Καταγόταν ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐπαρχία τῶν Καππαδοκῶν καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκᾶ
(963-969) καὶ Ἰωάννη Α΄ Τσιμισκὴ (969-976).
Ἀπὸ
μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ πῆγε στὸ Μοναστῆρι τοῦ Βαθέος Ρύακος (ἡ Μονὴ αὐτὴ
βρισκόταν στὴν Τρίγλια κοντὰ στὰ σημερινὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας). Ἐκεῖ ἔμαθε ὅλη
τὴν ἀσκητικὴ ἀκρίβεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Βασίλειο (+ 1 Ἰουλίου), ἡγούμενο καὶ κτήτορα
τῆς Μονῆς αὐτῆς. Ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειδὴ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, χειροτονήθηκε Ἀναγνώστης,
κατόπιν Ὑποδιάκονος, Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Ἔπειτα ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἐν
λόγῳ Μονῆς καὶ ἐπέφερε μεγάλη πρόοδο σ' αὐτή, τόσο ὑλικὴ ὅσο καὶ πνευματική. Ὅταν
κάποτε οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες θέλησαν νὰ μεταχειριστοῦν τὰ χρήματα τῆς Μονῆς, ὁ Ἰγνάτιος
μὲ τὴν ἀποφασιστική του στάση, προστάτευσε τὴν μοναστηριακὴ περιουσία. Ἀπεβίωσε
στὸ δρόμο κοντὰ στὸ Ἀμόριο (κατ' ἄλλους, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο, στὸ Ἀρμουτλή),
ὅταν κάποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ ἕνα χρόνο τὸ λείψανο τοῦ ἀνακομίστηκε
στὴν ἀγαπημένη τοῦ Μονή, γιὰ τὴν ὁποία τόσο εἶχε μοχθήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου