Ὁ
Ὅσιος Νικάνωρ γεννήθηκε τό 1491 στή Θεσσαλονίκη ἀπό πλούσιους γονεῖς, τόν Ἰωάννη
καί τή Μαρία, οἱ ὁποῖοι δυσκολεύτηκαν νά ἀποκτήσουν παιδιά.
Ἡ πίστη τούς ὅμως, ἡ
ὁποία συνοδεύονταν ἀπό δεήσεις καί ἀγαθοεργίες, τούς ἔκανε νά εὐτυχήσουν καί νά
ἀποκτήσουν μετά ἀπό χρόνια τό Νικόλαο, ὅπως ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ Ὁσίου. Οἱ
γονεῖς του ἀπό τήν ἀρχή προσπάθησαν νά τόν ἀναθρέψουν σύμφωνα μέ τά διδάγματα
τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ’ ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἦταν 20 χρονῶν, πεθαίνει ὁ πατέρας του καί
μετά ἀπό λίγα χρόνια καί ἡ μητέρα του.
Ὅταν
πέθαναν οἱ γονεῖς του, ὁ Ὅσιος Νικάνωρ βρέθηκε νά εἶναι κληρονόμος μεγάλης
περιουσίας, ὅμως ἤδη ἡ ἐκκλησία τόν εἶχε κερδίσει. Μία νύχτα, ἐνῶ προσεύχονταν
οὐράνια φωνή τοῦ παρήγγειλε «νά πορευθεῖ εἰς τό τοῦ Καλλιστράτου ὅρος, γιά νά ἀγωνιστεῖ
ἐκεῖ καλῶς».
Ἀφοῦ
μοίρασε τήν περιουσία του στούς φτωχούς, ξεκίνησε γιά τόν προορισμό τοῦ μαζί
τόν Ὅσιο Διονύσιο, τόν ἐν τῷ Ὀλύμπω. Στή διαδρομή οἱ δρόμοι τούς χώρισαν καί ὁ Ὅσιος
Νικάνωρ ἔφθασε μόνος του στό Καλλίστρατον ὅρος – γνωστό ὡς ὅρος Βέρμιον
(Γρεβενά) – ὅπου μέ πολύ κόπο ἔκτισε τό ἀσκηταριό του στή Μονή πού προϋπῆρχε,
τό ὁποῖο καί σώζετε μέχρι καί σήμερα, στούς δύσβατους βράχους, στίς ὄχθες τοῦ Ἁλιάκμονα
ποταμοῦ. Παρ’ ὅλα αὐτά συχνά κατέβαινε καί ἐμψύχωνε τό λαό τῶν γύρω πόλεων καί
χωριῶν, νά μένουν σταθεροί στήν πίστη τούς ἀκόμα καί μέ θυσία τῆς ζωῆς τους.
Κάποια
νύχτα τήν ὥρα πού προσεύχονταν ἄκουσε καί πάλι οὐράνια φωνή, πού τόν καλοῦσε νά
πάει στήν κορυφή τοῦ ὅρους καί νά βρεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία ἦταν
κρυμμένη ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῶν εἰκονομάχων καί νά κτίσει στό σημεῖο αὐτό
μοναστήρι. Πράγματι, τήν ἑπόμενη ἡμέρα τά λεγόμενα τῆς φωνῆς ἐπαληθεύτηκαν καί ὁ
Νικάνωρ στό σημεῖο ἐκεῖνο ἔκτισε ἐκκλησία καί μοναστήρι στό ὄνομα τῆς
Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου.
Ἡ
προσφορά τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ἀνεκτίμητη σέ ὅλους τους Ἐθνικούς ἀπελευθερωτικούς
ἀγῶνες, λόγω τῆς στρατηγικῆς θέσεως, ἀλλά καί τῆς οἰκονομικῆς ἀκμῆς πού ἀπέκτησε,
τόσο ὅταν ζοῦσε ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ὅσο καί ὅταν ἐκοιμήθη στίς 7 Αὐγούστου τοῦ
1549, σέ ἡλικία 58 ἐτῶν. Τό σεβάσμιο λείψανό του, τάφηκε στό παρεκκλήσι τοῦ
τιμίου Προδρόμου.
Τό
μοναστήρι τῆς Ζάβορδας φημίζονταν γιά τή φιλοξενία του καί πολλά μονοπάτια, ἀπό
Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη, Σέρβια, Δεσκάτη καί ἄλλες πόλεις καί χωριά τῆς Δυτικῆς
Μακεδονίας, ὁδηγοῦσαν στό μοναστήρι τῆς Ζάβορδας. Ἡ παράδοση αὐτή ἦταν ἱερή ἀπό
τήν ἐποχή πού ζοῦσε ὁ Ὅσιος Νικάνορας καί διατηρήθηκε ὅλα τά χρόνια λειτουργίας
του, ὅποτε οἱ φιλοξενούμενοι καί οἱ περαστικοί ἔβρισκαν πάντα ἕνα πιάτο φαγητό
καί ἕνα ποτήρι κρασί, ἀπό τά μεγάλα ἀμπάρια πού ὑπῆρχαν σ’ αὐτό.
Ἀνεκτίμητη
ἦταν ὅμως καί ἡ προσφορά τοῦ Ὁσίου, τόσο ὅταν ἦταν ἐν ζωή ὅσο καί μετά πού ἐκοιμήθη,
καθώς ἡ πίστη σ’ αὐτόν καί τήν ἐκκλησία ὁδήγησαν σέ μία σειρά θαυμάτων μέχρι
καί σήμερα, τά ὁποία ἔχουν σχέση μέ τίς ἐπιδημίες καί τίς ἀρρώστιες.
Ἀπολυτίκιο,
Ἦχος δ΄
Ὡς
ἔνσαρκος Ἄγγελος πολιτευθεῖς ἐπί γής, ταής νίκης τόν στέφανον, ἐν οὐρανοῖς ἐκ
Θεοῦ ἀπέλαβες, Ὅσιε, ὅθεν καί ταῶν θαυμάτων δεδεγμένος τήν χάριν, ρῶσιν ἀεί
παρέχεις, θεοφόρε Νικάνωρ, τοῖς πίστει προσιούσι, τή θεία πρεσβεία σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου