήν ἐπίσκεψη καί τήν εὐεργεσία τοῦ ὁσίου. Πῆγε καί στό μοναστήρι καί διηγήθηκε στούς ἀδελφούς πώς θεραπεύτηκε. Μόλις τόν ἄκουσαν, δόξασαν ὅλοι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ γιά τή χάρη πού ἔλαβε ὁ πατέρας τους.

Ἀρκετά χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ ὁσίου συνέβη καί τοῦτο:

Ὁ μακάριος ἡγούμενος Στέφανος, ἐξαιτίας μίας ταραχῆς πού συνέβη μέσα στήν ἀδελφότητα, ἀναγκάστηκε ν' ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό μοναστήρι. Ἀνέλαβε τότε ἡγούμενος ὁ μέγας Νίκων, πού μετά τήν ἐκδημία τοῦ ὁσίου εἶχε γυρίσει ἀπό τό Τμουταρακᾶν.
Πλησίαζε ἡ Παρασκευή τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν.
Τήν ἡμέρα αὐτή ὁ ὅσιος εἶχε ὁρίσει νά παρατίθεται στήν τράπεζα ἐκλεκτό σταρένιο ψωμί, μέλι καί σουσάμι, γιατί οἱ ἀδελφοί κουράζονταν πολύ μέ τή νηστεία. Ὁ μακάριος Νίκων εἰδοποίησε τόν κελάρη νά τηρήσει τήν ἐντολή τοῦ ὁσίου. Ἐκεῖνος ὅμως ἔκανε παρακοή ἀπό ὀκνηρία. Εἶπε μάλιστα ψέματα πώς τελείωσε τό ἀλεύρι. Ἀλλά ὁ Θεός δέν θέλησε νά παραβλέψει τούς κόπους καί τίς προσευχές τῶν δούλων του, οὔτε νά περιφρονηθεῖ ἡ ἐντολή τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου.
Μετά τή Θεία Λειτουργία οἱ ἀδελφοί πήγαιναν στήν τράπεζα γιά τό νηστίσιμο φαγητό τους. Εἶδαν τότε μέ μεγάλη ἔκπληξη νά ἔχει ἔρθει στό μοναστήρι ἕνα φόρτωμα ἐκλεκτά σταρένια ψωμιά! Ὅλοι θαύμασαν τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατέρας καί διδάσκαλός τους ὅσιος Θεοδόσιος, φρόντιζε κι ἀπό τόν οὐρανό γιά τίς ἀνάγκες τους.
Ὕστερα ἀπό δύο μέρες ὁ κελάρης ἔβαλε τούς ἀρτοποιούς νά ζυμώσουν ψωμί μέ τό ἀλεύρι ἐκεῖνο πού εἶχε πεῖ πώς δέν ὑπάρχει.
Καί τί συνέβη; Καθώς ἔριχναν βραστό νερό στό ζυμάρι, ἔπεσε μέσα κι ἕνας βάτραχος πού ἀπό ἀπροσεξία τούς εἶχε βουτήξει στό καζάνι κι εἶχε βράσει μαζί μέ τό νερό. Ὅλη τους ἡ ἐργασία πῆγε χαμένη.
Ἦταν καρπός τῆς παρακοῆς, Γί` αὐτό καί ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε, ἔπειτα ἀπό τήν ἄσκηση ὅλης της ἑβδομάδας, νά μολυνθοῦν οἱ ἀδελφοί μέ «τό μερίδιο τοῦ ἐχθροῦ». Ἔτσι ἔμαθαν ὅλοι νά εἶναι πιό προσεκτικοί καί ὑπάκουοι.

Ἀπό τόν καιρό πού ἤ ψυχή τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου ὁδηγήθηκε στόν οὐρανό, πέρασαν δεκαοκτώ χρόνια. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί της Λαύρας, μέ τόν ἡγούμενό τους Ἰωάννη, ἀποφάσισαν σέ γενική σύναξη τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του στή μεγάλη ἐκκλησία.
Χωρίς χρονοτριβῆ ἑτοίμασαν τόν κατάλληλο χῶρο καί μία ὄμορφη πέτρινη λάρνακα, ὅπου θά τ' ἀπέθεταν.
Τρεῖς ἡμέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μέ τήν ἐντολή τοῦ ἡγουμένου ἄρχισε στή σπηλιά τό σκάψιμο. Πρωτοστατοῦσε σ' αὐτό ὁ μακάριος Νέστωρ ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀξιώθηκε ν' ἀντικρίσει, πρῶτος ἀπ' ὅλους τους ἀδελφούς, τό ἱερό σκήνωμα τοῦ ὁσίου. Καί αὐτός θά μᾶς κάνη τώρα τή σχετική ἀφήγηση.

«Ὅ,τι θά σᾶς διηγηθῶ δέν τό ἔμαθα ἀπό ἄλλους, ἀλλά τό ἔζησα ὁ ἴδιος ἀπό κοντά.
»Μοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος νά πάω στόν ὅσιο Θεοδόσιο, στή σπηλιά. Ἔφτασα ἐκεῖ χωρίς νά μ' ἀντιληφθεῖ κανείς καί προσδιόρισα τό μέρος ὅπου θά γινόταν τό σκάψιμο. Γύρισα ἔπειτα στό μοναστήρι καί ὁ ἡγούμενός μου ἀνέθεσε τήν ἐκταφή:
Πάρε ὅποιους ἀδελφούς θέλεις καί πήγαινε. Φρόντησε ὅμως νά μή μάθουν οἱ ἄλλοι τίποτα μέχρι νά ξεθάψετε τά τίμια λείψανα. Τήν ἴδια μέρα, Τρίτη, ἑτοίμασα τά ἐργαλεῖα. Καί τό βράδυ, ἀφοῦ νύχτωσε καλά, ξεκίνησα. Μέ συνόδευαν δύο ἀδελφοί, ἐκλεκτοί γιά τήν ἀρετή τους. Οἱ ἄλλοι μοναχοί δέν γνώριζαν τίποτα. Φτάσαμε στή σπηλιά κι ἐπιδοθήκαμε στό ἔργο μέ μετάνοιες καί ψαλμικούς ὕμνους.
Ἄρχισα μέ ζῆλο τήν ἐργασία. Ὅταν πιά κουράστηκα, συνέχισε ἄλλος ἀδελφός. Ἡ νύχτα στό μεταξύ προχωροῦσε, ἔφτασαν τά μεσάνυχτα καί τό ἀποτέλεσμα μηδέν. Δέν μπορούσαμε νά βροῦμε τίποτα. Μᾶς ἐπίασε βαρεία θλίψη. Ἀπό τά μάτια μᾶς ἔτρεχαν δάκρυα. Μήπως ὁ ἅγιος δέν εὐδοκοῦσε νά φανερωθεῖ; Μήπως ἔπρεπε νά σκάψουμε στήν ἄλλη πλευρά; Μᾶς ἀνησυχοῦσαν τέτοιες σκέψεις.
Παρ' ὄλ' αὐτά πῆρα πάλι στά χέρια μου τά ἐργαλεῖα καί μέ πολλή προσοχή συνέχισα τήν ἐργασία. Στό μοναστήρι χτύπησαν τά σήμαντρα τοῦ ὄρθρου, μοῦ φώναξε ὁ ἕνας ἀδελφός, πού βρισκόταν μπροστά στή σπηλιά. Θά τελειώσω κι ἐγώ τώρα, τοῦ ἀπάντησα.
Χωρίς νά τό ξέρω, ἔσκαβα ἀκριβῶς πάνω ἀπό τό τίμιο λείψανο. Ὅταν σέ λίγο τό κατάλαβα, μέ κυρίεψε μεγάλος φόβος. Κύριε, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, ἐλέησε μέ, ἄρχισα νά λέω. Ἔστειλα ἀμέσως τούς ἀδελφούς νά εἰδοποιήσουν τόν ἡγούμενο. Ἀργότερα ἔφτασαν κι οἱ Τρεῖς. Ἐγώ στό μεταξύ προχώρησα ἀρκετά τήν ἐργασία. Καθώς ἔσκυψα νά δῶ καλύτερα, τί βλέπω! Τό λείψανο ἦταν γεμάτο ἁγιοπρέπεια, ἀνέπαφο, ἀκέραιο, ἄφθαρτο! Τό πρόσωπο φωτεινό, τά μάτια κλεισμένα, τά χείλη ἑνωμένα, τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς στή θέση τους. Μέ τή βοήθεια τῶν ἀδελφῶν τό τοποθετήσαμε σέ κλίνη καί τό μεταφέραμε μπροστά στή σπηλιά.

Αὐτά πού μᾶς διηγήθηκε ὁ ἅγιος Νέστωρ προξενοῦν τό θαυμασμό μας γιά τά μεγαλεία του Θεοῦ. Ἀναφέρονται ὅμως καί ἄλλα θαυμάσια...
Πολλοί μοναχοί της Πετσέρσκαγια, μόλις σήμανε ὁ ὄρθρος κι ἐνῶ πήγαιναν στό ναό ἀτενίζοντας πρός τό μέρος τῆς σπηλιᾶς, εἶδαν ἐπάνω της θαυμαστό φῶς. Τοῦτο τό ἀντίκρισαν καί πολλοί εὐσεβεῖς ἀπό τήν πόλη τοῦ Κιέβου.
Ὁ ἐκλεκτός Στέφανος - ὁ διάδοχός του ὁσίου Θεοδοσίου στήν ἡγουμενία, πού ἀργότερα ἵδρυσε μοναστήρι στό Κλόβ καί τώρα ἦταν ἐπίσκοπος στό Βλανπμίρ - βρισκόταν τή βραδιά ἐκείνη στό μοναστήρι τοῦ Κλόβ. Κοιτάζοντας πρός τήν Πετσέρσκαγια, εἶδε κι αὐτός μέσα στή νύχτα ἕνα θαυμαστό φῶς πάνω ἀπό τή σπηλιά τοῦ ὁσίου.
Σκέφτηκε πώς θά γίνεται ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ μακαρίου Θεοδοσίου καί δοκίμασε μεγάλη θλίψη πού θ' ἀπουσίαζε, τή στιγμή μάλιστα πού εἶχε εἰδοποιηθεῖ γιά τήν ἑπόμενη μέρα.
Τότε μέ τή συνοδεία τοῦ Κλήμεντος, πού τόν εἶχε ἀφήσει διάδοχό του ἡγούμενο στό Κλόβ, ἀνέβηκε σ' ἕνα ἄλογο καί ξεκίνησε βιαστικά γιά τή μονή τῶν Σπηλαίων.
Προχωρώντας, ἀντίκρισε πάλι ἀπό μακριά ἐκεῖνο τό φῶς. Καθώς πλησίαζε περισσότερο, ἔβλεπε πάνω ἀπό τή σπηλιά ἕνα πλῆθος ἀναμμένα κεριά. Σάν ἔφτασε ὅμως ἐκεῖ, δέν εἶδε τίποτε ἀπ' ὄλ' αὐτά καί κατάλαβε πώς ἦταν σημεῖα πού ἀποκάλυπταν τήν ὑπερφυσική χάρη, τήν κρυμμένη στά τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου.

Τήν ἑπομένη ἀπό τήν ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τοῦ λειψάνου συναθροίστηκαν στήν περιοχή τῆς σπηλιᾶς πολλοί - οἱ θεοφιλεῖς ἐπίσκοποι Ἐφραίμ τοῦ Περεγιασλάβ, τοποτηρητής τότε τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου τοῦ Κιέβου, Στέφανος τοῦ Βλαντιμίρ, Ἰωάννης τοῦ Τσερνιγώφ καί Μαρίνος τοῦ Γιούργιεφ, οἱ ἡγούμενοι ὅλων τῶν μονῶν τῆς περιοχῆς μέ πολλούς μοναχούς καί πλῆθος εὐσεβῶν χριστιανῶν ἀπό διάφορα μέρη.
Παρέλαβαν ἔτσι μέ κάθε ἐπισημότητα, μέ κεριά καί θυμιάματα τά λείψανα τοῦ ὁσίου καί τά μετέφεραν στήν ἐκκλησία.


Τό θέαμα μέσα στό ναό ἦταν ἀπερίγραπτο. Τ' ἀναμμένα κεριά σκορποῦσαν μία μυσταγωγική φωτοχυσία. Οἱ ἱεράρχες ἀσπάζονταν τό ἅγιο λείψανο, οἱ ἱερεῖς γονάτιζαν μπροστά του, οἱ μοναχοί καί τά πλήθη τοῦ λάου συνωστίζονταν γιά νά τό προσκυνήσουν μέ ἱερό πόθο. Ὕμνους δοξολογίας ἀνέπεμπαν ὅλοι πρός τό Θεό καί αἴνους εὐχαριστίας πρός τόν ὅσιο.

Μέ τέτοια ἱερή ἔξαρση τό σεπτό σκήνωμα τοποθετήθηκε στήν ἐκκλησία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στό δεξιό μέρος.

Ἦταν τότε Πέμπτη, 14 Αὔγουστου τοῦ 1091.

Ἡ μέρα ἐκείνη γιορτάστηκε πανηγυρικά.

Θέλοντας ὁ Κύριος νά δοξάσει περισσότερο τό δοῦλο του, εὐδόκησε ὥστε, δεκαοκτώ χρόνια μετά τήν ἀνακομιδή, τό ἔτος 1108, νά γίνει ἔνδοξο τ' ὄνομά του σ' ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τότε, στήν ἀνακομιδή, βγῆκε ἀπό τό σκοτάδι τῆς σπηλιᾶς. τώρα ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀφάνειας.

Καί νά πώς ἔγινε αὐτό:

Ὁ καρδιογνώστης Κύριος ἔνευσε στήν καρδιά του τότε ἡγουμένου Θεοκτιστοῦ νά ἐνεργήσει γιά τήν ἐπίσημη ἐγγραφή τοῦ ὁσίου στό χορό τῶν ἁγίων της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Θεοκτιστός, μίλησε σχετικά στόν ἡγεμόνα Μιχαήλ ΣΒιατοπόλκ Ἰζιασλάβιτς. Τόν παρακάλεσε νά εἰσηγηθεῖ στό σεβασμιότατο μητροπολίτη Νικηφόρο, τή σύγκληση συνόδου, πού θά ἐξέταζε τήν ὑπόθεση.
Ὁ μέγας ἡγεμόνας Σβιατοπόλκ εἶχε μάθει γιά τήν ἁγία ζωή τοῦ Θεοδοσίου. Ἔδειξε λοιπόν ζωηρό ἐνδιαφέρον.

Στή σύνοδο πού συγκλήθηκε συγκεντρώθηκαν οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἡγούμενοι καί ὅλος ὁ κλῆρος. Ὁ μητροπολίτης τούς ἀνήγγειλε τό θέμα. Ὁ Σβιατοπόλκ, γεμάτος ἐνθουσιασμό, τούς μίλησε γιά τή ζωή καί τήν πολιτεία τοῦ ὁσίου. Καί ὅλοι συμφώνησαν γιά τήν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του.

Ὁ μητροπολίτης ἔδωσε ἐντολή στούς ἐπισκόπους ν' ἀναγράψουν σ' ὅλες τίς ἐκκλησίες τό ὄνομα τοῦ Θεοδοσίου, στά δίπτυχα τῶν ἁγίων. Οἱ ἐπίσκοποι τό δέχτηκαν μέ πολλή χαρά.

Ἀπό τότε ἄρχισαν νά μνημονεύουν τόν ὅσιο σ' ὅλους τους ναούς, νά προσεύχονται σ' αὐτόν καί νά πανηγυρίζουν μέ λαμπρότητα τήν ἐτήσια μνήμη τοῦ - 3 Μαΐου -, γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου