Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΑΓΙΑ ΓΟΡΓΟΝΙΑ

Ἡ μακαρία Γοργονία [23 Φεβ.] ἤταν ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (*) [25 Ἰάν.] καὶ θυγατέρα τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνου τοῦ Πρεσβυτέρου [1η Ἰάν.] καὶ τῆς ἁγίας Νόννας [5 Αὐγ.]. Ἀπὸ τὸ ὑποδειγματικὸ αὐτὸ ζευγάρι δεν ἔλαβε μόνο τὴν ὑπάρξῃ, ἄλλα καὶ τὸν ζῆλο για τὴν πιστή.
Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, ἀλλὰ πάντα θεωροῦσε ὡς ἀληθινὴ πατρίδα τῆς τὴν οὐράνια Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅτι ἡ πραγματικὴ εὐγένεια τῆς ἤταν ἐκείνη τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ που ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία προσπαθοῦσε να καλλύνει μὲ τὰ στολίδια τῶν ἀρετῶν, ἰδιαιτέρως δὲ τὴν ἁγνεία στην ὁποία διέπρεπε. Νυμφευμένη μὲ ἔναν κατοικο τοῦ Ἰκονίου, τὸν Ἀλύπιο, μὲ τὸν ὁποῖο ἔκανε τρεῖς κόρες, ἐπεδείκνυε στον γάμο τὴν διαθεση τῶν παρθένων ἀποκλειστικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ συμπαρέσυρε πίσω τῆς τὸν σύζυγο τῆς ὡς συναθλητῇ στους ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς.
Διαφυλάσσοντας τὸ βλέμμα τῆς ἀπὸ κάθε ἄσεμνο θέαμα, κλείνοντας τὰ αὐτιὰ της στίς μάταιες συζητήσεις ὥστε να ἀκοὺν μοναχὰ τὰ θεῖα καὶ σωτήρια λόγια, ἔλεγχε τὰ ἀνάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντας τὰ σὲ ἕνα χαμόγελό που φώτιζε εἰρηνικὰ τὴν ὄψη τῆς καὶ γνωρίζε, ὅπως κανεὶς ἄλλος, να συγκρατεῖ τὴν γλῶσσα τῆς καὶ να νοστιμεύει μὲ ἅλας τὰ λόγια τῆς ὥστε να ἀποτελοῦν αἴνους στον Κύριο. Ἀντίθετα μὲ τόσες ἄλλες γυναῖκες, δεν ἔχανε τὸν καιρὸ τῆς σὲ ἐπιπολαιότητες, οὔτε ἀντενεργοῦσε στην φυσικὴ τάξῃ τῶν πραγμάτων που θέλησε ὁ Θεός, φροντίζοντας για ἐνδύματα καὶ στολίδια καὶ παραμορφώνοντας τὸ προσωπο τῆς, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μὲ ποῦδρες καὶ ψιμύθια. Ἕνα καλλώπισμα μόνο γνωρίζε, ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς ἅγιες ἀρετὲς καὶ τὸ μόνο κοκκινάδι που ἔβαζε στο ὠχρὸ ἀπὸ τὴν νηστεία προσωπο τῆς ἦταν τὸ ἐρυθρίασμα τῆς αἰδημοσύνης.

Προτυπο χριστιανῆς συζύγου, μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν εὐλάβεια τῆς, ἤταν για τοὺς συγγενεῖς τῆς, τοὺς συμπολίτες ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ξένους, συμβουλος ἐμβριθὴς σὲ πολλὰ λεπτὰ ζητήματά που ἀφοροὺν τὴν συμ­περιφορὰ τῶν χριστιανῶν στον κόσμο. Κανεὶς ἄλλος τὰ χρόνια ἐκεῖνα δεν μεριμνοῦσε τόσο για τοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ, κανεὶς δεν ἀπέτινε τόση τιμὴ στούς ἱερεῖς καὶ στούς κληρικούς, ἔχοντας πάντα γι’ αὐτοὺς ὀρθάνοιχτη τὴν θύρα τῆς κατοικίας τῆς. Δεν εἶχε ἐξάλλου τὸν ὅμοιό της στις ἐλεημοσύνες καὶ στην συμπόνια για τοὺς τεθλιμμένους, σὲ σημεῖο μάλιστά που θὰ μποροῦσε να πει κανεὶς ὅτι ἤταν σὰν τὸν δίκαιο Ἰώβ: «ὀφθαλμὸς τυφλῶν, ποὺς χωλῶν, ἡ μητέρα τῶν ὀρφανῶν...» (πρβλ. Ἰὼβ 29, 15). Μοίραζε ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς σὲ ἐλεημοσύνες κι ἔτσι ὅταν ἐξεδήμησε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ δεν ἄφησε πίσω τῆς παρὰ μόνο τὸ σῶμα τῆς· φρόντιζε, ὡστόσο, πάντοτε να κρατὰ μυστικές τις ἀγαθοεργίες τῆς.

Μία ἡμέρα εἶχε ἕνα τρομερὸ ἀτύχημα: ἀνατράπηκε ἡ ἅμαξα τῆς που τὴν ἔσυρε στο χῶμα για πολὺ μεγάλη ἀποστάσῃ· παρὰ ταῦτα ἡ ἁγία ἀρνήθηκε ἀπὸ αἰδῶ να δείξει τὸ καταμωλωπισμένο σῶμα τῆς στον γιατρό, ἐναποθέτοντας τὴν ἐλπίδα τῆς στον Θεὸ ὁ ὁποῖος τὴν θεράπευσε τότε θαυματουργικώς.

Μίαν ἅλλῃ φορά που ὑπέφερε ἀπὸ μία ἀρρώστια μπροστὰ στην ὁποία οἱ γιατροὶ ἔμεναν ἀνισχυροί, σηκώθηκε τὴν νύχτα καὶ πῆγε στην ἐκκλησία να προσπέσει στην ἁγία Τράπεζα, ὑπενθυμίζοντας στον Θεὸ τὰ προηγούμενα θαύματά Του πρὸς ὄφελος τῶν δούλων Τοῦ. Σὰν τὴν γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου που ἔλουσε μὲ τὰ δάκρυα τῆς τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, ἡ Γοργονία πότισε μὲ τὰ δικὰ τῆς δάκρυα τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ βρῆκε τὴν ἰατρεῖα τῆς.

Ὅταν ἔλαβε ὄψιμα, ὅπως συνηθιζόταν τὰ χρόνια ἐκεῖνα, τὸ ἅγιο Βα­πτισμα, τίποτε πιὰ δεν τὴν κρατοῦσε στην ζωὴ αὐτὴ καὶ παρακαλοῦσε για νύκτες τὸν Χριστὸ να πορευθεῖ πρὸς συνάντησή Του χωρὶς ἅλλῃ χρονοτριβή. Κατὰ τὴν διαρκεια μιᾶς τέτοιας ἀγρυπνίας τῆς ἀποκαλύφθηκε ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου τῆς καὶ τὸ μόνο που τῆς ἀπέμενε πιὰ ἤταν να φροντίσει να βαπτισθεῖ ὁ σύζυγος τῆς, ἔτσι ὥστε να ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἔργο τῆς ὡς μαθητρίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐφάμιλλης τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα, ἔπεσε ἀρρωστῇ καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω τῆς συγγενεῖς καὶ φίλους για να τοὺς μεταδώσει τὴν τελευταία διδαχὴ τῆς για τὴν αἰώνια ζωή, ἐξεδήμησε πρὸς τὸν χορὸ τῶν ἁγίων ψιθυρίζοντας ἀνεπαίσθητα σχεδὸν τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ: Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω (Ψαλμ. 4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου