Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ.



Ἡ Ἁγία Κυράννα γεννήθηκε στήν Ἀβυσσώκα τῆς Θεσσαλονίκης, σημερινή Ὄσσα τῆς ἐπαρχίας Λαγκαδᾶ.

Ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς τῆς συμβάδιζε μέ τήν ἐξωτερική της ὡραιότητα, ἀφοῦ ἦταν προικισμένη μέ τίς ἀρετές τῆς σεμνότητας καί τῆς σωφροσύνης. Ἔτσι περνοῦσε τή ζωή τῆς κοντά στούς γονεῖς της. Ὁ μισόκαλος ὅμως διάβολος τή φθόνησε γιά τήν ἁγνότητά της καί ἀφοῦ δέν μπόρεσε μέ πονηρούς λογισμούς καί ἁμαρτωλές σκέψεις νά τήν παρασύρει στό κακό καί νά τήν μεταβάλει σέ ὄργανό του, βρῆκε ἄλλο τρόπο νά ταράξει τήν εὐτυχία τῶν δικῶν της καί τή γαλήνη τῆς νεανικῆς καί πεντακάθαρης ψυχῆς της.
Ἕνας τοῦρκος λοιπόν γενίτσαρος, πού ἦταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής τοῦ ἀστυνομικοῦ τμήματος καί εἰσπράκτορας τῶν φόρων ἀπό τά εἰσοδήματα, ἐρωτεύθηκε τήν Κυράννα καί προσπαθοῦσε νά τήν κατακτήσει μέ διάφορες κολακεῖες. Ἡ Κυράννα μέ κανένα τρόπο δέ δεχόταν τίς κολακεῖες τοῦ τούρκου καί τίς μεγάλες του ὑποσχέσεις γιά λίρες καί φορέματα. Οὔτε ὅμως καί τίς φοβέρες του, ὅτι θά τήν βασάνιζε σκληρά καί στό τέλος θά τήν θανάτωνε ἄν δέ δεχόταν τό σκοπό του.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ γενίτσαρου δέν μπόρεσε νά μεταβάλει τό Χριστιανικό της φρόνημα. Ἔτσι ἀπογοητευμένος ὁ γενίτσαρος μαζί μέ ἄλλους γενίτσαρους ἁρπάζουν τήν ἁγία καί τήν ὁδηγοῦν στή Θεσσαλονίκη. Τήν φέρνουν μπροστά στόν Κριτή μέ τήν ψευδῆ κατηγορία ὅτι δῆθεν στήν ἀρχή δέχθηκε νά τόν παντρευτεῖ καί νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά ἀργότερα ἄλλαξε γνώμη. Οἱ γονεῖς τῆς τήν ἀκολούθησαν μέχρι τή Θεσσαλονίκη.
Οἱ τοῦρκοι ἄρχισαν τήν ἴδια τακτική, στήν ἀρχή κολακεῖες, καί μετά τήν ἀγριότητα. Ἡ Κυράννα ἄφοβη, ἀτάραχη μπροστά στούς βιαστές τῆς θέλησής της δέ μιλοῦσε.

Εἶπε μόνο τά λόγια:

«Ἐγώ εἶμαι Χριστιανή καί ἔχω νυμφίον τόν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τόν ὁποῖον προσφέρω ὡς προίκα τήν παρθενίαν μου καί αὐτόν ἐπόθησα καί ποθῶ ἐκ νεότητός μου καί διά τήν ἀγάπην τοῦ εἶμαι ἕτοιμη νά χύσω καί τό αἷμα μου, διά νά ἀξιωθῶ νά τόν ἀπολαύσω. ἀκούσατε λοιπόν τήν ἀπάντησή μου καί πλέον ἄλλον λόγο μή περιμένετε νά σᾶς πῶ».

Ὕστερα ἀπό τήν ἀπάντηση ἔσκυψε ἡ Κυράννα μέ πολλή σεμνότητα τό κεφάλι τῆς σιώπησε καί προσευχόταν νοερά στόν Κύριο νά τήν ἐνδυναμώσει μέχρι τό τέλος τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ τοῦρκοι ὅταν εἶδαν τήν Πίστη της στό Χριστό ντροπιάστηκαν καί τήν ἔρριξαν στή φυλακή. Ὁ σούμπασης, ἔλαβε ἄδεια ἀπό τόν μπέη τοῦ κάστρου τῆς Θεσσαλονίκης, τόν ἀλή ἐφέντη νά μπαίνει στή φυλακή ὅποτε θέλει. Ἔμπαινε τακτικά μέ ἄλλους γενίτσαρους καί τήν βασάνιζαν. Ἄλλος τήν κλωτσοῦσε, ἄλλος τή χτυποῦσε μέ ξύλο ἤ μέ μαχαίρι καί ἄλλος μέ γροθιές μέχρι νά λιποθυμήσει. Τό βράδυ ὁ δεσμοφύλακας τήν κρεμοῦσε ἀπό τίς μασχάλες μέ ἁλυσίδες καί τήν ἔδερνε μέ ὅ,τι ἔβρισκε καί τήν ἄφηνε κρεμασμένη μέσα στό χειμωνιάτικο κρύο.
Ἕνας Χριστιανός φύλακας τόν πλησίαζε μόλις περνοῦσε ὁ θυμός του καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ δώσει ἄδεια νά ξεκρεμάσει τήν Ἁγία.

Ἐδῶ σημειώνει ὁ συγγραφέας τοῦ μαρτυρίου τῆς τά ἑξῆς:

«Ἡ Ἁγία εἶχε τόσην ὑπομονήν, ἡσυχίαν καί σιωπήν, ὅπου σου ἐφαίνετο ὅτι ἄλλη πάσχει καί ὄχι ἐκείνη καί ὅλος ὁ νοῦς της καί ἡ προσοχή της, εὐρίσκετο εἰς τούς Οὐρανούς καί εἰς τόν Χριστόν».

Στήν ἴδια φυλακή ἦταν φυλακισμένοι καί ἄλλοι Χριστιανοί, ἑβραῖοι καί μερικές τουρκάλες πού ἔλεγχαν τό δεσμοφύλακα ὡς ἄσπλαχνο καί μή φοβούμενο τόν Θεό, γιατί τυραννοῦσε σκληρά μία γυναίκα πού δέν ἔσφαλε σέ τίποτε.
Αὐτός ὅμως ἀντιθέτως γινόταν ὅλο καί πιό σκληρός. Τά φρικτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν ἐπί μία ἑβδομάδα.
Τήν ἕβδομη ἡμέρα κορυφώθηκαν τά βασανιστήρια. Ὁ δεσμοφύλακας ὀργισμένος ἅρπαξε τήν Ἁγία, τήν κρέμασε καί ἄρχισε νά τήν χτυπάει ἀλύπητα μέ μία μεγάλη ξύλινη σχίζα, οἱ τουρκάλες φώναζαν, οἱ φυλακισμένοι ὅλοι τόν μάλωναν δυνατά καί ὁ δεσμοφύλακας ἔπεσε κάτω μπρούμυτα καί ἄρχισε νά κλαίει.
Ἐκείνη τή στιγμή ἡ Ἁγία ἄφηνε τήν τελευταία της πνοή καί ἡ ψυχή τῆς πετοῦσε γιά νά ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό πού τόσο ποθοῦσε καί γιά Χάρη Τοῦ μαρτύρησε. Στίς 4 μέ 5 ἡ ὥρα τό πρωί ἕνα μεγάλο φῶς ἔλαμψε ξαφνικά στή φυλακή πού κατέβηκε σάν ἀστραπή ἀπό τή σκεπή της. Τό φῶς αὐτό περιέλουσε τό σῶμα τῆς μάρτυρος καί φωτίστηκε ὅλη ἡ φυλακή. Οἱ φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν τό «Κύριε ἐλέησον» οἱ ἑβραῖοι πέσανε μπρούμυτα καί οἱ τουρκάλες φώναζαν: «ἄχ, ἄχ, τό κρίμα τῆς φτωχῆς Ρωμαίας μας ἔφθασε καί ἔπεσε σάν ἀστραπή νά μᾶς καύψη». Ὁ δεσμοφύλακας ἀπό τό φόβο τοῦ ἄρχισε νά τρέμει καί εἶπε στόν φύλακα Χριστιανό νά κατεβάσει τήν κρεμασμένη Κυράννα. Ὁ φύλακας βρῆκε τήν Ἁγία Κυράννα τελειωμένη.
Τό φῶς σιγά-σιγά ὑποχώρησε, μία ἄρρητη ὅμως εὐωδία ἔμεινε γιά πολλή ὥρα σέ ὅλη τή φυλακή.
Ὁ φύλακας ἄνοιξε μέ τά κλειδιά τά σίδερα, ἔλυσε τά χέρια τῆς Ἁγίας, σκέπασε μέ σεβασμό τό Ἅγιο Λείψανο, ἄναψε τά φῶτα, θυμίασε καί κάθησε κοντά της, ὥσπου νά ξημερώσει. Δόξασε τό Θεό πού τόν ἀξίωσε νά δεῖ τέτοια θαυμαστά πράγματα ἀλλά καί νά πιάσει καί νά περιποιηθεῖ μαρτυρικό λείψανο.
Τό πρωί διαδόθηκε σέ ὅλη τή Θεσσαλονίκη ἡ φήμη τῆς τελείωσης τῆς Ἁγίας καί ἡ ἔλλαμψη τοῦ Ἁγίου Φωτός. Οἱ τοῦρκοι ντροπιασμένοι σιωποῦσαν, ἔδωσαν τήν ἄδεια στούς Χριστιανούς νά πάρουν τό Λείψανο τῆς Ἁγίας καί οἱ Χριστιανοί ἐνίωθαν χαρά καί εὐφροσύνη γιά τά θαυμάσια του Ἀληθινοῦ καί Ζωντανοῦ Θεοῦ μας.
Τήν ἔθαψαν ἔξω ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἐκεῖ ὅπου ἐνταφίαζαν καί τούς ἄλλους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, καί τά φορέματά της τά μοίρασαν γιά εὐλογία στούς πιστούς. Ἦταν 28 Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.

Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει αἰῶνες τώρα.

«Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες, πρεσβεύσατε πρός Κύριον, ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν».

* * *

Ἀπολυτίκιον τῆς Ἁγίας
(ὡς πρός τόν Συνάναρχον Λόγον)

Χαῖρε Ὄσσης ὁ γόνος καί θεῖον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀθλήσασα στερρῶς ὑστέροις ἔτεσι, καί καθελοῦσα τόν ἐχθρόν, καρτερία σταθερά. Καί νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ὑπέρ τῶν πίστει τιμώντων, τήν μακαρίαν σου ἄθλησιν.



«Ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Εὐαγγέλιο Μάτθ. 10, 22
«Δί' ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἠμίν ἀγώνα». Ἄπ. Παῦλος πρός Ἑβραίους 12, 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου