Στὴν Ταβέννη (νησὶ τοῦ ποταμοῦ Νείλου ὅπου ὁ Ἅγιος Παχώμιος ἵδρυσε μοναστῆρι στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα, ὑπῆρχε ἕνα γυναικεῖο μοναστῆρι μὲ τετρακόσιες περίπου μοναχές, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἀνδρικό. Σ' αὐτὸ
ζοῦσε μία παρθένα, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰσιδώρα.
Αὐτὴ γιὰ τὸ Χριστὸ ὑποκρινόταν τὴ
χαζή, ταπείνωνε τὸν ἑαυτό της καὶ αὐτοεξευτελιζόταν. Τόσο πολὺ τὴν ἀποστράφηκαν
ὅλες οἱ ἀδελφὲς ὥστε δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τρώγουν μαζί της, αὐτὸ ὅμως ἐκείνη τὸ
δέχτηκε μὲ χαρά.
Ἦταν
λοιπὸν ἡ ἀρετὴ τῆς πάρα πολὺ ὠφέλιμη γιὰ ὁλόκληρο τὸ μοναστῆρι, γιατί ἐτελοῦσε ὅλες
τὶς ὑπηρεσίες, σ' ὅλες ὑπάκουε σὰν νὰ ἦταν δούλη σὲ κάθε ἀνάγκη τους καὶ μὲ
καλοσύνη ὑπηρετοῦσε ὅλες. Καὶ ἦταν γιὰ τὴν Ἀδελφότητα τὸ σφουγγάρι ποὺ ὅλα τὰ
καθαρίζει (ὅπως δηλαδὴ τὸ σφουγγάρι καθαρίζει κάθε ἀκαθαρσία, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἔκαμνε
κάθε ταπεινὴ ἐργασία), ὅπως εἶπε καὶ ὁ κύριος «ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μεγάλος νὰ
γίνει σ' ὅλους δοῦλος» (Μάτθ. Κ' 26-27) καὶ «ἂν κανεὶς νομίζει ὅτι εἶναι σοφός,
ἂς γίνεται μωρὸς» (Ἃ' Κόρ. Β' 18).
Ὅλων
τῶν ἄλλων καλογραιῶν τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς ἦταν κουρεμένα καὶ φοροῦσαν
κουκούλια? ἐνῷ αὐτὴ ἀφοῦ ἔδεσε ἕνα κουρέλι γύρω ἀπὸ τὴν κεφάλι τῆς ἐκτελοῦσε ἔτσι
ὅλες τὶς ὑπηρεσίες.
Ποτὲ
καμιὰ ἀπὸ τὶς τετρακόσιες μοναχὲς δὲν τὴν εἶδε νὰ τρώγει ἢ νὰ παίρνει ἕνα
κομμάτι ψωμί. Ἀλλὰ ἀφοῦ μάζευε ἀπὸ τὰ τραπέζια τὰ ψίχουλα καὶ ἐξέπλυνε τὶς
χύτρες ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν φαγητῶν, ἀρκόταν σ' αὐτά. Οὐδέποτε φόρεσε ὑποδήματα,
ποτὲ δὲν μάλωσε κανένα, ποτὲ δὲν γόγγυσε, ποτὲ δὲν πρόφερε τὸ στόμα τῆς λέξη ὑβριστικὴ
ἢ περήφανη, ἂν καὶ ὑβριζόταν καὶ κτυπόταν καὶ πολλὲς φορὲς δεχόταν κατάρες καὶ
πολλὲς τὴν ἀποστρέφονταν.
Γι'
αὐτὴ λοιπὸν τὴν ὀσιότατη Ἰσιδώρα παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου στὸν ἅγιο Πιτηροῦν,
ποὺ ἦταν δοκιμότατος καὶ ἐνάρετος ἀναχωρητὴς καὶ τοῦ λέγει:
«Γιατί
ἔχεις μεγάλην ἰδέα γιὰ τὰ κατορθώματά σου, ὅτι εἶσαι εὐλαβὴς καὶ ὅτι κάθεσαι σὲ
τέτοιο τόπος; Θέλεις νὰ δεῖς γυναῖκα περισσότερο εὐλαβῆ ἀπὸ σένα; Πήγαινε στὸ
γυναικεῖο μοναστῆρι τῶν Ταβεννησιωτῶν (οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ ὀνομαζόταν
ἔτσι) καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς μία μοναχὴ ποὺ ἔχει στέμμα πάνω στὴν κεφαλή της? ἐκείνη
εἶναι πολὺ καλύτερη ἀπὸ σένα. Διότι ἂν καὶ ὑπηρετεῖ τόσον πλῆθος καὶ ἐξυπηρετεῖ
ὅλες μὲ διαφορετικὸ τρόπο κάθε μία, ποτὲ δὲν ἄφησε τὸ νοῦ τῆς ν' ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ
τὸ Θεό, ἂν καὶ ὅλες τὴν ἀποστρέφονται? ἐνῷ ἐσὺ κάθεσαι ἐδῶ καὶ μὲ τὴ σκέψη σου
φαντάζεται τὶς πολιτεῖες, ἐσὺ ποὺ δὲν εἶδες ποτὲ κόσμο».
Ἀμέσως
ὁ Μέγας Πιτηροῦν ξεκίνησε καὶ ἦλθε στὴν Ταβέννη καὶ παρακαλοῦσε μὲ τοὺς
διδασκάλους νὰ τὸν περάσουν στὸ γυναικεῖο μοναστῆρι. Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ Πατέρες
τοῦ εἶχαν ἐκτίμηση κι ἐμπιστοσύνη διότι εἶχε γεράσει στὴν ἄσκηση, τὸν πέρασαν
στὴν ἀντικρινὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ μοναστῆρι. Καὶ ἀφοῦ ἔκαναν
τὶς συνηθισμένες εὐχές, ὁ μέγας Πιτηροῦν ζήτησε νὰ δεῖ ὅλες τὶς μονάδες μία πρὸς
μία.
Ἀφοῦ
λοιπὸν ἦλθαν ὅλες, ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Λέγει πρὸς αὐτὲς ὁ Μέγας:
«Νὰ
τὶς φέρεται μπροστά μου ὅλες». «Ὅλες βρισκόμαστε ἐδῶ» ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνες.
«Καὶ
ὅμως λείπει μία» ἐπέμενε ὁ Ἅγιος «αὐτὴ πού μου ὑπέδειξε ὁ ἄγγελος».
Τότε
τοῦ λέγουν: «Ἔχουμε στὸ μαγειρεῖο μία ἀλλὰ εἶναι χαζή». Τοὺς εἶπε ὁ Μέγας :
«Φέρετε
τὴν ἐδῶ κι ἐκείνη καὶ ἀφῆστε μὲ νὰ τὴ δῶ».
Ἐκείνη
ὅμως δὲν ὑπάκουσε ἀντιλαμβανόμενη προφανῶς τὴν αἰτία (ἴσως μάλιστα νὰ τῆς τὸ ἀποκάλυψε
ὁ Θεός). Τὴ σέρνουν λοιπὸν μὲ τὴ βία καὶ σὰν τὴν ἔφερναν τῆς ἔλεγαν: «Ὁ Ἅγιος
Πιτηροῦν θέλει νὰ σὲ δεῖ», (διότι ἦτο ὀνομαστός).
Μόλις
τὴν ἔφεραν τὴν κοίταξε μὲ προσοχὴ στὸ μέτωπο ὁ Μέγας, ἀκόμα καὶ τὸ κουρέλι ποὺ
εἶχε γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλή της καὶ πάνω στὸ μέτωπό της τὸ κοίταξε κι ἀφοῦ ἔπεσε
στὰ πόδια τῆς λέγει. «Ὁσία Μητέρα, εὐλόγησε μέ».
Τότε
πέφτοντας κι ἐκείνη στὰ πόδια του, τοῦ λέγει : «Ἐσὺ νὰ μὲ εὐλογήσεις, κύριέ μου
Πάτερ»
Ὅταν
εἶδαν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ὅλες παραξενεύτηκαν καὶ τοῦ λέγουν: «Ἀββᾶ, μὴν
ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου, διότι αὐτὴ εἶναι κουτή». Τότε καὶ ὁ Ἅγιος λέγει πρὸς
αὐτές: «Ἐσεῖς εἶστε ἀνόητες? αὐτὴ καὶ ἀπὸ ἐσᾶς καὶ ἀπὸ ἐμένα εἶναι καλύτερη. Εἶναι
Ἀμμᾶς, δηλαδὴ πνευματικὴ μητέρα? καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ βρεθῶ μαζί
της στὴν ἡμέρα τῆς Κρίσης».
Μόλις
οἱ μοναχὲς ἄκουσαν αὐτά, ἔπεσαν ἀμέσως ὅλες στὰ πόδια του καὶ τοῦ ἐξομολογοῦνταν
ὅτι μὲ διάφορους τρόπους ἡ κάθε μία προξενοῦσαν λύπη σὲ κείνη τὴν Ἁγία. Καὶ ἄλλη
ἔλεγε ὅτι τὴν κορόιδευε, ἄλλη ὅτι τὴν περιγελοῦσε γιὰ τὸ ταπεινὸ παρουσιαστικὸ
τῆς ἄλλη ὅτι ἔχυσε πάνω της τὸ ἀποπλυμμα ἀπὸ τὰ πιάτα, ἄλλη ὅτι τῆς προξένησε
πληγές? καὶ ἄλλη ὅτι τὴ κτύπησε. Καὶ γενικὰ ὅλες ἀνάφεραν ὅτι τῆς εἶχαν κάνει
διάφορες προσβολές. Ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Ἅγιος Πιτηροῦν τὴν ἐξομολόγηση ὅλων αὐτῶν καὶ
προσευχήθηκε, μαζὶ μὲ τὴν Ἰσιδώρα, γι' αὐτὲς καὶ παρακάλεσε πολὺ τὴν τίμια
δούλη τοῦ Χριστοῦ νὰ εὔχεται γι' αὐτόν, ἀναχώρησε.
Ἐκείνη,
ἡ ἀπὸ τὸν Θεὸ τιμημένη καὶ Ὁσία, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι,
ἐπειδὴ ὅλες τὴν τιμοῦσαν καὶ τὴν περιποιοῦνταν καὶ δὲ μποροῦσε νὰ δέχεται τὶς
τιμὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἀπολογίες τῆς Ἀδελφότητας γιὰ τὴν προηγούμενη συμπεριφορὰ
καὶ ποτὲ δὲν ἔμαθε κανεὶς ποὺ ἔφυγε, ἢ ποὺ κρύφτηκε ἢ ποὺ πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου