Ὁ Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός
Ὁ Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, κατὰ κόσμον Ἰωαννούλης ἢ Γιαννούλης ὑπῆρξε ἐπιφανὴς διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ σθεναρὸς ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γεννήθηκε
στὸ Μέγα Δένδρο Ἀποκούρου ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς τὸ 1595. Τὸ 1616 χειροτονήθηκε
διάκονος στὴ Μονὴ Τατάρνας καὶ παρέμεινε γιὰ ἕνα διάστημα στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου Ἁγίου
Ὅρους. Μεταβαίνοντας γιὰ ἐπίσκεψη στὴ Μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ,
χειροτονήθηκε τὸ 1619 πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν δυναμικὸ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας
(μετέπειτα Οἰκουμενικὸ) Κύριλλο Λούκαρη. Μετὰ τὸ Σινά, πραγματοποίησε
προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος του πατριαρχικοῦ
παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸ 1619 ὡς τὸ 1622. Συνέχισε τὶς
σπουδές του στὰ Τρίκαλα, τὴν Κεφαλονιὰ καὶ τὴ Ζάκυνθο, ὅπου μαθήτευσε κοντὰ στὸ
Θεόφιλο Κορυδαλλέα.
Ὅταν
τὸ 1636 ὁ Οἰκουμενικὸς πιὰ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης κάλεσε τὸν Κορυδαλλέα
στὴν πατριαρχικὴ Μεγάλη του Γένους Σχολή, ὁ τελευταῖος πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ὅσιο,
ποὺ τοποθετήθηκε ἐφημέριος στὸ Ναὸ τοῦ Κοντοσκαλίου. Κατόπιν μαθήτευσε κοντὰ στὸ
Μελέτιο Συρίγο γιὰ μικρὸ διάστημα, γιὰ νὰ ἐπανέλθει καὶ πάλι κοντὰ στὸν
Κορυδαλλέα. Ἔζησε ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὶς περιπέτειες τοῦ
Κύριλλου Λούκαρη καὶ ὑπέστη ἀπηνῆ διωγμὸ γιὰ τὴν προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία
καὶ γιὰ τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κύριλλου Λούκαρη, ὁ Ὅσιος εἶχε
συνθέσει ἀκολουθία πρὸς τιμή του. Καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύριλλο
Κονταρή, τὸν Τουρκόφιλο καὶ Λατινόφρονα διώκτη τοῦ Κύριλλου Λούκαρη. Ὅταν ἀποκαταστάθηκε
ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη, ὁ νέος Πατριάρχης Παρθένιος Ἃ΄ τὸν ἐπανέφερε πανηγυρικὰ
(1639).
Διηύθυνε
ἀπὸ τὸ 1639 ὡς τὸ 1640 τὴ Σχολὴ τῆς Ἄρτας. Μετὰ ἀπὸ ταλαιπωρία τὸ 1641 στὸ Αἰτωλικό,
ὅπου τὸν φυλάκισαν οἱ Τοῦρκοι, δίδαξε ὡς τὸ 1645 στὸ Μεσολόγγι καὶ στὴ συνέχεια
πῆγε στὸ Καρπενήσι, ὅπου ἀνήγειρε μεγάλο Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ στὸν
περίβολό του Σχολὴ Ἀνωτέρων Γραμμάτων, ποὺ ἀπέβη γιὰ τὴν Εὐρυτανία κέντρο
πνευματικῆς ἀναγεννήσεως. Ἀνέδειξε πολλοὺς καὶ σπουδαίους μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων
περιλαμβάνονταν Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι καὶ ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος. Τὸ 1661 μετέβη
στὰ Βραγγιανὰ καὶ ἵδρυσε Σχολὴ στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ποὺ ἀργότερα ὀνομάσθηκε
«Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων». Φρόντισε νὰ ἱδρυθεῖ Σχολὴ καὶ στὸ Αἰτωλικό. Τὸ 1674
ξαναγύρισε στὸ Καρπενήσι, στὴν παλιά του Σχολή, ὅπου ἔμεινε ὡς τὸ 1675. Μετὰ ἀπὸ
μερικὲς περιπλανήσεις του στὴ Ναύπακτο, στὸ Μεσολόγγι καὶ στὸ Αἰτωλικὸ καὶ
παραμονὴ στὴ Μονὴ Τατάρνας, ἐπέστρεψε στὰ Βραγγιανὰ καὶ δίδαξε ὡς τὸ 1680. Τὸ
1682 ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον καὶ ἐτάφη στὸ νάρθηκα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου εἶχε
ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος τὸν τάφο του.
Ὁ
Εὐγένιος ὁ Αἰτωλὸς θεωροῦνταν ὅτι εἶχε προφητικὸ χάρισμα. Ἦταν ταπεινός, ἐλεήμων,
φιλάνθρωπος, φωτισμένος δάσκαλος, ἀγαποῦσε τὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ ἔζησε βίο ἀνεπίληπτο
καὶ στερημένο. Κατηχοῦσε τοὺς πολυπληθεῖς μαθητές του στὴ γνήσια ὀρθόδοξη πίστη
καὶ παράδοση. Ἄφησε ἀξιόλογο συγγραφικὸ ἔργο καὶ πολύτιμες ἐπιστολές, ποὺ
διακρίνονται γιὰ βαθιὰ ἑλληνομάθεια, γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ σοφία. Ἔγινε
ὅσιος καὶ κατατάχθηκε στὸ Ὀρθόδοξο ἑορτολόγιο ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν 1η Ἰουλίου 1982.
Ἡ
μνήμη τοῦ ἐπιτελεῖται στὶς 5 Αὐγούστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου