Ἡ στάση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἔναντι τῆς αἱρέσεως τῶν
μονοφυσιτῶν.
Αὐτὸς
ὁ ἅγιος ζοῦσε στὰ χρόνια του Λέοντος τοῦ μεγάλου τὸ 450, καὶ ἔζησε καὶ ὡς τὰ
χρόνια του Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου, ποὺ βασίλευσε τὸ 491. καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ
τῆς Καππαδοκίας ποὺ ὀνομαζόταν Μωγαρισοῦ. Ἦταν υἱὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ πιστῶν,
τὸν πατέρα τοῦ τὸν ἔλεγαν Προαιρέσιο καὶ τὴ μητέρα τοῦ Εὐλογία. Αὐτὸς λοιπὸν ἀφοῦ
ἔγινε μοναχός, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε στὴν Ἀντιόχεια, καὶ ἀντάμωσε
τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν στυλίτη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔμαθε καὶ τὴν πρόοδο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ
ἔχει στὴν ἀρετή, καὶ ὅτι θὰ γίνει καὶ ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἔπειτα ἡσύχασε
κοντὰ σὲ ἕναν ἡσυχαστὴ , ποὺ λεγόταν Λογγίνος, καὶ παρουσιάστηκε τόσο ὑπερβολικὰ
ἐγκρατής, ποὺ ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἔτρωγε μόνο μία φορά, ὁ ἀοίδιμος, καὶ στὸ διάστημα τριάντα ὁλόκληρων χρόνων δὲν
ἔφαγε καθόλου ψωμί.
Ἄσκησε λοιπὸν κάθε εἶδος ἀρετῆς καὶ ἔφθασε
σὲ τέτοιο ὕψος ἀναβάσεως ὁ τρισόλβιος, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ ἐκτελεῖ παράδοξα
θαύματα, γιατί μόνο αὐτὸς ἔβλεπε μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο ἀδελφὸ τὸν μαθητὴ τοῦ
Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε στὸν τάφο, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος ἔκτισε
γιὰ αὐτὸν πρὸς ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, στεκόταν μετὰ τὸ θάνατο στὴν Ἐκκλησία μαζὶ
μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ ἔψαλλε μαζί τους. Καὶ ἦταν ἀόρατος γιὰ ὅλους τους ἄλλους.
Αὐτὸς ἄναψε καὶ τὰ σβησμένα κάρβουνα χωρὶς φωτιὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἐπρόκειτο
νὰ θεμελιωθεῖ τὸ μοναστῆρι. Αὐτὸς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν αἱμορραγία μία γυναῖκα, ἡ ὁποία
προσῆλθε μὲ πίστη.. αὐτὸς ἀπὸ ἕνα σπυρὶ σιτάρι, τὸ ὁποῖο εὐλόγησε, ἔκανε νὰ ὑπερχειλίσουν
οἱ σιταποθῆκες.
Αὐτός, ποὺ ἐμφανίστηκε χωρὶς νὰ τὸν
βλέπουν, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ βυθὸ τοῦ πηγαδιοῦ τὸ παιδὶ ποὺ ἔπεσε ἐκεῖ μέσα. Αὐτὸς ἔπαυσε
καὶ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν μίας γυναίκας, τὰ ὁποία πρὶν ἀκόμα γεννηθοῦν στὴν
ζωή, ἁρπάζονταν ἀπὸ τὸ θάνατο. Ἔτσι καὶ τὴ μητέρα τους, ἡ ὁποία δὲν εἶχε
καλύτερη τύχη καὶ ἀπὸ μία ἐντελῶς στείρα, ἐξαιτίας τῶν θανάτων τῶν παιδιῶν, ὁ ἅγιος
μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ τὴν ἔκανε πολύτεκνη. Ἀλλὰ καὶ τὸ νέφος ἀκρίδων ἐδίωξε ὁ ἅγιος
μὲ μία μόνον παρατήρηση. Αὐτὸς καὶ τὸν Κόμη τῆς Ἀνατολῆς Κήρυκο φύλαξε ἄτρωτο
στὸν πόλεμο, διότι ἐκεῖνος φοροῦσε γιὰ προστατευτικὸ θώρακα τὸ τρίχινο ἱμάτιο
τοῦ ἁγίου. Ἀλλὰ καὶ τὴ γῆ ποὺ ἀδικοῦνταν ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ δὲν ἔδινε καρπὸ τὴν
ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀνυδρία, προκαλώντας βροχὴ μὲ τὴν προσευχή του.
Προεῖπε ἀκόμα ὁ ὅσιος καὶ τὴν
κατεδάφιση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πάθει ἡ πόλη Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν σεισμό. Καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους
γλύτωσε ἀπὸ τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας μὲ τὴν ἐμφάνισή του ὅταν κινδύνευαν. Καὶ
στάθηκε καὶ δάσκαλος τῆς ἀρετῆς σὲ πολλοὺς μαθητές, καὶ περισσότερους
παρακίνησε πρὸς τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ μίμηση τῆς δικῆς του ἀρετῆς μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ
ἔργα του καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἔφερε κοντὰ στὸν Κύριο. Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ ἔζησε
καὶ δοξάστηκε στὴ γῆ, ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ, παραδίδοντας τὸ πνεῦμα του στὰ
χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ τελείτια ἡ σύναξή του στὸν Ἀποστολικὸ ναὸ τοῦ κορυφαίου
Πέτρου.
Ἀπόσπασμα
ἀπὸ τὸν κατὰ πλάτος Βίο τοῦ Ἁγίου
Καὶ ἦταν σὲ ὅλα ὅσα γίνονταν πραότατος,
ταπεινὸς καὶ ἥμερος, ὅταν ὅμως κινδύνευε
ἡ εὐσέβεια, τότε φαινόταν φιλόνικος καὶ ἰσχυρογνώμων ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος. Καὶ ἦταν,
σύμφωνα μὲ τὴ Γραφή, «πῦρ φλέγον» καὶ «μάχαιρα κόπτουσα», ποὺ ἀφανίζει τὰ κακὰ
ζιζάνια. Ἔτσι φιλονίκησε μὲ τὸν παράνομο βασιλιὰ Ἀναστάσιο, τὸν μεγάλο καὶ ἄσπονδο
ἐχθρό της Δ' οἰκουμενικῆς ἁγίας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε τὴν αἵρεση τοῦ
δυσσεβοὺς Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει
μία φύση, οἱ ἄχρηστοι, ὁ ὁποῖος βασιλιὰς ἄλλους πατέρες κολάκευε καὶ
συμμορφώνονταν μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἄλλους τοὺς τυραννοῦσε ὁ ἄμυαλος. Κι ἔτσι
δοκίμασε νὰ παρασύρει καὶ τὸν σοφὸ Θεοδόσιο μὲ ἀργύρια, ὁ φιλάργυρος. Τοῦ ἔστειλε
λοιπὸν δωρεὰ τριάντα λίτρες χρυσοῦ καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ καταλάβει ὅτι τὸ ἔστειλε μὲ
πονηριὰ καὶ τὸ γυρίσει πίσω, κάλυψε μὲ πονηριὰ τὸ δόλωμα καὶ τοῦ μήνυσε νὰ τὸ
δεχτεῖ γιὰ νὰ τὸ ξοδέψει γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς. Καὶ ὁ Ἅγιος
δέχτηκε τὸ χρυσὸ γιὰ νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ γιὰ σκάνδαλο, τὴ μιαρὴ ὅμως γνώμη τοῦ τὴ
μίσησε καὶ τὴν ἀπέκρουσε, ἀνατρέποντας τὴν μὲ ἀληθινὲς ἀποδείξεις καὶ
παραδείγματα, καὶ νικήθηκε ὁ βασιλιάς, σὰν νὰ πολεμοῦσε τὸ ἐλάφι μὲ τὸ
λιοντάρι, ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω.
Ἀφοῦ πέρασε λίγος καιρός, ἀφότου
φιλοδώρησε τὸν Ἅγιο μὲ τὸν χρυσὸ ὁ βασιλιάς, ἔστειλε ἀνθρώπους στὸν Ὅσιο νὰ ὑπογράψει
τὴν προαναφερθεῖσα αἵρεση. Τότε συγκεντρώνει ὅλους τους Πατέρες τῆς ἐρήμου καὶ
μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ τὴ θέληση ὅλων γράφει στὸν βασιλιὰ τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «ἐπειδὴ
μᾶς ἔστειλες μήνυμα νὰ κάνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, δηλαδὴ ἢ νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὴν ἄποψη
τῶν Ἀκέφαλων ἢ νὰ θανατωθοῦμε βίαια ἂν μείνουμε πιστοὶ στὰ ὀρθὰ Δόγματα τῶν
Πατέρων, μάθε ὅτι προτιμοῦμε τὸν θάνατο καὶ ὄχι μόνο ἐμεῖς δὲν παρεκκλίνουμε
καθόλου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἄλλους παρασύρετε καὶ δεχτοῦν τὰ
φρονήματά σας, ἐμεῖς τοὺς ἀναθεματίζουμε, καὶ ἂν χειροτονήσετε κάποιον ἀπὸ τοὺς
Ἀκέφαλους, ἐμεῖς δὲν τὸν δεχόμαστε. Μακάρι, Χριστὲ Βασιλιά, νὰ μὴ συμβεῖ νὰ
παραιτηθοῦμε οὔτε λίγο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν δοῦμε τοὺς Ἅγιους αὐτοὺς
Τόπους νὰ ἔχουν παραδοθεῖ στὴ φωτιά, ἀκόμα καὶ ἂν πάθουμε ὁτιδήποτε ἄλλο, δὲν ἀλλάζουμε
γνώμη, ἀκόμα καὶ ἂν ἐλεεινὰ τεμαχίσουν τὰ σώματά μας σὲ μικρὰ τεμάχια, ἀλλὰ
πιστεύουμε στὶς τέσσερις Ἅγιες Συνόδους, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη τῶν 318 Πατέρων
ἔγινε κατὰ τοῦ Ἄρειου στὴ Νίκαια, τὸν ὁποῖο καὶ ἀναθεμάτισαν, ἐπειδὴ τὸ δόγμα
τοῦ δυσσεβοὺς θεωροῦσε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ξένο ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρός. Ἡ
δεύτερη κατὰ τοῦ Μακεδόνιου, ὁ ὁποῖος βλασφημοῦσε πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Τρίτη
πραγματοποιήθηκε στὴν Ἔφεσο κατὰ τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος φλυαροῦσε μὲ μιαρὸ καὶ παράλογο τρόπο κατὰ τῆς οἰκονομίας
τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ τέταρτη τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων στὴ Χαλκηδόνα, οἱ ὁποῖοι ἔχοντας
ἴδιο φρόνημα μὲ τοὺς ἄλλους, ἀφόρισαν τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Νεστόριο, καὶ τοὺς ἐδίωξαν
μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δυνάμωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Πίστη, χαρακτηρίζοντας αὐτοὺς
ποὺ ἔχουν διαφορετικὸ φρόνημα ξένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ αὐτὴ
λοιπὸν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη δὲν παρεκκλίνουμε οὔτε προδίδουμε (μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς!)
τὴν εὐσέβεια, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ μᾶς δώσετε χιλιάδες θανάτους. Ἡ εἰρήνη
τοῦ Θεοῦ ποὺ καθοδηγεῖ κάθε νοῦ, μακάρι νὰ εἶναι φύλακας καὶ ὁδηγὸς τοῦ κράτους
σου».
Μόλις δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὁ
βασιλιάς, εὐλαβήθηκε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἔστειλε ἀπάντηση προφασιζόμενος ὅτι δὲν ἔφταιγε
ὁ ἴδιος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ οἱ κακοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι
θέλοντας νὰ φανοῦν σοφοί, προκαλοῦσαν τὰ σκάνδαλα. Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀφοῦ ἔγραψε ὁ βασιλιὰς
στὸν Ἅγιο, σταμάτησε καὶ δὲν ἐκβίαζε κανένα νὰ ἀκολουθήσει τὴν αἵρεση. Ἀλλὰ μετὰ
ἀπὸ καιρὸ ἄλλαξε γνώμη καὶ ἔστειλε πάλι γράμματα κατὰ τῆς εὐσέβειας, ὁ ἀπερίσκεπτος.
Ὁ γενναῖος ὅμως καὶ ζηλωτὴς τῆς ὀρθῆς πίστης Ἅγιος Θεοδόσιος, δὲν ἀποδέχτηκε τὰ
γράμματα, ἀλλὰ σὰν λιοντάρι ὅρμησε κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε τὸ
πλῆθος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε μεγαλόφωνα: «ὅποιος ἐναντιωθεῖ στὶς
τέσσερις Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ δὲν τὶς τιμᾷ ὅπως τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια,
νὰ ἔχει τὸ ἀνάθεμα.». αὐτὰ εἶπε καὶ ἔτρεξε σὰν Ἄγγελος στὶς κοντινὲς χῶρες καὶ
πόλεις σὰν στρατηγός, μὲ πολλοὺς Μοναχοὺς νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ στήριζε τοὺς
πιστούς, ξεσήκωνε τοὺς νωθροὺς καὶ ὅσους εἶχαν ἀμφιβολία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη
τοὺς βεβαίωνε καὶ τοὺς ἔκανε πρόθυμους νὰ μὴ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς τοῦ τυράννου,
ἀλλὰ νὰ πεθάνουν, ἂν χρειαστεῖ, γιὰ τὴν εὐσέβεια.
Καὶ τοὺς δίδασκε ὁ Ὅσιος νὰ γνωρίζουν ὅτι
ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόχρονα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος σὲ μία ὑπόσταση,
δηλαδὴ πρόσωπο, ἔχοντας ἀπὸ τὴ φύση τοῦ τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔφερε
καὶ γιὰ ἀπόδειξη τὴν Ἁγία ἐκείνη καὶ Οἰκουμενικὴ Τετάρτη Σύνοδο, ἡ ὁποία
σαφέστατα ἀνατρέπει αὐτὲς τὶς δύο αἱρέσεις, τοῦ δυσσεβοὺς Νεστόριου, ὁ ὁποῖος
χώριζε τὸν ἕνα Χριστὸ σὲ δύο υἱοὺς καὶ δύο ὑποστάσεις ὁ ἀνόητος, καὶ τοῦ Εὐτυχοῦς
καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι συγχέουν σὲ μία φύση τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ τὴ
θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Γιατί ὁ Νεστόριος πίστευε δύο φύσεις καὶ ὑποστάσεις
στὸ Χριστὸ καὶ δύο υἱούς, ἕναν Θεὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἄλλον ἀπὸ
τὴν Ἁγία Παρθένο. Ὁ Εὐτυχὴς πάλι καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὁ Σεβῆρος, ποὺ πίστευε τὰ ἴδια
μὲ αὐτούς, θέλοντας δῆθεν νὰ πολεμήσουν αὐτὴ τὴ σφαλερὴ διαίρεση τοῦ Νεστόριου,
ἔπεσαν πάλι καὶ οἱ ἴδιοι τόσο ἀνόητα σὲ ἄλλη αἵρεση, δίνοντας στὸ Χριστὸ μία
φύση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ πιστεύοντας οἱ ἄμυαλοι ὅτι ἡ θεότητα μπορεῖ
νὰ πάσχει. Γιατί , ἂν ἔχει ὁ Χριστὸς μία φύση, ὅπως φλυάρησαν αὐτοί, ἄρα καὶ ἡ
θεότητα γνώρισε τὸ θάνατο.
Ἀλλὰ ἂς σφραγισθοῦν τὰ μιαρά τους
στόματα, γιατί ἡ Ἁγία Τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ τιμοῦμε δύο
φύσεις θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος σὲ μία ὑπόσταση χωρὶς νὰ τὶς συγχέουμε, χωρὶς
νὰ τὶς μεταβάλλουμε καὶ δίχως νὰ τὶς χωρίζουμε, ἕναν Υἱὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς
προαιώνιο σύμφωνα μὲ τὴ θεότητα, μεταγενέστερο καὶ πάλι γεννηθέντα ἀπὸ τὴν Ἁγία
Παρθένο μὲ νεότερο νόμο σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα,
ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, ἀμήτορα καὶ ἀπάτορα. Μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια δίδασκε
μὲ θάρρος τὸ ποίμνιό του ὁ σοφὸς Θεοδόσιος. Καὶ γιὰ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς θύμωνε μαζί
του καὶ τὸν ἐξόρισε ἄδικα. Ὁ δίκαιος κριτὴς ὅμως Θεός, ἀφαίρεσε τὴ ζωὴ ἐκείνου
τοῦ παράφρονα καὶ ὅταν ἐπέστρεψε πάλι ὁ Ὅσιος ἔπαυσε ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ
σταμάτησαν τὰ σκάνδαλα. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ κακοὶ ἀρχιερεῖς διώχτηκαν ἀπὸ τοὺς
θρόνους τους, καὶ οἱ εὐσεβεῖς πῆραν πίσω τους δικούς τους θρόνους ,ὅπως καὶ
πρίν, καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπαίνεσαν τὸν μέγα Θεοδόσιο γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔδειξε
καὶ δὲν δέχτηκε τὰ βασιλικὰ προστάγματα. Ἰδιαίτερα οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, τῆς Ρώμης Ἀγάπιος
καὶ ὁ Ἐφραὶμ τῆς Ἀλεξάνδρειας τοῦ ἔγραψαν ἐγκωμιαστικὰ γράμματα καὶ πολὺ τὸν ἐγκωμίασαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου