Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΛΑΑΜ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ



Ὅσιος ΒΑΡΛΑΑΜ, καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων.

Ο ΟΣΙΟΣ πατέρας μας Βαρλαάμ καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ γενιά βογιάρων.
Ἦταν γιός τοῦ πιό φημισμένου στρατηγοῦ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα Ἰζιασλάβου, τοῦ βογιάρου Ἰωάννου.
Ὁ Κύριος εἶχε προικίσει πλούσια τό Βαρλαάμ μέ πολλά χαρίσματα - σωματική ὀμορφιά, ρώμη καί εὐφυΐα. Ἀπό τή μητέρα τοῦ Μαρία ὁ νεαρός βογιάρος πῆρε χριστιανική ἀγωγή καί γρήγορα ξεχώρισε γιά τήν ψυχική του καθαρότητα.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη παιδί, σ' ὅλη τήν περιοχή τοῦ Κιέβου εἶχε ἁπλωθεῖ ἡ φήμη τῆς θεάρεστης ἀσκητικῆς ζωῆς καί τῶν μεγάλων θαυμάτων τῶν ὁσίων πατέρων Ἀντωνίου καί Θεοδοσίου τῶν σπηλαιωτῶν. Κι ὅταν ἔγινε ἔφηβος, συχνά ἐπισκεπτόταν τούς ἁγίους ἀσκητές μαζί μέ πολλούς ἄλλους συμπολίτες του καί δέν χόρταινε ν' ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες καί τίς γλυκύτατες διδαχές τους.

Ἡ ἁγνή καί καθαρή ψυχή τοῦ νεαροῦ Βαρλαάμ αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τή θεία γοητεία τῶν μελίρρυτων ὀσιακῶν λόγων καί πόθησε τήν ἀμέριμνη, ἀγγελική ζωή τῶν ἁγίων ἀσκητῶν.

Δέν ἄργησε ν' ἀποστραφεῖ τόν πλοῦτο, τή χλιδή καί τή δόξα τῆς βογιάρικης ζωῆς καί νά κυριευτεῖ ἀπό τό θεῖο ἔρωτα τοῦ ἀφανοῦς καί σκληροῦ βίου τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν. Στή ζωή τοῦ μοναχοῦ, ὁ Βαρλαάμ ἔβλεπε τόν πιό ἀσφαλῆ δρόμο γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ στή ζωή τῶν κοσμικῶν διαπίστωνε πλῆθος πειρασμῶν καί πνευματικῶν κινδύνων.

Ἰδιαίτερα τόν φόβιζαν τά λόγια του Κυρίου: «Εὐκολότερών ἐστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν».

Ἀποφασισμένος πιά ν' ἀλλάξει τόν κοσμικό πλοῦτο μέ τή μοναχική πτώχεια καί τίς πριγκιπικές τιμές μέ τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, ὁ Βαρλαάμ, ἄν καί ἦταν ἤδη ἀρραβωνιασμένος μέ μία πλούσια πριγκίπισσα, πῆγε στό μακάριο Ἀντώνιο, ἀκούμπησε στά πόδια τοῦ τούς καρδιακούς του πόθους καί τόν παρακάλεσε νά δεχτῆ κι ἐκεῖνον σάν μαθητή καί ὑποτακτικό του.

- Ἀγαθή πρόθεση ἔχεις παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος. Πρόσεξε ὅμως, γιατί πολλοί ξεκίνησαν μέ τό δικό σου ἐνθουσιασμό, ἀλλά δέν «ὑπέμειναν εἰς τέλος». Τά πλούτη, οἱ ἡδονές καί ἡ δόξα τοῦ κόσμου εἶναι τά μεγαλύτερα ὄπλα τοῦ δολεροῦ διαβόλου. Μ' αὐτά θά προσπαθήσει νά σέ νικήσει. Νά θυμᾶσαι ὅμως αὐτό ποῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Οὐδείς ἐπιβολῶν τήν χείρα αὐτοῦ ἐπ' ἀρότρων καί βλέπων εἰς τά ὀπίσω εὔθετος ἐστίν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».

Τά λόγια του γέροντα φλόγισαν ἀκόμη περισσότερο τήν καρδιά τοῦ Βαρλαάμ μέ τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί τήν ἀποφασιστικότητα γι' ἀναμέτρηση μέ τό φθονερό διάβολο.

Μία μέρα φόρεσε τήν ἐπίσημη χρυσοποίκιλτη φορεσιά του, ἀνέβηκε σ' ἕνα καταστόλιστο, μεγαλόπρεπο ἄλογο καί μέ συνοδεία πολλῶν στρατιωτῶν καί ὑπηρετῶν ἔφτασε στό σπήλαιο τῶν ὁσίων.

Οἱ μοναχοί βγῆκαν νά προϋπαντήσουν τόν ἄρχοντα καί νά τοῦ ἀποδώσουν τίς πρέπουσες τιμές. Ὁ Βαρλαάμ κατέβηκε τότε ἀπό τό ἄλογό του, ἔβαλε στρωτή μετάνοια στόν ὅσιο Ἀντώνιο κι ἔπειτα ἔβγαλε τά φανταχτερά ροῦχα τοῦ βογιάρου καί τ' ἀκούμπησε κάτω, στά πόδια τοῦ ὁσίου. Μετά ὁδήγησε μπροστά στόν ὅσιο τό ἄλογό του, καθώς καί ὁλόκληρη τή συνοδεία τῶν ὑπηρετῶν του καί εἶπε:
- Νά ἡ γοητεία τῆς κοσμικῆς ζωῆς! Τήν ἀπαρνοῦμαι! Ὅ,τι θέλεις κᾶνε μαζί τους... Γιά μένα ὄλ' αὐτά δέν ἀξίζουν τίποτα. Θέλω νά ζήσω στό σπήλαιο, γιά νά κερδίσω τό Χριστό. Καί σού ὑπόσχομαι ὅτι ποτέ δέν θά γυρίσω πίσω!
- Νά θυμᾶσαι, παιδί μου, εἶπε ὁ ὅσιος, σέ Ποιόν δίνεις τίς ὑποσχέσεις καί Ποιός εἶναι ὁ Βασιλιάς πού θέλεις νά γίνεις στρατιώτης Του. Ἐδῶ βρίσκονται ἀόρατος ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί καταγράφουν τά λόγια σου. Πρόσεξε ὅμως! Ἄν ἔρθει ἐδῶ ὁ πατέρας σου καί σέ πάρει μέ τή βία, τί θά γίνει; Ἐμεῖς δέν εἴμαστε σέ θέση νά σέ βοηθήσουμε κι ἐσύ θ' ἀθετήσεις τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσες στό Θεό.

Ἀλλά ὁ Βαρλαάμ ἦταν ἀποφασισμένος καί ἀμετάπειστος.

-Καί νά μέ βασανίσει ἀκόμη ὁ πατέρας μου, δέν θά γυρίσω πίσω στόν κόσμο. Μόνο σέ παρακαλῶ πάτερ, τό συντομότερο νά μέ κάνης μοναχό.

Βλέποντας τήν ἐπιμονή τοῦ Βαρλαάμ καί διαβλέποντας τή μελλοντική του πορεία, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἔδωσε ἐντολή στό μακάριο Νίκωνα νά τοῦ δώσει τό ἅγιο μοναχικό σχῆμα.

Σάν πληροφορήθηκε ὁ βογιάρος Ἰωάννης τήν κούρα τοῦ ἀγαπημένου τοῦ γιοῦ, κεραυνοβολήθηκε κι ἔπεσε κάτω λιπόθυμος.
Λύπη θανάσιμη τόν κυρίευσε. Γρήγορα ὅμως ἡ λύπη μεταβλήθηκε σέ ὀργή, σέ θηριώδη μανία κατά τῶν μοναχῶν της μονῆς. Πιστεύοντας ὅτι ἐκεῖνοι παρέσυραν τό γιό του, ἦρθε μέ στρατό στά σπήλαια καί σκόρπισε μέ τίς λόγχες τούς μοναχούς. Ἅρπαξε μετά τό Βαρλαάμ, τοῦ ξεσκίσε τά μοναχικά ἐνδύματα, τοῦ φόρεσε τή λαμπρή βογιάρικη φορεσιά καί τόν πῆρε μέ τή βία στό παλάτι του.
Στό δρόμο ὁ Βαρλαάμ πέταξε πολλές φορές ἀπό πάνω του μέ ἀηδία τή φανταχτερή στολή καί τήν ποδοπατοῦσε μέσα στή λάσπη. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, γιά νά τιμωρήσει τό γιό του, ἔδινε ἐντολή στούς στρατιῶτες νά τοῦ φοροῦν κάθε φορᾶ τά λασπωμένα ροῦχα μέ βάναυσα χτυπήματα καί προπηλακισμούς.

Στό σπίτι ὁ Βαρλαάμ ἔμενε μακριά ἀπό τούς γονεῖς καί τήν πρώην μνηστή του. Δέν ἤθελε οὔτε στό τραπέζι νά καθίσει μαζί τους. Τόν ἔφερναν σέρνοντας οἱ ὑπηρέτες, ἐκεῖνος ὅμως καθόταν σιωπηλός καί μέ κατεβασμένα μάτια, χωρίς νά τρώει μπουκιά καί χωρίς νά πτοεῖται ἀπό τίς ἀπειλές τοῦ πατέρα, ἀπό τίς ἱκεσίες τῆς μητέρας, ἀπό τά δάκρυα τῆς μνηστῆς...

Ὁ βογιάρος Ἰωάννης ἔδωσε ἐντολή νά τόν κλείσουν στό διαμέρισμά του καί νά τόν ἐπιτηροῦν αὐστηρά, γιά νά μή δραπετεύσει. Ἔπειτα κάλεσε μία νεαρή καί ὄμορφη ὑπηρέτρια καί τῆς ὑποσχέθηκε μεγάλη ἀμοιβή ἄν κατόρθωνε νά ξεμυαλίσει τό Βαρλαάμ καί ἄν τόν κατάφερνε νά μείνει στό σπίτι. Ἀπό κείνη τήν ὥρα ἡ ξεδιάντροπη γυναίκα δέν σταμάτησε νά προκαλεῖ καί νά σκανδαλίζει τό δοῦλο τοῦ Θεοῦ, μ' ὅλα τά πονηρά τεχνάσματα πού τή δίδαξε ὁ φίλος της ὁ διάβολος. Ντύθηκε μέ προκλητικά φορέματα, ἀλείφτηκε μ' ἐρεθιστικά ἀρώματα, στολίστηκε μέ φανταχτερά στολίδια κι ἔβαλε σκοπό νά πιάσει μέ κάθε μέσο τόν ἁγνό νέο στά σατανικά δίχτυά της.

Ὁ σώφρων Βαρλαάμ πάλι, παραδομένος σταθερά στή διακονία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, κουλουριάστηκε σέ μία γωνιά τοῦ δωματίου του, ντυμένος μόνο μ' ἕνα τρίχινο πουκάμισο. Γιά τρεῖς ἥμερες, οὔτε τροφή, οὔτε νερό ἔβαλε στό στόμα του. Ἀδιάλειπτα προσευχόταν στόν Κύριο νά τοῦ δώσει δύναμη γιά νά ξεπεράσει τήν ἀσθένεια τῆς φύσεως, ν' ἀντισταθεῖ στό σαρκικό πειρασμό καί νά βγεῖ νικητής μέ τή συνεργεῖα τῆς θείας χάριτος ἀπό τή φοβερή ἐκείνη δοκιμασία, γιά νά δοξαστεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί νά ντροπιαστεῖ ὁ πανοῦργος καί μισόκαλος διάβολος.

Ἡ ὑπηρέτρια, μέ τήν πρόφαση πώς εἶχε ἐντολή νά τόν φροντίζει καί νά τόν ἐξυπηρετεῖ, ἦταν ἀδιάκοπα σχεδόν κοντά του. Καί χωρίς ντροπή τόν χάιδευε, τόν φιλοῦσε, τοῦ ἔλεγε ἐρωτόλογα καί προτροπές γιά ν' ἁμαρτήσει μαζί της. Ὁ ὅσιος ἀντιστεκόταν μ' ὅλες του τίς δυνάμεις, ὄχι τόσο στή γυναίκα, ὅσο στή δική του ἁμαρτητικῆ ροπή. Ἀλλά δυστυχῶς, ὅσο ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν, τόσο ἡ γυναίκα πείσμωνε καί γινόταν προκλητικότερη καί ἐπιθετικότερη.

Στό μεταξύ ὁ ὅσιος Ἀντώνιος μαζί μέ ὅλους τους ἀδελφούς, προσευχόταν μέ δάκρυα στό Σωτήρα νά λυπηθεῖ τό γνήσιο τέκνο Του καί νά τό ἐλεήσει.

Πράγματι, ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, εἰσάκουσε τίς προσευχές τῶν ἐκλεκτῶν Του καί προκάλεσε μίαν ἀπροσδόκητη ἀλλοίωση στήν καρδιά τοῦ Ἰωάννη. Ἡ πατρική ἀγάπη νίκησε τήν ἐμπάθεια καί τή φιλοκοσμία. Σάν πληροφορήθηκε ὁ βογιάρος ὅτι ὁ γιός τοῦ εἶχε τρεῖς ἡμέρες νά φάει καί νά πιεῖ, φοβήθηκε μήπως πεθάνει ἀπό πείνα καί δίψα. Ἡ σκληρότητά του τότε μεταβλήθηκε σέ εὐσπλαχνία καί ἡ ὀργή του σέ συμπάθεια. Τόν φώτισε ὁ Θεός καί κατάλαβε ὅτι μάταια προσπαθοῦσε νά μεταπείσει τό παιδί του. Δέχτηκε λοιπόν σάν θέλημα Θεοῦ τήν ἀπόφαση τοῦ Βαρλαάμ, τόν κάλεσε ἀμέσως κοντά του, τοῦ ζήτησε δακρυσμένος συγγνώμη καί τόν ἄφησε νά ἐπιστρέψει ἀνεμπόδιστα στό σπήλαιο.

Συγκινητική ἦταν ἡ στιγμή τοῦ ἀποχωρισμοῦ:

Στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ, πικρά θρηνοῦσαν γιά τό παιδί τους σάν νά ἦταν πλέον νεκρό. Ἡ πρώην μνηστή τοῦ Βαρλαάμ ἔπεσε λιπόθυμη στά σκαλιά. Κι αὐτή ἀκόμα ἡ ἀναίσχυντη ὑπηρέτρια εἶχε σωριαστή παράμερα, κλαίγοντας βουβά γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐραστῆ καί τῶν χρημάτων πού θά κέρδιζε.

Μόνο ὁ ὅσιος ἔλαμπε ἀπό χαρά.

Σάν πουλί ποῦ βγῆκε ἀπό τό κλουβί, βιαζόταν νά φύγει γιά τό ποθητό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του.

Μ' εὐχαριστίες καί δοξολογίες πρός τόν Κύριο, πού ἄκουσε τίς προσευχές τους, δέχτηκαν οἱ μοναχοί τῶν Σπηλαίων τόν ἀγαπημένο τούς πνευματικό ἀδελφό.
Μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ ὁ Βαρλαάμ, ἐπιδόθηκε μέ μεγάλο ζῆλο καί ἀκατασίγαστο πόθο στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἐνάρετη ζωή του, ἀκτινοβολοῦσε σάν ὁλόλαμπρη φωτεινή φλόγα ἀνάμεσα στούς ἄλλους μοναχούς. Βλέποντας τήν ὑπεροχή τοῦ ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καί νιώθοντας ὁ ἴδιος τήν ἀνάγκη τῆς μονώσεως καί τῆς ἡσυχίας, τόν ἄφησε ἡγούμενο στή θέση του καί ὁ ἴδιος ἀναχώρησε γιά ν' ἀσκηθεῖ μόνος σ' ἄλλο σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε στό βίο του.

Μέ πολλούς κόπους καί μόχθους ἀσκοῦσε τή διακονία τοῦ ὁ ὅσιος Βαρλαάμ γιά μερικά χρόνια. Ἔχτισε μάλιστα μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τήν ξύλινη ἐκκλησία πάνω ἀπό τά σπήλαια, τήν ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ τελοῦσαν ἀπό τότε τίς ἀκολουθίες τούς οἱ ἀδελφοί, γιατί ἡ μικρή ὑπόγεια ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου, δέν τούς χωροῦσε.

Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβος Παροσλάβιτς, πού ὀνομάστηκε στό ἅγιο βάπτισμα Δημήτριος, ἔχτισε μοναστήρι στό ὄνομα τοῦ προστάτη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καί κάλεσε τό μακάριο Βαρλαάμ νά τό ὀργανώσει, σάν ἄνθρωπο φημισμένο γιά τήν ἀσκητικότητα, τίς ἀρετές καί τίς ἱκανότητές του.

Καί στή μονή τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὁ ὅσιος συνέχισε τή θεάρεστη ζωή καί διακονία του μέ τόν ἴδιο ζῆλο, δίνοντας πρῶτος τό παράδειγμα τῆς αὐταπαρνήσεως γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί καθοδηγώντας τό ποίμνιο Ἐκείνου στό δρόμο τῆς ἁγιότητας. Ὁ Θεός εὐλόγησε τήν πρόθεση καί τούς κόπους τοῦ ὁσίου καί γρήγορα οἱ ἀδελφοί της μονῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἔγιναν ξακουστοί γιά τήν ἐνάρετη βιωτή καί τή θεοφιλῆ πολιτεία τους.

Ἀφοῦ ὀργάνωσε τό μοναστήρι κι ἔβαλε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ τή νέα ἀδελφότητα, ὁ ὅσιος Βαρλαάμ ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στή μονή τῶν Σπηλαίων. Προηγουμένως ὅμως θέλησε νά ἐκπληρώσει ἕνα παλαιό εὐσεβῆ πόθο του:

νά προσκύνηση τούς Ἁγίους καί Θεοβάδιστους Τόπους.

Πράγματι, πῆγε στά μέρη τῆς Παλαιστίνης, στά χώματα πού ἁγίασε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μέ τήν ἐνσώματη λυτρωτική παρουσία Του καί ἐπισκέφθηκε ὅλα τά πανάγια προσκυνήματα, ἀποκομίζοντας μεγάλη χάρη, ὠφέλεια πνευματική καί ψυχική εὐφροσύνη.

Ἐπιστρέφοντας πέρασε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί περιόδευσε στά ἐκεῖ μοναστήρια, ὅπου του πρόσφεραν πολλά ἐκκλησιαστικά σκεύη, εἰκόνες καί ἄμφια. Μετά πῆρε τό δρόμο γιά τήν πατρίδα του.

Φτάνοντας ὅμως στό Βλαντιμίρ, ὁ ὅσιος Βαρλαάμ ἀσθένησε Βαριά.

Μόλις πού πρόλαβε νά πεῖ πώς ἐπιθυμοῦσε νά μεταφέρουν τό σῶμα του στή Λαύρα τοῦ Κιέβου καί νά παραδώσουν τά ἐκκλησιαστικά εἴδη στόν ὅσιο Θεοδόσιο. Ἀμέσως μετά ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω.

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ μακαρίου δούλου τοῦ Θεοῦ ἐκπληρώθηκε.

Τό σῶμα τοῦ μεταφέρθηκε στήν Πετσέρσκαγια, ὅπου ἀναπαύεται μέχρι σήμερα ἀβλαβές καί ἄφθορο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου