Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΒΡΑΑΜΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΑΤΕΙΑΣ.



  Ἁγίος  Ἀβραάμιος Ἐπίσκοπος Κρατείας

Ὁ πανεύφημος γέροντας Ἀβραάμιος εἶχε γονεῖς ποὺ λέγονταν Παῦλος καὶ Θέκλα, οἱ ὅποιοι εἶχαν πατρίδα τὴν Ἔμισα, τὴν περίλαμπρη μητρόπολη στὰ μέρη τῆς Συρίας, ὅπου καὶ κατοικοῦσαν. Ἐγεννήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Ζήνωνος καὶ ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία σὲ μοναστῆρι γύρω ἀπὸ αὐτὴν τὴν πόλη, ἀφοῦ ἐκπαιδεύτηκε καλὰ στὴ μοναχικὴ ἀγωγή. Ὅταν ἦταν ἡλικίας δεκαοκτὼ ἐτῶν, γύρω στὸ 491, ἐπειδὴ Σαρακηνοὶ ἔκαμαν εἰσβολὴ σ' αὐτὸ τὸ μοναστῆρι, ἀνέβηκε μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ συνέβη ὁ ἀββάς του νὰ γίνει ἡγούμενος ἑνὸς ἀπὸ τὰ γύρω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μοναστήρια καὶ νὰ ἔχει αὐτὸν τὸν φωστῆρα γνήσιο συναγωνιστὴ καὶ ὑπήκοο μαθητὴ καὶ πιστότατο ἀποκρισσάριο. Καθὼς προχωροῦσε ὁ χρόνος διέπρεπε σὲ διάφορες ἀρετὲς ὁ Ἀβραάμιος, ὅπως ἐπίσης καὶ στὶς μέσα στὸ μοναστῆρι διακονίες καὶ στὶς ἐξωτερικὲς ἀποστολές, κι ἔτσι ἔγινε σὲ ὅλους προσφιλὴς τόσο γιὰ τὴν ἱκανότητά του σὲ ὅλα, ὅσο καὶ γιὰ τὴ γλυκύτητα τῆς συζητήσεως, τὴν καθαρότητα καὶ σεμνότητα τοῦ τρόπου καὶ τὴν ἱεροπρέπεια τῆς παραστάσεώς του.
       Καθὼς λοιπὸν αὐτὸς ἔλαμπε σ' αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια κατορθώματα, ἕνας ἔνδοξος ἄνδρας, ποὺ πολλὲς φορὲς εὐδοκίμησε σὲ πολιτικὰ ἀξιώματα, κόμης τῶν θησαυρῶν τότε, καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Κρατεία τῆς Ὀνωριάδας καὶ ὀνομαζόμενος Ἰωάννης, συνετέλεσε ὥστε ὁ ἀδελφός του Πλάτων νὰ γίνει ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς πόλεως. Θέλησε λοιπὸν νὰ κτίσει μοναστῆρι στὸν τάφο τῶν γονέων του καὶ ὅταν ἐπληροφορήθηκε γιὰ τὴν καθαρὴ διαγωγὴ καὶ τὸν ἀνεπίληπτο βίο τοῦ Ἀβρααμίου, παρακάλεσε τὸν ἡγούμενό του νὰ τὸν ἀπολύσει, γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τὸ κτιζόμενο αὐτὸ μοναστῆρι. Ὁ Ἀβραάμιος, ἀφοῦ ἀπολύθησε μ' εὐχὴ ἀπὸ τὸν ἀββᾶ του, πηγαίνει στὴν Κρατεία, οἰκοδομεῖ τὸ μοναστῆρι καὶ γίνεται πρεσβύτερος καὶ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τούτου ἀπὸ τὸν Πλάτωνα τὸν ἐπίσκοπο Κρατείας, κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἕβδομο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Κι ἀφοῦ ἔκαμε δέκα χρόνια στὴν ἡγουμενία, συγκρότησε ἐκεῖ λαμπρότατο μοναστῆρι καὶ συνάθροισε ὄχι λίγους ἀδελφούς, καὶ ὁδηγώντας αὐτοὺς κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐκπαίδευσε στὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν.
       Ἐπειδὴ ἡ φήμη τοῦ περιέτρεξε παντοῦ, ἔρχονται πολλοὶ πρὸς αὐτὸν λαϊκοὶ καὶ μοναχοί, καὶ ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ ἐσύχναζαν σ' αὐτὸν καὶ ἐπίσκοποι, διότι εὐχαριστοῦνταν μὲ τὴ συντροφιά του. Αὐτὸς ὅμως, σὰν φιλήσυχος ποὺ ἦταν ἀπὸ παιδί, ἐλυποῦνταν γιὰ τὴν ἐνόχληση ποὺ τοῦ ἐγινόταν. Ἀπὸ τὴν πολλὴ στενοχώρια ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη κρυφὰ καὶ ἔφυγε γρήγορα πρὸς τὴν ἁγία πόλη, χωρὶς νὰ φέρει μαζί του τίποτε ἀπὸ τὰ κοσμικὰ καὶ μὲ πολλὴ ἀνέχεια καὶ δυσκολία ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα στὴν ἀρχὴ τῆς πέμπτης ἰνδικτιῶνος (ἡ πέμπτη ἰνδιώνα ἄρχιζε τὴν 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 511), ἀφοῦ συμπλήρωσε τὸ τριακοστὸ ἕβδομο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Καθὼς ἐπροσκυνοῦσε τὴν Ἁγία Ἀνάσταση τοῦ συνέβηκε νὰ συναντήσει τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ ἀπὸ ἀξιωματικὸς ἔγινε μαθητὴς τοῦ ἁγίου πατέρα μᾶς Σάββα κι αὐτὲς τὶς ἥμερες παρελάμβανε ἀπὸ αὐτὸν τὸν πύργο ποὺ εἶχε οἰκοδομηθεῖ παλαιὰ ἀπὸ τὴ μακαρία Εὐδοκία.
       Ὁ μακαριστὸς Ἰωάννης λοιπόν, παρατηρώντας τὴν κατάσταση τοῦ ἤθους τοῦ Ἀβρααμίου, τὸ εὔτακτο βλέμμα καὶ τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου, ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶναι δοῦλος Θεοῦ. Τὸν ἐπῆρε λοιπὸν στὸ ξενοδοχεῖο τῆς Μεγίστης Λαύρας (διότι δὲν εἶχε ἀποκτήσει ἀκόμη δικό του ξενοδοχεῖο) καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸν μακαριστὸ Σάββα τὸν Μάιο τοῦ 512 καὶ μὲ ἄδεια τοῦ τὸν κατέβασε στὸν παραπάνω πύργο. Ὁ Ἀβραάμιος εὐρῆκε ἐκεῖ δύο θεοφόρους γέροντες, στολισμένους μὲ θεία σύνεση, τοὺς ὁποίους εἶχε ἐγκαταστήσει ἐκεῖ ὁ μακάριος Σάββας μαζὶ μὲ τὸν Σχολάριο, ὀνομαζόμενους Ἰωάννη καὶ Γρηγόριο, Ποντίους τὴν καταγωγή. Προσκολήθηκε μὲ αὐτοὺς πνευματικά, δείχνοντας σ' αὐτοὺς κάθε ὑπακοὴ διότι τοὺς εὐρῆκε ἱκανοὺς νὰ ὁδηγήσουν ψυχὲς στὴ σωτηρία.
       Τὴν ἴδια ἐποχὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔφερε στὰ Ἱεροσόλυμα ἕναν ἄνδρα ἔνδοξο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κλαυδιούπολη τῆς Ὀνωριάδας καὶ ὀνομαζόταν Ὀλύμπιος. Αὐτός, ἀναζητώντας τὸν Ἀβραάμιο, (διότι πολλὲς φορὲς εἶχε τὴν πνευματική του διδαχὴ στὴν Κρατεία ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Κλαυδιούπολη) καὶ μαθαίνοντας ποὺ κατοικεῖ, ἦλθε πρὸς αὐτὸν στὸν πύργο, γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρατεία, διότι ὁ ἐπίσκοπος Πλάτων τὸν ἔστειλε μὲ πολλὲς παρακλήσεις σὲ ἀναζήτηση καὶ ἐπιστροφή. Ὁ Ἀβραάμιος δέχθηκε τὸν Ὀλύμπιο μὲ μεγάλη χαρά, τὸν νουθέτησε μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε ν' ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ βίου καὶ νὰ προσκολληθεῖ στὸν φόβο τοῦ Θεοί. Ὁ Ὀλύμπιος, ἀφοῦ δέχθηκε τὴ νουθεσία τοῦ Ἀβρααμίου καὶ παρετήρησε τὴν ἀρετὴ καὶ διαγωγὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ τοῦ Γρηγορίου, τῶν γερόντων καὶ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Σχολαρίου καὶ ἀποφάσισε μὲ τὴν ψυχή του, ἔκλινε ν' ἀποταχθεῖ τὸν πρόσκαιρο βίο· ἐφωτίσθηκε σ' αὐτὸ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἀστραφτερὴ χάρη τοῦ Ἁγίου πατέρα μᾶς Σάββα, ποὺ τότε μετέτρεπε τὸν πύργο σὲ κοινόβιο καὶ ἐφρόντιζε πολὺ γι' αὐτούς. Ὁ Ὀλύμπιος λοιπὸν παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁλοψύχως στὸ Θεὸ καὶ σὲ λίγον καιρὸ σὲ τόσο Ὕψος ἀρετῆς ἀνέβηκε, ὥστε καὶ διάκονος καὶ πρεσβύτερος νὰ χειροτονηθεῖ ἐκβιαστικὰ καὶ νὰ γίνει δεύτερος στὴ διοίκηση τοῦ μοναστηρίου.
       Ὁ τίμιος Ἀβραάμιος, ἀφοῦ συμπλήρωσε τέσσερα χρόνια στὴ μονὴ τοῦ Σχολαρίου, ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρατεία κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο. Ὁ ἐπίσκοπος Κρατείας Πλάτων, ποὺ μνημονεύθηκε, πολλὲς φορὲς τὸν προσκάλεσε, κι ἐπειδὴ δὲν πέτυχε, χρησιμοποίησε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες. Πρῶτα τὸν διέταξε σὲ ἀργία, ἔπειτα, ἐπειδὴ ἐπέμενε, τοῦ ἔστειλε ἀφορισμό. Τότε ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Σχολάριος τὸν ἀπήγαγε στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ ἀναθέτει τὴ φροντίδα του στὸν μεγάλο πατέρα μᾶς Σάββα. Ὁ μεγάλος πατέρας μας τοὺς ἐπῆρε στὴν Ἁγία Πόλη καὶ τοὺς παρουσίασε στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἠλία καὶ τὸν παρακαλοῦσε, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ λύσει τὸν ἀφορισμό. Ὁ μεγάλος ἱεράρχης ὅμως ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀντικανονικὸ νὰ λύσει ἄλλος τὸν ἀφορισμὸ ἄλλου καὶ μάλιστα ζωντανοῦ ἀκόμη, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐχειροτόνησε καὶ ἀφόρισε νὰ τὸν προσκαλεῖ.
       Καθὼς ἄκουσαν αὐτὰ οἱ μακάριοι πατέρες Σάββας καὶ Ἰωάννης, τοῦ παρήγγειλαν ν' ἀνεβεῖ πρὸς τὸν Ἐπίσκοπό του, γιὰ ν' ἀπολυθεῖ ἀπ' αὐτόν. Ὁ ἀββὰς Ἀβραάμιος, ὑποχωρώντας στὶς παραινέσεις τῶν πατέρων ἀναχώρησε στὴν Κρατεία, ὅταν συμπληρωνόταν τὸ τεσσαρακοστὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ (ἦταν τὸ ἔτος 515). Ἀφοῦ λοιπὸν ἦλθε στὴν Κρατεία κι ἔγινε δεκτὸς εὐμενῶς ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό του, ἀποκαταστάθηκε στὴν ἡγουμενία του, ἐπειδὴ ἐλύθηκαν οἱ ἀφορισμοί. Μετὰ τὴ λύση τοὺς ὁ ἐπίσκοπος Πλάτων ἔζησε λίγες μόνο ἡμέρες κι ἔπειτα πέθανε. Τότε ὅλος ὁ λαὸς τῆς Κρατείας μὲ κοινὴ ψῆφο καὶ παράκληση πρὸς τὸν μητροπολίτη τῆς χώρας αὐτῆς ζητοῦν ὡς ἐπίσκοπο τὸν Ἀβραάμιο. Ὁ μητροπολίτης λοιπὸν ἀφοῦ τὸν προσκάλεσε γιὰ κάποια ἄλλη τάχα αἰτία τὸν ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο Κρατείας.
        Ἐδῶ, χάριν συντομίας, παρασιωποῦνται οἱ θεάρεστες πράξεις ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸν Ἅγιο λεπτομερῶς στὴν ἐπισκοπή του, οἱ ὀρφανοτροφίες, οἱ ξενοδοχίες, οἱ νοσοκομίες, οἱ ἐκδιώξεις τῶν δαιμόνων, οἱ βοήθειες σ' αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, οἱ οἰκοδομήσεις τῶν ἐκκλησιῶν καὶ οἱ διάφορες θαυματουργίες καὶ φθάνομε στὸ τέλος τοῦ περὶ τῆς ἐπισκοπῆς λόγου.
       Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἅγιος διέπρεψε ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια στὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἐφωταγώγησε τὴν πόλη του μὲ τὸ βίο καὶ τὸ λόγο, συνέβηκε νὰ ἔχει ἡ Ἐκκλησία τοῦ προβλήματα μὲ κάποια πρόσωπα, ὥστε καὶ μὴ θέλοντας ν' ἀναγκάζεται νὰ χάνει τὸν καιρό του σὲ διοικητήρια καὶ ν' ἀνεβαίνει στὴν πρωτεύουσα. Ἐνθυμούμενος τὴ μοναχικὴ ἡσυχία ποὺ εἶχε, ὅταν ἀσκοῦνταν στὴ μονὴ τοῦ Σχολαρίου, ἐλυποῦνταν πολὺ καὶ ἐδυσφοροῦσε, διότι ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του νὰ εἶναι σὲ περισπασμὸ καὶ σύγχυση ἀπὸ τὶς βιωτικὲς μέριμνες καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ ἐκτενῶς λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, ἄν σου εἶναι εὐάρεστο ν' ἀναχωρήσω στὴν ἔρημο κατευόδωσε νὰ γίνει τὸ θέλημά σου».
       Ὅταν κάποτε ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔμαθε ὅτι ὁ πατέρας μᾶς Σάββας εἶναι ἐκεῖ (εἶναι ἡ δεύτερη παρουσία τοῦ Σάββα στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 531), τὸν ἀναζήτησε ἀμέσως μὲ ζῆλο. ἐπειδὴ ὅμως δὲν εὐρῆκε τὸν ἀγαπητὸ ἅγιο γέροντα, ἐρώτησε γι' αὐτὸν κι ἔμαθε ὅτι ἔφυγε γιὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ τρεῖς ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴ δική του εἴσοδο στὴν Κωνσταντινούπολη. Τότε ἐστενοχωρήθηκε πολὺ ποὺ δὲν τὸν εὐρῆκε. Ἐκείνη τὴ νύκτα τὸν εἶδε στὸν ὕπνο του νὰ τοῦ λέγει: «Μὴ στενοχωρεῖσαι ποὺ δὲν μὲ εὐρῆκες στὴν Κωνσταντινούπολη, ἂν ἐπιθυμεῖς νὰ εὐρεῖς ἀνάπαυση ἀπὸ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, γύρισε πάλι στὸ μοναστῆρι σου κι ἐκεῖ θὰ κοιμηθεῖς».
       Τότε σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο του, δὲν εἶπε σὲ κανένα τίποτε, ἀλλὰ προσκάλεσε ἀμέσως τοὺς διακόνους, στοὺς ὁποίους παρέδωσε ὅσα περιουσιακὰ στοιχεῖα εἶχε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀνέβηκε σ ἕνα πλοῖο μὴ παίρνοντας τίποτε ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου μαζί του. Ἦλθε στὴν Ἱερουσαλὴμ κι' ἐπῆγε ἀμέσως στὴ μονὴ τοῦ Σχολαρίου. Κατὰ τὴν ἄφιξη τοῦ ὁ Ἰωάννης ὁ Σχολάριος καὶ ὁ ἐνάρετος Ἀλβάνιος ἐγέμισαν μεγάλη χαρὰ κι' οἱ τρεῖς, ἦταν σὰν μιὰ ψυχή. Εἶχαν τὴν ἴδια στέγη, τροφὴ καὶ ἀρετή. Ὁ καθένας παρακινοῦσε τὸν ἄλλο σὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ καθετὶ ποὺ ἔκαναν, ἦταν κατὰ τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ. Κρατιώνταν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ κόσμου καὶ προσέγγιζαν στὸ Θεό.
       Ὅταν ἐπέρασε ἕνας μῆνας ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀβρααμίου, πέθανε ὁ Ἅγιος πατέρας μᾶς Σάββας, στὶς 5 τοῦ πρώτου μηνός, τοῦ Δεκεμβρίου. Ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ἔπρεπε κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας νὰ βγεῖ στὴν ἔρημό του Ρουβᾶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Σχολάριο καὶ τὸν Ἀλβάνιο. Ἐκεῖ τότε οἱ ἄνθρωποι ζήτησαν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες τὴ σιωπὴ σ' αὐτὴ τὴν ἔρημο, διότι ποθοῦσαν τὴν ἡσυχία. Ἐκεῖ ἔμειναν οἱ τρεῖς πρόθυμα μὲ τὴν ἴδια ἄσκηση ὀκτὼ χρόνια, ἔπειτα πέθανε ὁ Ἀλβάνιος καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ κατάλαβαν ὅτι εἶχε ἀποκτήσει τὸ χάρισμα τῆς προφητείας.
       Ὁ μεγάλος ὅμως Ἀβραάμιος ἦταν ἕνας ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων καὶ πολλοὶ ἔρχονταν πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ζητήσουν θεραπεία ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες τους. Ἔπειτα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἀρρώστησε ὁ Ἰωάννης ὁ Σχολάριος μὲ μιὰ σύντομη ἀσθένεια καὶ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἀποχώρησή του ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἐτακτοποίησε ὅ,τι ἤθελε. Μετὰ παρέλευση τεσσάρων ἥμερων ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Χριστό, τὸν δεύτερο μήνα, δηλαδὴ τὸν Ἰανουάριο. Τότε, ἀφοῦ ὁ Ἀβραάμιος συμπλήρωσε τὰ 68 χρόνια της ζωῆς του, ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς μετὰ ἀπὸ τὸν Σχολάριο ὁ Κυριάκος, ποὺ ἔπειτα ἄφησε τὴν ἡγουμενία (*).



(*) Ὁ Ἡγούμενος Κυριάκος δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μ' ἐκεῖνον ποὺ ὁ Κύριλλος τοῦ ἀφιέρωσεν ἕναν βίον).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου