Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ
Χοζεβίτης
Ἡ
ἅγια αὐτή μορφή γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριό τῆς Κύπρου μας ἀπό πολύ εὐσεβεῖς κι εὐκατάστατους
γονεῖς. Τά πολλά ἀγαθά ὅμως πού ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τούς εἶχε χαρίσει, δέν
τούς ἐμπόδισαν νά ζοῦνε μέ ἀπόλυτη ὑποταγή στό θέλημά Του. Μέ τοῦ Χριστοῦ τά
λόγια μεγάλωσαν καί τά δύο παιδιά τους, τόν Ἡρακλείδη καί τόν Γεώργιο. Οἱ εὐλαβεῖς
γονεῖς ἀπ’ αὐτήν ἀκόμη τή βρεφική ἡλικία φρόντισαν νά ἐνσταλάξουν στήν ψυχή καί
τῶν δύο παιδιῶν τούς τόν σεβασμό πρός τό ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μά καί τήν ὑπακοή,
τήν τυφλή ὑπακοή στό θέλημά Του. Κι οἱ κόποι τούς ὄχι μόνο δέν πῆγαν χαμένοι, ἀλλά
καί πλούσια εὐλογήθηκαν ἀπό τόν φιλάνθρωπο Πατέρα.
Ὁ
Ἡρακλείδης πού ἦταν κι ὁ πιό μεγάλος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆρε τήν εὐχή τῶν γονιῶν
του καί πῆγε νά προσκυνήσει τούς τόπους πού γεννήθηκε, μεγάλωσε καί ἔζησε ὁ
Χριστός μας. Ἡ εὐγενική καί φιλοθρησκη ψυχή τοῦ νέου, σάν ἔφτασε στήν Ἁγία Γῆ
κι ἐπισκέφθηκε τόν Γολγοθά καί τόν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ, τόσο γοητεύθηκε,
πού πῆρε τήν ἀπόφαση νά μείνει πιά στά μέρη ἐκεῖνα γιά ὅλη του τή ζωή. Καί
πραγματικά.
Ὁ
πιστός καί φιλόθεος νέος, ἀφοῦ γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε καί στόν Ἰορδάνη.
Περπάτησε μέ συνεπαρμένη ψυχή στόν τόπο πού κατά τήν παράδοση ὁ προφήτης τῆς ἐρήμου
βάπτισε τόν Κύριο κι ἀπό ἐκεῖ προχώρησε στή Λαύρα τοῦ Καλαμώνας ὅπου καί
παρέμεινε ἀγωνιζόμενος τόν ἀγώνα τόν καλό, τῆς ἀρετῆς τόν ἀγώνα. Ὁ ἀδελφός του
Γεώργιος, μικρός ἀκόμη παρέμεινε κοντά στούς γονεῖς του καί ξεχώριζε ἀπ’ ὅλους
τους συνομήλικές του στή φρονιμάδα καί τή σεμνή ζωή.
Στά
χρόνια τά δύσκολα, τῆς ἐφηβείας τά χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε τό καλό
παιδί. Οἱ γονεῖς τοῦ ἀρρώστησαν καί πέθαναν σέ λίγο διάστημα ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο.
Ἐκεῖνος ὅμως, πού βεβαιώνει μέ τό Πανάγιο Πνεῦμα του πῶς τό ὀρφανό καί τή χήρα
τά παίρνει πάντα ὑπό τήν ἰδιαίτερη προστασία του, δέν ἐγκατέλειψε τό πιστό
παιδί. Ἕνας θεῖος τοῦ φρόντισε καί πῆρε τό παιδί κοντά του μέ ὅλα τά πράγματα
καί τήν κληρονομιά του μέ σκοπό σάν μεγαλώσει νά τόν συζεύξει μέ τήν ἐπίσης
μικρή καί μονάκριβη θυγατέρα του. Ἐπειδή ὅμως ὁ Γεώργιος ἀπεστρέφετο τήν
κοσμική ζωή κι ἡ ψυχή τοῦ λαχταροῦσε μία ἀνώτερη ζωή, τήν ἀγγελική ζωή, ἕνα
πρωί ἔφυγε ἀπό τό σπίτι καί πῆγε σ’ ἕνα ἄλλο θεῖο του, πού ἦταν ἡγούμενος σ’ ἕνα
μοναστήρι. Ὅταν ὁ πρῶτος θεῖος ἔμαθε τί ἔγινε, πῆγε στό μοναστήρι μέ σκοπό νά
ξαναπάρει τόν Γεώργιο καί νά τόν φέρει πίσω στό χωριό. Στήν προσπάθεια τοῦ
μάλιστα νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, δέν δυσκολεύθηκε νά φιλονεικήσει καί μέ τόν ἀδελφό
του τόν μοναχό. Αὐτός ὅμως μέ ἠρεμία καί πραότητα τοῦ ἀπήντησε:
Ἀδελφέ
μου, οὔτε ἔφερα τόν νέο ἐδῶ, οὔτε καί τόν διώχνω. Ἄς ἀπό φασίσει μόνος του, ὁ ἴδιος,
ὅ,τι θέλει. Ἡλικίαν ἔχει…
Ὅταν
ὁ νέος ἔμαθε τή φιλονικία τῶν θείων του γιά τό πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφά κι ἔφυγε
ἀπό τό μοναστήρι κι ἀπό τήν Κύπρο καί τράβηξε πρός τήν ἁγία πόλη, τήν Ἱερουσαλήμ.
Ἐκεῖ σάν ἔφτασε, πῆγε καί γονάτισε καί μέ εὐλάβεια προσκύνησε τά πάνσεπτα
προσκυνήματα τῆς εὐλογημένης πόλεως, κι ὕστερα κατέβηκε πρός τόν Ἰορδάνη. Τό ἄδολο
γάλα τῆς πίστεως μέ τό ὁποῖο ἀπό τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τόν πότισαν οἱ εὐσεβεῖς
γονεῖς του, τόν σπρώχνει νά βρεῖ τόν ἀδελφό του. Ἡ ψυχή τοῦ ποθεῖ τή μακαρία
ζωή, τήν ἀγγελική ζωή. Οἱ κίνδυνοι τῆς ἁμαρτίας πού ἀντίκριζε γύρω του, τοῦ ἔφερναν
στ’ αὐτιά καθαρά τόν ἀπόηχο τῆς φωνῆς τῶν ἀγγέλων πρός τόν Λώτ: «Σώζων σῶζε τήν
σ’ ἑαυτοῦ ψυχήν» (Γέν. ἰθ’, 17). Δηλαδή κοίταξε πῶς θά σώσεις τήν ψυχή σου. Ἡ
ματαιότητα τῶν φθαρτῶν αὐτοῦ του κόσμου συνετάραττε τό εἶναι του. Πάντα
ματαιότης τά ἀνθρώπινα σκεπτόταν κι ἐπανελάμβανε μόνος του. Ὁδηγούμενος ἀπό τό
προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ἀπαρνησάσθω
ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖται μοί» προχώρησε καί τράβηξε
πρός τή Λαύρα τοῦ Καλαμώνας στήν ὁποία, ὅπως εἶχε μάθει, βρισκόταν ὁ ἀδελφός
του.
Ἡ
Λαύρα τοῦ Καλαμώνας βρισκόταν κοντά στό σημερινό μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου ἐκεῖ
στόν Ἰορδάνη.
Χωρίς
κανένα ἐνδοιασμό σάν τόν συνάντησε ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ φανέρωσε τόν
πόθο καί τήν ἀπόφασή του νά μείνει κοντά του. Ἐκεῖνος παρά τή μυστική χαρά πού
δοκίμασε γιά τήν ἁγία διάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του. βλέποντας τόν τόσο νεαρό,
φοβήθηκε νά τόν κρατήσει κοντά του καί τόν συνώδευσε στή Μονή τῆς Παναγίας τοῦ
Χοζεβᾶ στόν ἐκεῖ ἡγούμενο, πού ἦταν καί φίλος του καί τοῦ τόν παρέδωσε. Αὐτός
δέ ἐπέστρεψε στό μοναστήρι του.
Ὁ
ἡγούμενος ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἐξετίμησε τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ νεαροῦ Γεωργίου καί
τόν κατηύθυνε μέ φόβο Θεοῦ στῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τά σκαλοπάτια. Ἡ βαθιά ταπείνωση
τοῦ νέου, ἡ ὑπακοή κι ἡ προθυμία του νά ἐκτελεῖ πάσαν ἐργασία τῆς μονῆς, ἐνεθάρρυναν
τόν ἡγούμενο, ὥστε σέ λίγο καιρό νά προχωρήσει στήν κουρά τοῦ νέου σέ μοναχό,
καί νά τόν ἀναθέσει σ’ ἕνα προκομμένο γέροντα σάν συμβοηθό του στό διακόνημα τοῦ
νεοκηπίου πού εἶχε.
Μέ
ἀχώριστο σύντροφο τόν ἐνθουσιασμό ὁ νεαρός μοναχός περνᾶ τήν καθημερινή ζωή τοῦ
ἀνάμεσα σέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί πολύωρες προσευχές. Ἐμπνεόμενος ἀπό τόν φλογερό
ζῆλο τοῦ ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του σέ πολλούς κόπους γιά τελειότερη ζωή. Δυστυχῶς
ὁ γέροντας τοῦ παρά τίς πολλές του ἀρετές δέν τόν βοηθᾶ καί πολύ στήν εὐγενική
του προσπάθεια. Ἦταν ἄνθρωπος σκληρός καί μέ τό «ψύλλου πήδημα» τόν ἀπόπαιρνε
σέ βαθμό ἀποκαρδιωτικό.
Κάποια
μέρα μάλιστα ὁ γέροντας ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στόν χείμαρρο νά φέρει νερό.
Ἐπειδή ὅμως τό νερό ἦταν μαζεμένο καί τά καλάμια καί τά ξύλα πού ἤσαν μπροστά ἦταν
πολύ πυκνά κι ὁ νέος ἦταν ντυμένος τά ἐνδύματά του, δέν μπόρεσε νά περάσει μέ
τό δοχεῖο τοῦ νεροῦ κι ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ὁ γέροντας σάν εἶδε τόν νέο χωρίς τό
νερό θύμωσε καί τοῦ εἶπε νά βγάλει τό ἱμάτιό του, νά φορέσει μόνο τό ἐπάνω ράσο
του καί χωρίς νά ἀντείπει ὑπάκουσε καί πῆγε. Ἐπειδή ὅμως αὐτός ἄργησε καί στό
μεταξύ κτύπησε ὁ κώδωνας γιά τό τραπέζι, ὁ γέροντας ἔκρυψε τό ἱμάτιο τοῦ παιδιοῦ
καί πῆγε στό φαγητό. Ὅταν ὁ νέος ἐπέστρεψε καί δέν βρῆκε οὔτε τό ἱμάτιό του, οὔτε
τόν γέροντα, πῆγε στή μονή χωρίς τό ζωστικό καί κτύπησε τήν πόρτα. Ὅταν ὁ
μοναχός πού ἦρθε νά τοῦ ἀνοίξει τόν εἶδε ἔτσι γυμνό, τόν ρώτησε τί τοῦ συνέβη.
Κι ὅταν ὁ νεαρός του ἐξήγησε, πῆγε καί τοῦ ἔφερε ἕνα ἱμάτιο, τό ὅποιο φόρεσε
καί μπῆκε στό μοναστήρι. Τή στιγμή πού ἔμπαινε, ὁ γέροντας πού τόν εἶδε ἐκεῖ
μπροστά ἀπό τούς τάφους τῶν ἁγίων πέντε Πατέρων, χωρίς οἶκτο καί μέ θυμό ἀδικαιολόγητό
του ἔδωκε ἕνα δυνατό ράπισμα λέγοντάς του:
-
Γιατί ἄργησες;
Τήν
ἴδια στιγμή τό χέρι τοῦ γέροντα ξηράνθηκε ὁλόκληρο καί δέν κουνιότανε καθόλου.
Συντετριμμένος ὁ ἀββάς ἀπό τήν τιμωρία πού τόν βρῆκε, ἔπεσε μπροστά στά πόδια
τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του καί τόν παρακαλοῦσε λέγοντας:
—
Παιδί μου, συγχώρεσε μέ καί μή μέ φανερώσεις. Ἔφταιξα. Πολύ ἔφταιξα. Μή μέ
διαπομπεύσεις, ἀλλά παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ συγχωρήσει καί νά μέ κάμει καλά.
Ὁ
νεαρός μοναχός βαθιά λυπημένος γιά τό πάθημα τοῦ γέροντα, τοῦ εἶπε μέ ταπείνωση
καί συντριβή:
—
Πήγαινε, πάτερ, ἐκεῖ στούς τάφους τῶν ἁγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια κι αὐτοί θά
σέ θεραπεύσουν.
Ὁ
γέροντας ὅμως ἐπέμενε.
Παιδί
μου, σέ σένα ἔφταιξα. Σύ παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ σπλαχνιστεῖ καί νά μέ συγχωρήσει.
Τότε
ὁ νεαρός, ἀφοῦ πῆρε ἀπό τό χέρι τόν γέροντα, τόν ὁδήγησε ἐκεῖ στούς τάφους κι ἀφοῦ
ἔβαλαν βαθιά μετάνοια, προσευχήθηκαν καί τό θαῦμα ἔγινε. Τό χέρι ξαναγύρισε στή
φυσική του κατάσταση. Μά κι ἡ ψυχή τοῦ γέροντα μαλάκωσε. Ὁ θυμός παραμέρισε κι ἡ
πραότητα μαζί μέ τή συγκατάβαση στήσανε στήν καρδιά τοῦ τόν θρόνο τους.
Παρά
τήν ἀποχώρηση τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἀπό τή σκηνή τοῦ θαύματος, τοῦτο ἔγινε γρήγορα
γνωστό σ’ ὅλη τήν ἀδελφότητα. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ὅλοι οἱ μοναχοί μέ ἰδιαίτερη
ἐκτίμηση καί σεβασμό ἄρχισαν νά περιβάλλουν τόν νέο καί γιά τό θαῦμα του νά
μιλοῦν. Κι αὐτός ἀπό φόβο μήπως πιαστεῖ στά δίχτυα τῆς ὑπερηφάνειας, σηκώθηκε
μία βραδιά κι ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι καί τράβηξε στή Λαύρα πού βρισκόταν ὁ ἀδελφός
του. Ἐκεῖ μέ αὐστηρή ἐγκράτεια στόλισε τή ζωή του καί μέ τή νηστεία καί τή
σκληρή ἄσκηση νέκρωσε τό σῶμα του, ὥστε οἱ προσβολές τοῦ ἐχθροῦ νά μή μποροῦν
νά τόν ἐπηρεάσουν. Καμιά ὑστεροβουλία ἤ ἰδιοτέλεια δέν ὑπεισερχόταν στίς
σκέψεις του. Τό θέλημα τοῦ Κυρίου σάν φωτεινός φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του
καί τοῦ φώτιζε τόν δρόμο του. Ζοῦσε ὅμως σάν οὐράνιος ἄνθρωπος, μά καί ἐπίγειος
ἄγγελος. Ζωή «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάννη ἅ’, 14) εἶχε καταντήσει ἡ
ζωή του. Πηγή ἀκένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων πού προκαλοῦν στ’ ἀλήθεια κατάπληξη.
Ἕνα
τέτοιο θαῦμα ἦταν καί τοῦτο. Κάποια μέρα ἕνας γεωργός ἀπό τήν Ἱεριχῶ, γνωστός
καί φίλος τῶν δύο ἀσκητῶν, ἦρθε στή Λαύρα, μέ ἕνα ζεμπίλι ἀπό διάφορους καρπούς
πού γεωργοῦσε καί κτύπησε τή θύρα τοῦ κελιοῦ τους. Ὁ Γεώργιος πῆγε κι ἄνοιξε
τήν πόρτα καί τόν προσκάλεσε νά μπεῖ μέσα. Ὁ ἐπισκέπτης μόλις μπῆκε ἔβαλε μία
μετάνοια κι ἀφοῦ τοποθέτησε τό ζεμπίλι μέ τά δῶρα παρακάλεσε θερμά τους ἀβάδες
νά εὐλογήσουν τούς καρπούς ὅποτε κάτω ἀπό αὐτούς μέ μεγάλη ἔκπληξη τί βλέπουν; Ἕνα
νήπιο νεκρό. Ἦταν τό νεογέννητο παιδί τοῦ ἐπισκέπτη πού εἶχε ἀποθάνει κι αὐτός
τό ἔφερε στούς ἀβάδες μέ τή γλυκιά ἐλπίδα πῶς αὐτοί θά μποροῦσαν νά τό ἀναστήσουν
καί νά τοῦ τό ξαναδώσουν ζωντανό. Ὁ ἀβάς Ἡρακλείδης σάν τό εἶδε μέ τρόμο καί
ταραχή εἶπε στόν ἀδελφό του: «Πήγαινε καί κάλεσε τόν ἄνθρωπο νά ‘ρθεῖ νά πάρει
τό ζεμπίλι μέ τά πράγματα πού ἔφερε. Μᾶς βάζει, πές του σέ μεγάλο πειρασμό,
Κύριε, ἀναφώνησε, ἐλέησέ μας τούς ἁμαρτωλούς».
Ὁ
ἀβάς Γεώργιος ὅμως πού ἦταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, ἔβαλε στόν ἀδελφό του
μετάνοια καί μέ σεβασμό τοῦ εἶπε:
Πάτερ
μου, μή στενοχωρεῖσαι καί μή ταράττεσαι. Ἀλλά ἔλα νά παρακαλέσουμε μέ πίστη τόν
Πολυεύσπλαχνο καί Πανοικτίρμονα Θεό νά κάμει τό θαῦμα του. Κι ἄν μᾶς ἀκούσει ἡ
εὐσπλαχνία του κι ἀναστήσει τό παιδί, εὐλογημένο ἄς εἶναι στούς αἰῶνες τό
Πανάγιο Ὄνομά Του. Τότε καλοῦμε τόν πατέρα καί τοῦ δίνουμε τό παιδί του, ὅπως
πίστεψε. Ἄν ὅμως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δέν θελήσει, γιά λόγους πού γνωρίζει Ἐκεῖνος,
νά γίνει τό θαῦμα, τότε πάλι καλοῦμε τόν πατέρα καί τοῦ ἐξηγοῦμε, πῶς κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί
ἄνθρωποι εἴμεθα καί δέν ἔχουμε τέτοια παρρησία, ὥστε νά ἐπιτύχουμε αὐτό πού
ποθεῖ τόσο ἐκεῖνος, ὅσο κι ἐμεῖς. Στά λόγια του Γεωργίου ὁ ἀβάς Ἡρακλείδης
πείσθηκε. Τότε κι οἱ δύο οἱ πατέρες ἀφοῦ γονάτισαν, μέ δάκρυα στά μάτια καί
καρδιά ραγισμένη ἄρχισαν νά προσεύχονται… Δέν πέρασε πολλή ὥρα καί τό θαῦμα ἔγινε.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός πού ἀκούει πάντα τίς προσευχές τῶν παιδιῶν του πού γίνονται
μέ πίστη, ἄκουσε καί τῶν πιστῶν ἀβάδων τήν παράκληση. Τό νεκρό παιδί κάποια
στιγμή ἄνοιξε τά μάτια κι ἀφῆκε ἕνα ἐλαφρό κλαψούρισμα. Οἱ εὐλαβεῖς ἀσκητές μέ
τήν ψυχή πλημμυρισμένη ἀπό εὐγνωμοσύνη ἄνοιξαν τήν πόρτα κι κάλεσαν μέσα τόν
πατέρα τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ εἶπαν:
-Ἀδελφέ
μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατά τήν πίστη πού ἔδειξες σ’ Αὐτόν, σού δίνει τό παιδί
σου πίσω ζωντανό. Πάρε τό καί δόξαζε τόν μέ ὅλη σου τήν ψυχή, ἀλλά καί μήν ἀναφέρεις
σέ κανένα τίποτα ἀπό ὅτι ἔγινε.
Ὁ
εὐλαβής πατέρας μέ δάκρυα χαρᾶς πῆρε στήν ἀγκαλιά τοῦ τό ἀγαπημένο τοῦ παιδί
καί βγῆκε δοξολογώντας ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ τόν φιλάνθρωπο Θεό. Ἔφυγε κι ἀφῆκε
πίσω τους ἀβάδες νά συνεχίζουν τόν ἀγώνα τους. Ἀγώνα κουραστικῆς σκληραγωγίας
τοῦ κορμιοῦ, ἀγώνα συνεχοῦς προσευχῆς.
Ἔτσι
περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή τους μέ εὐλάβεια καί εἰρήνη καί ταπείνωση καί ζηλευτή
γενικά ἀρετή. Ποτέ τούς δέν καταδέχτηκαν νά ἀντιμιλήσουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο ἤ νά
λυπήσουν κανένα. Ὁ ἀβάς Ἡρακλείδης εἶχε πολλή πραότητα κι ὑπομονή καί
ταπείνωση. Κι αὐτές τίς ἀρετές τίς κράτησε μέ παραδειγματικό ζῆλο καί προσοχή
μέχρι τῆς ἡμέρας πού ὁ μεγάλος Πατέρας τόν κάλεσε νά ἀφήσει τοῦτο τόν κόσμο καί
νά μεταπηδήσει στή χώρα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καί χαρᾶς.
Κοιμήθηκε γύρω στά ἑβδομήντα του χρόνια καί τάφηκε ἐκεῖ στούς τάφους τῶν ὁσίων
Πατέρων. Στόν οὐρανό τώρα πρεσβεύει γιά ὅλο τόν κόσμο κι ἰδιαίτερα γιά τήν
πατρίδα, τή μαρτυρική Κύπρο μας.
Ὕστερα
ἀπό τόν θάνατο τοῦ ἀβᾶ Ἡρακλείδη, ἀδελφοῦ ὁμογάλακτου, συμμοναστοῦ ὅμως καί
συναθλητού τοῦ ἀβᾶ Γεωργίου, τότε κι αὐτός ἐγκατέλειψε τή Λαύρα καί ξαναγύρισε
στό μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ἀπό τό ὁποῖο ξεκίνησε. Καί στό περιβάλλον αὐτό ἡ ζωή
τοῦ ταπεινοῦ ἀβᾶ συνεχίζεται σάν τήν προηγούμενη τοῦ ζωή στή Λαύρα. Κι ἐδῶ ἡ αὐστηρή
νηστεία, μαζί μέ τήν ὑπερβολική ἀγρυπνία καί θερμή προσευχή ἀποτελοῦν τήν
καθημερινή του ἐνασχόληση. Ἡ νηστεία μάλιστα στήν ὁποία ὑπέβαλλε τόν ἑαυτό του,
ὅπως μᾶς λέει ὁ μαθητής τοῦ ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, αὐτός πού ἔγραψε καί τή βιογραφία
του, εἶχε φτάσει στό κατακόρυφο. Ἀλλά καί στή μελέτη καί τήν προσευχή εἶχε
ξεπεράσει ὅλους ἐκεῖ τους συμμοναστές του. Χωρίς καμιά ὑπερβολή μποροῦσε νά ἔλεγε
γιά τή ζωή του. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». (Γάλ. β’, 20). Οἱ ἄνθρωποι
πού τόν ἔβλεπαν τόν θαύμαζαν. Κι οἱ δαίμονες τόν ἔτρεμαν γιά τήν αὐταπάρνηση
καί τήν ὑπομονή του.
Ὅταν
οἱ Πέρσες ἔφτασαν στή Δαμασκό, ὁ ὅσιος πού τήν ἥμερα καθόταν ἔξω ἀπ’ τό κελί
του καί ζεσταινόταν στόν ἥλιο, γιατί ἀπό τήν ὑπερβολική ἐγκράτεια εἶχε
καταντήσει πολύ ἀδύνατος, μέ θεῖο ὅραμα προέβλεψε τήν καταστροφή τῆς χώρας. Οἱ ἁμαρτίες
τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού κατοικοῦσαν στά μέρη ἐκεῖνα τῆς Συρίας καί
τῆς Παλαιστίνης εἶχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ὅριο. Ὅταν μάλιστα οἱ Πέρσες εἶχαν
προχωρήσει καί περικυκλώσει τήν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, τότε οἱ ἀδελφοί του
κοινοβίου καί πολλοί ἀπό αὐτούς πού ἔμεναν σέ κελιά ἔφυγαν γιά τήν Ἀραβία ἤ πῆγαν
καί κρύφτηκαν στά σπήλαια καί στόν καλαμῶνα. Μαζί μ’ αὐτούς μέ τήν ἐπιμονή τῶν
πατέρων πῆγε κι ὁ γέροντας Γεώργιος. Ἐκεῖ τόν βρῆκαν οἱ Πέρσες καί τόν πῆραν κι
αὐτόν αἰχμάλωτο μαζί μέ ἄλλους. Πολλούς ἀπ’ αὐτούς κατάσφαξαν. Μεταξύ αὐτῶν κι ἕνα
γέροντα ἑκατόν περίπου χρόνων μέ ἅγια ζωή, τόν ἀβά Στέφανο τόν Σύρο. Τόν ἅγιο
Γεώργιο τόν σεβάστηκαν σάν τόν εἶδαν ἔτσι ἀδύνατο καί εὐλαβῆ, τοῦ ἔδωκαν μάλιστα
κι ἕνα ζεμπίλι μέ ψωμιά κι ἕνα δοχεῖο μέ νερό καί τόν ἀφήκαν ἐλεύθερο λέγοντάς
του: «Ὅπου θέλεις πήγαινε, γέρο, νά σώσεις τόν ἑαυτό σου». Ὁ ἅγιος κατέβηκε
στόν Ἰορδάνη τή νύκτα καί κρυβόταν ἐκεῖ μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ Πέρσες πρός τή
Δαμασκό μαζί μέ τούς αἰχμαλώτους πού πῆραν κι ἀπό τήν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων.
Μαζί τους εἶχαν καί τόν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων τόν Ζαχαρία καί τόν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ
γέροντας ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἕνα διάστημα σέ διάφορα μέρη, στό τέλος γύρισε στό
μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου του. Αὐτή τήν περίοδο ὁ ὅσιος
παρά τήν ἡλικία τοῦ ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολική δράση. Τό «παρακαλεῖτε,
παρακαλεῖτε τόν λαό μου» τό ἔκαμε βίωμά του καί σύνθημα ζωῆς. Καθημερινά ἔβγαινε
ἀπό τό κελί του καί δίδασκε καί στήριζε τούς ἀδελφούς καί τούς πολλούς ἐπισκέπτες.
Μαζί μέ τή διδασκαλία τοῦ ὁ ὅσιος πρόσφερε καί τά πολλά θαύματά του. Πολύ τόν
χαρίτωσε ὁ Κύριος τοῦτο τόν καιρό. Πηγή χαριτόβρυτη κι ἀνεξάντλητη θαυμάτων ἔμεινε
μέχρι τῆς ἡμέρας πού κοιμήθηκε.
Εἰρηνικά
καί ἥσυχα ἕνα πρωινό ὁ ἅγιός μας ἀφῆκε τό πνεῦμα του νά πετάξει κοντά στόν
Κύριο πού ἀγάπησε μέ ὅλη τήν ψυχή του κι ἔζησε γιά τή δόξα του. «Δικαίων ψυχαί ἐν
χειρί Θεοῦ καί οὐ μή ἄψηται αὐτῶν βάσανος». Ποικίλες θεραπεῖες προσφέρει ὁ ὅσιός
μας καί μετά τήν κοίμηση τοῦ σ’ ἐκείνους πού μέ εὐλάβεια καί πίστη στόν Θεό
ζητοῦν τή μεσιτεία του. Ἡ μνήμη τοῦ ἀθάνατη θά μένει στούς αἰῶνες καί τό
παράδειγμα τοῦ ζωντανό θά καλεῖ τίς γενεές τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῆς Νήσου τῶν
Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ναί! στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
γιατί μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι ἡ προσήλωσή μας στό θέλημα τοῦ ὀμορφαίνει τή
ζωή μας καί τῆς δίνει νόημα καί ἀσφάλεια κι ἀξία.
Εἶναι
καιρός, ὅλοι ὅσοι κατοικοῦμε τοῦτο τόν τόπο νά συνειδητοποιήσουμε πῶς τό ὄνομα
«χριστιανός» δέν εἶναι ἕνα κενό ὄνομα κι ἕνας κληρονομικός τίτλος χωρίς εὐθύνη.
Τό ὄνομα, τό τιμημένο ὄνομα χριστιανός, εἶναι περισσότερο τρόπος σκέψεως κι ἕνας
κανόνας ζωῆς. Εἶναι «αἵρεσις βίου». Καθένας ἀπό μᾶς εἶναι ὑποχρεωμένος τήν κάθε
μέρα νά δίνει «τήν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κι αὐτή ἡ μαρτυρία δέν εἶναι μία
πράξη ἀνώδυνη. Σέ πολλές περιστάσεις ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καταντᾶ διωγμός «ἕνεκεν
δικαιοσύνης». Κι ἀκόμη μαρτύριο καί θάνατος γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου
του. Σήμερα πιό πολύ ἀπό κάθε ἄλλη φορᾶ ὁ κάθε πιστός πρέπει νά εἶναι ἀθλητής τῆς
πίστεως. Τῆς πίστεως, τήν ὁποία πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά ὁμολογήσει καί νά
βεβαιώσει μέ τήν πολιτεία του. Νά βεβαιώσει δηλαδή ὅτι καμιά δύναμη στόν κόσμο
δέν μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ τόν θεῖο Ἀπόστολο
Παῦλο καθένας ἀπό μᾶς πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά ἐπαναλάβει τό «τίς ἠμᾶς
χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἤ στενοχώρια ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ
γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα»; Καί μέ πεποίθηση ἀκλόνητη στή δύναμη πού
χαρίζει ὁ Χριστός, σ’ ἐκείνους πού μέ ἀληθινή πίστη τόν ἐπικαλοῦνται, νά δίνει
καί τήν ἀπάντηση, ὅπως τήν ἔδινε ἡ φάλαγγα τῶν ἁγίων, ὁσίων, πατέρων καί
μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἔδινε ὁ μεγάλος ἅγιός μας Γεώργιος ὁ
Χοζεβίτης μέ τά λόγια καί πάλιν τοῦ θείου Παύλου:
«Πέπεισμαι
γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα
οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἠμᾶς
χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν» (Ρώμ. η’,
25, 38, 39).
Ἅγιε
Γεώργιε τοῦ Χοζεβᾶ, ἀγλάϊσμα τῶν Πατέρων, δόξα τῶν ὁσίων, τρανό ὑπόδειγμα βαθιᾶς
πίστεως καί εὐσέβειας, πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Πρέσβευε, ἅγιε Πάτερ,
καί εὔχου ἡ πατρίδα σου Κύπρος καί πατρίδα μας. νά ἰδεῖ μία ὥρα γρηγορότερα τήν
ποθητή ἐλευθερία καί τή λύτρωση ἀπό τά ἀνήκουστα δεινά πού περνᾶ. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου