Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ



Πῶς μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος
 Οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδὴ ἀπελπίστηκαν γιὰ τὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσαν ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γιατί αὐτὸς ἐπικαλέστηκε τὸν Καίσαρα καὶ στάλθηκε στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν Φῆστο, στρέφονται ἐνάντια στὸν Ἅγιο Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφόθεο, στὸν ὁποῖο εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους θρόνος τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ ἐναντίον του, τολμοῦν τὸ ἑξῆς.


       Ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν στὴ μέση, τοῦ ζητοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ μπροστὰ σὲ ὅλο τὸ λαό. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτός, ἀντίθετα μὲ τὴ γνώμη ὅλων, μίλησε μπροστὰ στὸ πλῆθος μὲ ἐλευθερία καὶ παρρησία, τὴν ὁποία δὲν περίμεναν, καὶ ὁμολόγησε ὅτι ὁ Σωτῆρας καὶ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ δὲ μποροῦσαν πλέον νὰ ἀνεχτοῦν τὴ μαρτυρία του, καθὼς ἄλλωστε πιστεύονταν ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ὅτι ἦταν πάρα πολὺ δίκαιος ἐξ' αἰτίας τῆς ἀνωτερότητας τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς θεοσέβειας ποὺ ἔδειχνε στὴ ζωή του, τὸν σκοτώνουν, παίρνοντας ὡς εὐκαιρία τὴν ἔλλειψη ἐξουσίας, καθὼς λόγω τοῦ θανάτου τοῦ Φήστου αὐτὴ τὴν ἐποχὴ στὴν Ἰουδαία, ἡ τοπικὴ διοίκηση εἶχε μείνει χωρὶς ἄρχοντα καὶ ἐπίτροπο.
       Καὶ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου τοῦ Ἰακώβου ἔχουν ἤδη φανερώσει καὶ οἱ λόγοι τοῦ Κλήμεντος ποὺ παρατέθηκαν προηγουμένως, ὁ ὁποῖος ἱστορεῖ ὅτι τὸν ἔριξαν ἀπὸ τὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ καὶ τὸν ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Καὶ μὲ μεγάλη ἀκρίβεια ἱστορεῖ τὰ σχετικὰ μ' αὐτὸν ὁ Ἠγήσιππος, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὴν πρώτη διαδοχὴ τῶν ἀποστόλων, ἀναφέροντας στὸ πέμπτο του Ὑπόμνημα τὰ ἑξῆς.
      «Ἀναλαμβάνει τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε ἀπὸ ὅλους δίκαιος, ἀπὸ τὰ χρόνια του Κυρίου ὡς τὶς μέρες μας, ἐπειδὴ πολλοὶ εἶχαν τὸ ὄνομα Ἰάκωβος, αὐτὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τοῦ ἦταν ἅγιος?  Κρασὶ καὶ οἰνόπνευμα δὲν ἤπιε, οὔτε κρέας ἔφαγε, ξυράφι στὸ κεφάλι του δὲ χρησιμοποίησε, μὲ λάδι δὲν ἀλείφθηκε καὶ στὰ δημόσια λουτρὰ δὲ λούστηκε.
       Μόνο σ' αὐτὸν ἐπιτρεπόταν νὰ μπεῖ στὰ ἅγια·  γιατί δὲ φοροῦσε μάλλινα ἄλλα λινά. Καὶ ἔμπαινε στὸ ναὸ μόνος καὶ βρίσκονταν γονατισμένος νὰ ζητᾷ συγχώρεση γιὰ τὸ λαό, μέχρι τὸ σημεῖο νὰ ἔχουν σκληρύνει τὰ γόνατά του σὰν τῆς καμήλας, ἐπειδὴ πάντοτε γονάτιζε προσκυνώντας τὸν Θεὸ καὶ ζητώντας συγχώρεση γιὰ τὸ λαό.
       Καὶ γιὰ τὴν ὑπεροχή του στὴ δικαιοσύνη ὀνομαζόταν ὁ δίκαιος καὶ «ὠβλίας», τὸ ὁποῖο στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «περιοχὴ τοῦ λαοῦ» καὶ «δικαιοσύνη», ὅπως καὶ οἱ προφῆτες μαρτυροῦν γιὰ αὐτόν.
       Κάποιοι λοιπὸν ἀπὸ τὶς ἑπτὰ μερίδες τοῦ λαοῦ, ὅπως τὶς ἔχω προαναφέρει στὰ Ὑπομνήματα, τὸν ρωτοῦσαν ποιὰ εἶναι ἡ θύρα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπαντοῦσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ σωτῆρας. Ἀπὸ αὐτὰ κάποιοι πίστεψαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Χριστός.
       Καὶ οἱ μερίδες ποὺ προαναφέρθηκαν δὲν πίστευαν οὔτε στὴν ἀνάσταση, οὔτε ὅτι θὰ ἔρθει καὶ θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του. Καὶ ὅσοι πίστεψαν, τὸ ἔκαναν ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου.
       «Κι ἐπειδὴ λοιπὸν πίστευαν καὶ πολλοὶ ἄρχοντες, θορυβήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι λέγοντας ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος ὅλος ὁ λαὸς νὰ προσδοκᾷ τὸν Ἰησοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν συγκεντρώθηκαν, ἔλεγαν στὸν Ἰάκωβο· σὲ παρακαλοῦμε, συγκράτησε τὸ λαό, γιατί πλανήθηκε γιὰ τὸν Ἰησοῦ, νομίζοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Σὲ παρακαλοῦμε, πεῖσε ὅλους, ὅσοι ἦρθαν γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, γιὰ τὸν Ἰησοῦ· γιατί ὅλοι πειθόμαστε σὲ σένα. Πράγματι, ἐμεῖς καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶσαι δίκαιος καὶ δὲν προσωποληπτεῖς.
       Πεῖσε κι ἐσὺ λοιπὸν τὸν ὄχλο νὰ μὴν πλανᾶται γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ βέβαια ὅλος ὁ λαὸς καὶ ὅλοι πειθόμαστε σὲ σένα. Στάσου λοιπὸν πάνω στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ φαίνεσαι καλύτερα ἀπὸ ψηλὰ καὶ νὰ ἀκούει ὅλος ὁ λαὸς καλύτερα τὰ λόγια σου. Γιατί γιὰ τὸ Πάσχα εἶχαν συγκεντρωθεῖ ὅλες οἱ φυλὲς μαζὶ μὲ τοὺς ἐθνικούς.
       Ἔστησαν λοιπὸν οἱ προαναφερθέντες γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι τὸν Ἰάκωβο πάνω στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ φώναξαν καὶ εἶπαν· «δίκαιε, ποὺ ὅλοι ὀφείλουμε νὰ πειθόμαστε σὲ σένα, ἐπειδὴ ὁ λαὸς πλανᾶται ἀκολουθώντας τὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ, πές μας, ποιὰ εἶναι ἡ θύρα τοῦ Ἰησοῦ».
       Καὶ ἀπάντησε μὲ δυνατὴ φωνή· «Τί μὲ ρωτᾶτε γιὰ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, κι αὐτὸς κάθεται στὸν οὐρανό, στὰ δεξιὰ τῆς μεγάλης δύναμης, καὶ πρόκειται νὰ ἔρθει πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ;».
       Κι ἐπειδὴ πολλοὶ πείσθηκαν καὶ δόξαζαν γιὰ τὴ  μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου καὶ ἔλεγαν, «ὡσαννὰ στὸν υἱὸ τοῦ Δαυίδ», τότε πάλι οἱ ἴδιοι γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν μεταξύ τους· «λάθος κάναμε καὶ προσφέραμε τέτοια μαρτυρία στὸν Ἰησοῦ· ἀλλὰ ἂς ἀνεβοῦμε καὶ ἂς τὸν πετάξουμε κάτω γιὰ νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ μὴν τὸν πιστέψουν».
       Καὶ φώναξαν λέγοντας, «ω, ω, πλανήθηκε καὶ ὁ δίκαιος», καὶ ἐκπλήρωσαν τὴ γραφὴ ποὺ βρίσκεται στὸν Ἠσαΐα, «ἂς σκοτώσουμε τὸν δίκαιο, γιατί δὲν τὸν χρειαζόμαστε· λοιπόν, θὰ γευτοῦν τοὺς καρποὺς τῶν πράξεών τους».
       Ἀφοῦ ἀνέβηκαν λοιπόν, ἔριξαν κάτω τὸν δίκαιο. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους· «ἂς λιθοβολήσουμε τὸν Ἰάκωβο τὸν δίκαιο», καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν, γιατί παρὰ τὴν πτώση δὲν πέθανε· ἀλλὰ γύρισε καὶ γονάτισε λέγοντας· «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε Θεὲ Πατέρα, συγχώρεσέ τους· γιατί δὲν ξέρουν τί κάνουν».
       Κι ἐνῷ λοιπὸν ἔτσι τὸν λιθοβολοῦσαν, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς γιοὺς τοῦ Ρηχάβ, τοῦ γιοῦ τοῦ Ραχαβείμ, ποῦ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Ἱερεμία τὸν προφήτη, φώναζε λέγοντας· «σταματῆστε· τί κάνετε; γιὰ σᾶς προσεύχεται ὁ δίκαιος».
       Καὶ κάποιος ἀπ' αὐτούς, ἕνας ποὺ κατεργαζόταν ὑφάσματα, πῆρε τὸ ξύλο μὲ τὸ ὁποῖο χτυπᾷ τὰ ὑφάσματα καὶ κατάφερε ἕνα χτύπημα στὸ κεφάλι τοῦ δίκαιου, καὶ ἔτσι μαρτύρησε. Καὶ τὸν ἔθαψαν  στὸν τόπο δίπλα στὸ ναό, καὶ ἡ στήλη τοῦ ἀκόμα βρίσκεται δίπλα στὸ ναό. Αὐτὸς ἔχει γίνει ἀληθινὸς μάρτυρας γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ ἀμέσως ὁ Βεσπασιανὸς ἀρχίζει νὰ τοὺς πολιορκεῖ».

       Αὐτὰ ἐκτεταμένα τὰ ἀφηγεῖται καὶ ὁ Ἠγήσιππος συμφωνώντας μὲ τὸν Κλήμεντα. Τόσο λοιπὸν θαυμαστὸς ἦταν ὁ Ἰάκωβος καὶ τόσο φημίζονταν γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀπ' τοὺς ἄλλους ὅλους, ὥστε καὶ οἱ σώφρονες Ἰουδαῖοι νὰ νομίζουν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἀμέσως μετὰ τὸ μαρτύριό του πολιορκήθηκε ἡ Ἱερουσαλήμ, πρᾶγμα τὸ  ὁποῖο δὲν τοὺς συνέβη γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα ποὺ τόλμησαν ἐναντίον του.

       Καὶ φυσικὰ ὁ Ἰώσηπος δὲν δίστασε νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει ἐγγράφως μὲ τὰ ἑξῆς λόγια· «Αὐτὰ λοιπὸν συνέβησαν στοὺς Ἰουδαίους σὰν ἐκδίκηση γιὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν δίκαιο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸν σκότωσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἂν καὶ ἦταν πάρα πολὺ δίκαιος».
      Καὶ ὁ ἴδιος συγγραφέας, στὸ εἰκοστὸ βιβλίο τῆς Ἀρχαιολογίας, περιγράφει τὸ θάνατό του, ὡς ἑξῆς· «καὶ ὁ Καίσαρας, ὅταν ἔμαθε τὸ θάνατο τοῦ Φήστου, στέλνει γιὰ ἔπαρχο τῆς Ἰουδαίας τὸν Ἀλβίνο. Καὶ ὁ νεότερος Ἀνανος, ὁ ὁποῖος ἀναφέραμε ὅτι εἶχε παραλάβει τὴν ἀρχιεροσύνη, ἦταν θρασὺς στὸ χαρακτῆρα καὶ ἰδιαίτερα τολμηρός, καὶ ἀνῆκε στὴν αἵρεση τῶν Σαδδουκαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ πιὸ σκληροὶ στὶς ἀποφάσεις ἀπὸ ὅλους τους Ἰουδαίους, ὅπως ἤδη τὸ ἔχουμε ἀναφέρει.
       Καθὼς λοιπὸν ἦταν τέτοιος ὁ Ἀνανος, θεώρησε ὅτι βρῆκε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία λόγω τοῦ θανάτου τοῦ Φήστου κι ἐπειδὴ ὁ Ἀλβίνος ἦταν ἀκόμη στὸ δρόμο, καὶ συγκαλεῖ συνέδριο τῶν κριτῶν καὶ ὁδηγεῖ σὲ αὐτὸ τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο, καὶ μερικοὺς ἄλλους, καὶ κατηγορώντας τους ὅτι δῆθεν παρανόμησαν, τοὺς παρέδωσε γιὰ λιθοβολισμό.
       Ὅσοι ὅμως θεωροῦνταν ὅτι ἦταν οἱ πιὸ ἐπιεικεῖς στὴν πόλη καὶ τηροῦσαν τοὺς νόμους μὲ ἀκρίβεια, τὸ ἔφεραν βαρέως, καὶ στέλνουν κρυφὰ ἀπεσταλμένο στὸ βασιλιά, παρακαλώντας τὸν νὰ στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ἄνανο νὰ μὴν κάνει πλέον τέτοιες πράξεις· γιατί οὔτε προηγουμένως αὐτὸς δὲν εἶχε πράξει σωστά. Καὶ κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς προϋπαντοῦν τὸν Ἀλβίνο καθὼς ὁδοιποροῦσε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ τοῦ ἐξηγοῦν ὅτι ὁ Ἀνανος δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ συγκαλέσει συνέδριο χωρὶς τὴ σύμφωνη γνώμη τὴ δική του.
       Κι ὁ Ἀλβίνος πείσθηκε στὰ λόγια τους καὶ γράφει ὀργισμένος στὸν Ἄνανο ἀπειλώντας τὸν ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει, καὶ ὁ βασιλιὰς Ἀγρίππας γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ ἀφαίρεσε τὴν ἀρχιεροσύνη, ποὺ τὴν κατεῖχε γιὰ τρεῖς μῆνες, καὶ τὸν ἀντικατέστησε μὲ τὸν Ἰησοῦ, τὸ γιὸ τοῦ Δαμμαίου».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου