Εὐθυμίου Ἱερομονάχου
(Σταυρουδά)
Βίος,
πολιτεία καὶ ἀγῶνες διὰ δόξαν τῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας τελεσθέντες παρὰ τοῦ ὁσιολογιωτάτου
καὶ μακαρίτου καὶ ἀοιδίμου Νικοδήμου Μοναχοῦ, συγγραφέντες δὲ παρὰ τοῦ ἐν Χριστῷ
ἀδελφοῦ του Εὐθυμίου ἱερομονάχου. Ἐπιμέλεια
Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Νικοδήμου (Μπιλάλη), ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Συλλόγου «Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης». Γιά τήν ἀντιγραφή δ. Παΐσιος Παρασκευᾶς.
Λόγοι
παρακινητικοὶ συγγραφῆς τοῦ Βίου.
Εὐθυμίου
Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 1. Οὔτε δίκαιον εἶναι οὔτε συμφέρον κρίνεται
ὁ φωτοειδὴς βίος τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν νὰ κρύπτεται καὶ νὰ μένῃ διὰ πάντα κεκρυμμένος
ὑπὸ κάτω εἰς τὸν μόδιον τῆς σιωπῆς. Δίκαιον δὲν εἶναι, διατὶ ὁ κυρίως καὶ καθ’
αὑτὸ μισθὸς καὶ πληρωμή τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι μάταια χρήματα, ἀλλ’ εὐφημία καὶ ἒπαινος·
«μισθὸς ἀρετῆς ἔπαινος»• ἔτζι ἀξιωματικῶς τὸ εἶπεν
ἕνας παλαιὸς σοφός. Ὅθεν καὶ συμβαίνει νὰ
ἀδικῶνται ἐκ τῆς σιωπῆς οἱ ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμψαντες μὲ τὸ νὰ ἀποστερῶνται ἀπὸ τὸν
μισθὸν τους, ὁποὺ εἶναι οι ἔπαινοι· καὶ ἐν ταὐτῷ ἐκ τῆς αὐτῆς σιωπῆς τῶν ἐπαίνων
τὸ κοινὸν τῆς Εκκλησίας ζημιοῦται τὰ μέγιστα· ὅτι φυσικὰ τὰ καλὰ ἔργα κηρυττόμενα,
φημιζόμενα, ἐκθειαζόμενα τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων θερμαίνουσι καὶ εἰς μίμησιν ἐδικήν
τους αὐτοὺς διεγείρουσι, ὡς ἐπαινετὰ καὶ μιμήσεως ἄξια παραδείγματα, ἡ ὁποία μίμησις
ἐκ τῆς σιωπῆς ὁμολογουμένως δὲν γίνεται. Ταῦτα καλῶς ἑπιστάμενοι, τό τε δίκαιον,
λέγω, καὶ τὸ συμφέρον, οἱ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὂρει ὁσιώτατοι πατέρες, οἱ κατὰ Χριστὸν
ἀδελφοὶ καί φίλτατοι καὶ οἰκειότατοι τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ὁσιολογιωτάτου
Νικοδήμου, τοῦ κοινοῦ διδασκάλου καὶ φωστῆρος γενομένου τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἑκκλησίας
ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς γενεᾷ, ἐπαρακάλεσαν τὸν διδάσκαλον κὺρ Ἀθανάσιον Πάριον εἰς τὴν
Χίον ὄντα καὶ ἔγραψεν βίον ἐγκωμιαστικὸν εἰς τὸν ὁσιολογιώτατον Νικόδημον. Ἀλλὰ
μὲ τὸ νὰ μὴν εἶχεν συναναστροφὴν μὲ αὐτὸν δὲν ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ των. Ἐπαρακάλεσαν
ἐδῶ τὸν διδάσκαλον κὺρ Χριστοφόρον, διὰ νὰ γράψῃ, ἀλλὰ τὰ γηρατεῖα τὸν ἐμπόδισαν.
Καὶ βλέποντας ὅτι ἐπέρασαν τέσσαροι χρόνοι καὶ κανένας δὲν ἠθέλησεν νὰ συγγράψῃ,
ἐπαρακινήθηκα ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ· γλυκυτάτου μου ἀδελφοῦ νὰ ἀλησμονήσω τὴν ἀμάθειάν
μου, ὁμοίως καὶ τὴν ἀσύντακτόν μου σύνταξιν, μὲ ἐλπίδαν ὅτι μετὰ ταῦτα νὰ τὰ βάλῃ
κανένας προκομμένος εἰς καλὴν τάξιν.
Ἐπωφελής,
ἀλλὰ καὶ ὀφειλομένη.
2.
Τὸ λοιπόν, ἐλᾶτε, ἀδελφοὶ φιλάδελφοι καὶ φιλάρετοι, ὅσοι εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ πάθη
φθόνου ἢ μίσους, νὰ ἀκούσετε μὲ χαρὰν καὶ ἡδονὴν τὸν βίον καὶ πολιτείαν καὶ τοὺς
κόπους ὁποὺ ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του γράφοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικά
συγγράμματα πρὸς ὠφέλειαν ψυχῆς καὶ ἁπλῶς εἰς ὠφέλειαν Χριστιανῶν ὁ μακαρίτης
Νικόδημος. Τὰ ὁποῖα βλέποντας ἐγώ, ὄντας παραδελφός του, καὶ μανθάνοντας ἀπὸ αὐτὸν
τὸν ἲδιον καὶ ἀπὸ ἄλλους φίλους, ὁποὺ ἐστάθηκαν γνώριμοί του ἀπὸ νεαρᾶς του ἡλικίας,
κατέστρωσα καὶ ἐσημείωσα ἐνταῦθα. Διατί, ἂν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ἦτον δοσμένοι εἰς
τὰ γήινα καὶ φθαρτά, ὅταν ἤθελαν ἀκούσει κανένα ὑποκείμενον ὁποὺ ἔκαμε τίποτε ἀνδραγάθημα,
κατασκευάζοντας κανένα ἀξιόλογον πρᾶγμα ἢ νικῶντας εἰς κανέναν πόλεμον, τὸν ἔσταινον
οἱ συμπατριῶται του μετὰ τὸν θάνατόν του στήλας καὶ ἀγάλματα καὶ τὸν ἔκαναν ἐπαίνους
καὶ ἐγκώμια μὲ φωνὰς στεντορείους· τόσον, ὁπού, ἂν ἦτον τρόπος, καὶ μὲ μολύβι νά
ἐσχημάτιζον τὰ γράμματα τῶν ἐπαίνων του, διὰ νὰ μένουν ἀνεξάλειπτοι καὶ
παντοτινοὶ αὐτοὶ οἱ ἔπαινοί του καὶ τὰ ἐγκώμια.
Ἡμεῖς αὐτόν, ὁπού ἐστόλισε τὴν Ἐκκλησίαν μας μὲ τόσα βιβλία, ὁποὺ αἰῶνες ὁλάκαιροι
ἀπέρασαν καὶ δὲν ἐστάθη ἄλλος νὰ συνθέσῃ καὶ νὰ φέρῃ εἰς τὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὅσα αὐτὸς ὁ μακαρίτης ἢ ἀπ’ ἀρχῆς ἐσύνθεσε ἤ συντεθειμένα ἀπὸ ἄλλους ἑδιώρθωσε,
νὰ μὴ συγγράψωμεν τὰ συγγράμματά του καὶ νὰ μὴν ἀναφέρωμεν τοὺς κόπους του, ποῖος
φρόνιμος ὢν καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος φθόνου καὶ μίσους δὲν ἤθελε μᾶς κατηγορήσει; Καὶ νὰ εἰποῦμεν τὴν ἀλήθειαν, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεὸς δὲν ἤθελε
μᾶς μωμήσηται; Διατί βλέπομεν καὶ ἀκούομεν ὅτι οὐ μόνον φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί,
οὐ μόνον ὀλίγον γραμματισμένοι, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ πεπαιδευμένοι ἒχουν εἰς τὰ χέρια
των τὰ βιβλία του καὶ τὰ μεταχειρίζονται, ὅχι μόνον εἰς στολισμόν τους, ἀλλὰ καὶ
εἰς ὄφελος τῆς ψυχῆς των.
Βιογράφησις-διήγησις
«φιλαλήθης καὶ ἀπροσπαθής».
3.
Ταῦτα στοχαζόμενος καὶ ἐγὼ ἒγραψα τὰ ἐκείνου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον γράψιμον ἐκεῖνος δὲν
ἔχει κανένα ὄφελος κοντά εἰς τὸν Θεόν, παρὰ τήν ὠφέλειαν ὁποὺ γίνεται ἐξ ἐκείνων
του τῶν συγγραμμάτων, ὁ ὁποῖος Θεὸς ἐξεύρει τί καρπὸς γίνεται εἰς ἐκείνους ὁποὺ
ἀπαθῶς τὰ ἀναγινώσκουσι καὶ μὲ καλὴν γνώμην καί διάθεσιν τὰ ὁλογυρίζουσιν εἰς τὰ
χέρια των. Καθὼς καὶ ἐγὼ καρπωθεῑς ἀπ’ αὐτά του τὰ συγγράμματα ἦλθα εἰς ταύτην
τὴν γραφὴν καὶ διηγοῦμαι τὰ κατ’ αὐτὸν καταλεπτῶς ἐλεύθερος ὄντας, χάριτι θείᾳ,
ἀπὸ κάθε πάθος τὸ πρὸς αὐτόν. Καὶ παρακαλῶ σας, ἅγιοι πατέρες μου καὶ ἀδελφοί, ἐφοδιάσατέ
με μὲ τὴν εὐχήν σας, διὰ νὰ βιογραφήσω τὴν ζωὴν τοῦ ἐραστοῦ μου Νικοδήμου φιλαλήθως
καὶ ἀπροσπαθῶς.
Καταγωγὴ
καὶ ἀγωγὴ-παιδεία.
4.
Νάξος εἶναι μία νῆσος ἀπὸ τὰς καλουμένας Κυκλάδας, ὀνομαστή καὶ λαμπρὰ εἰς τοὺς
παλαιοὺς καιροὺς τῶν Ἑλλήνων, καὶ μάλιστα ταύτην ἐκόσμησεν Ἰωσὴφ ὁ Θαυμάσιος, ὁ
Βρυέννιος, μὲ τὴν καλλίστην καὶ ὡραιοτάτην ἔκφρασιν καὶ περιγραφὴν τοῦ ἐν αὐτῷ
παρατρέχοντος ποταμοῦ, ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, εἰκοστῆς ἀριθμουμένης, πρός τινα φίλον
του, ὑπὸ ἕνα Μητροπολίτην τελοῦσα ὁμοῦ μὲ τὴν παρακειμένην αὐτῇ Πάρον καὶ τὴν Ἀντί[πα]ρον.
Εἰς αὐτὴν δὴ ταύτην ἐγεννήθη οὗτος ὁ ἀειθαλὴς βλαστὸς τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
κατὰ τὸ ᾳψμθ΄ (=1749) ἒτος τὸ κοσμοσωτήριον ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῑς καὶ φιλοθέους, Ἀντώνιον
καὶ Ἀναστασίαν, καὶ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος Ἀγάθην μετονομασθεῖσαν. Ὠνομάζετο
δὲ καὶ αὐτὸς Νικόλαος ἀπὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μικρὸς δὲ ὄντας ἔμαθεν εἰς τὴν
πατρίδα του, ἡ ὁποία καλεῖται Χώρα, ἀπὸ ἕναν ἱερέα τῆς γειτονίας αὐτοῦ τὰ κοινὰ
γράμματα, ὅστις καὶ τὸν ἐσυλλειτουργοῡσε μὲν τὰς καθημερινάς. Μετὰ ταῦτα ἅρχισε
τὰ γραμματικὰ εἰς τὸν παπαν-Χρύσανθον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ νεωστὶ μαρτυρήσαντος ἱερομάρτυρος
Κοσμᾶ, ὄντα καὶ αὐτὸν εἰς τὴν Ναξίαν. Καὶ ὅταν ἔφθασεν ὁ Νικόλαος τὸν 16(ον) χρόνον
τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, ἐφέρθη ἀπὸ τὸν πατέρα του εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ τὸν ἐπῆγεν εἰς
τὸν Διδάσκαλον τῆς Σμύρνης, τὸν κὺρ Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος τὸν ἒβαλεν εἰς τὸ κοινόβιον
τοῦ σχολείου. Τίνα σπουδὴν καὶ ὁποίαν ἐπιμέλειαν ἔβαλεν ὁ εὐλογημένος Νικόλαος
εἰς τὰ μαθήματα, νὰ τὸ παραστήσω ἐγὼ δέν εἶναι χρεία. Ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς ἀκούοντας
ὅτι τέσσαρας χρόνους μόνον ἐστάθη εἰς τὸ σχολεῖον καὶ βλέποντας καθένας τὰ βιβλία
του καταλαμβάνει καὶ τὴν προθυμίαν του καὶ τὴν ἀγχίνοιαν τοῦ νοός του, μὲ τὴν ὁποίαν
τὸν ἐπλούτισεν ὁ Θεός. Τόσον, ὁποὺ ὅ,τι βιβλίον ἀνέγνωθε κάθε ἐπιστήμης ἢ λόγον
ἤκουεν ἄξιον μαθήσεως, τὸν ἐσφράγιζεν εἰς τὸν κρανίον του· τὸ ὁποῖον ἀληθινὰ ἦτον
ὡσὰν ἕνα θησαυροφυλάκιον, καὶ εἰς καιρὸν τὸν ἁρμόζοντα τὸν ἐβλέπαμεν ὁποὺ τὰ ἐξεκένωνε.
Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπλήρωνε τὸ δαβιτικὸν ἐκεῖνο λόγιον, ὅτι «τὸν καρπὸν
αὐτοῦ ἔδιδεν ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται». Καὶ ἕτρεχαν ἀπὸ
τὴν γλῶσσαν του, καθὼς βλέπεις ἕνα μελισσοκόφινον γεμᾶτον εἰς καιρὸν ὁπού εὑρίσκει
τὴν νομήν του, ὁποὺ τρέχει ἀδιάκοπα. ’Έτζι καὶ αὐτὸς ὁ μακαρίτης, ὅταν ὡμιλοῦσε,
ἤφερνε ταῖς μαρτυρίαις μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὁποὺ σχεδὸν δὲν ἐπρόφθανεν ἡ γλῶσσα
νά εἰπῇ ὅσα ὁ νοῦς ἐκατέβαζεν, τὰ ρητά τῆς θείας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων τὰς ἐξηγήσεις
τε καὶ νοήματα, τοὺς θείους Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Συνόδων τε καὶ Πατέρων,
μὲ τὰς ἐκδόσεις τῆς τυπογραφίας καὶ μὲ τὰς σελίδας, τὰ δὲ χειρόγραφα τὸ καθένα
ποῦ τὸ ἀπάντησε. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀφέντες κατὰ τὸ παρὸν ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν.
«Ἦτον
ἀπὸ ὅλους ἠγαπημὲνος».
5.
Ὂντας δὲ εἰς τὸ σχολεῖον ὁ μακαρίτης, δὲν ἦτον καθὼς μερικοὶ βάρος τοῦ· σχολείου,
ἀλλὰ ἦτον ἀπὸ ὅλους ἠγαπημένος, ἀπὸ διδασκάλους, ἀπὸ ἐπιτρόπους τοῦ σχολείου καὶ
ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του. Καὶ μαρτυροῦσι μου τὸν λόγον τὰ γράμματα ὁποὺ τοῦ ἔστελναν
οἱ μακαρῖται διδάσκαλοι, ὁ Ἱερόθεος καὶ μετ’ αὐτὸν ὁ Χρύσανθος, καὶ μάλιστα ὁ Ἰερόθεος
τοῦ ἔγραφεν: «Ἒλα, υἱέ μου, κἄν τώρα εἰς τὸ γῆρας μου, νὰ σὲ ἀφήσω μετὰ θάνατον
εἰς τὸ σχολεῖον διδάσκαλον, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλον ὡσὰν ἐσένα ὅμοιον εἰς τὴν προκοπήν».
Οἱ δὲ μαθηταί, ἐκεῖ ὁποὺ ὡς ἄνθρωποι καὶ αὐτοί, ἐμπαθεῖς καὶ φιλόδοξοι, ἀκόλουθον
ἦτον νὰ τὸν ζηλεύωσι καὶ τρόπον τινὰ νὰ τὸν φθονοῦσι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὸν ἀγαποῦσαν
ὡς ἀδελφὸν καὶ τὸν ἐτιμοῦσαν ὡς προκομμενέστερον ἀπὸ λόγου τους. Ἀκόλουθον, λέγω,
ἦτον νὰ τὸν φθονήσουν, διατὶ τὸν ἔβλεπον, ἀφοῦ ἔπαιρνε τὸ μάθημα, ἐστέκετο εἰς ἕνα
μέρος τοῦ σχολείου καὶ τὸ ἐθεωροῦσε κατὰ μόνας, καὶ μετὰ τοῦτο εὐθὺς ἔλεγε καὶ
τὴν ἐξήγησιν, καί, καθὼς μᾶς ἔλεγεν ἀτός του, ὑπεράνω τῆς ὥρας δὲν ἐγίνετο ὁ κόπος
του. Καὶ ἔλεγεν ὅτι εἶχε πεντέξι ὀσπίτια ἀρχοντικὰ καὶ εἰς αὐτὰ ἐμοίραζε τήν ἐξήγησιν
τοῦ μαθήματός του, εἰς τὸ τάδε ὀσπίτιον τὸ καὶ τὸ καὶ εἰς τὸ τάδε τὸ καὶ τό. Καὶ
ἔπειτα ἐκοιμᾶτον ὅλην τὴν νύκτα καὶ τὸ ταχύ, ὅταν ἐξυπνοῡσε, ἐσυλλογίζουνταν καὶ
τὰ ηὕρισκεν καὶ ἐπήγαινεν καὶ ἄλλαζε τὸ μάθημά του. Δὲν ἐφθονεῖτον, λέγω, διατί
ἦτον εἰς ὅλους καλοϋπήκοος΄ ὁ ἕνας, «Νικόλαε, γράψε μου ἐτοῦτο», ὁ δὲ εὐθὺς μετὰ
χαρᾶς τὸ ἔγραφεν· ὁ ἄλλος, «ἐξήγησόν μοι τοῦτο», καὶ μὲ προθυμίαν ὄχι μόνον αὐτά,
ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν τὰ εἶχεν ὁ ἀδελφὸς εἰς τὸν νοῦν του, τὸν ἐσυμβούλευεν.
Εἰς τὸν οἰκίσκον ὁπού ἦτον αὐτὸς ἦτον καὶ ἄλλοι δύο ἀδελφοὶ μαθηταί, καί ὁ ἕνας
ἦλθεν ἐδῶ καὶ μᾶς ἔλεγεν: «ἐμεῖς ἐκαθήμεθα ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐμελετούσαμεν μὲ
τὸν λύχνον, καὶ αὐτὸς, κάποτε ἐξυπνοῡσε καὶ μᾶς ἕλεγενε: «κοιμηΘῆτε, βρέ, νά ἀναπαυθῇ
ὁ νοῦς σας, διὰ νὰ εὕρῃ τὸ μάθημα εὔκολα”». Συνήθειαν εἴχασιν εἰς τὸ σχολεῖον
καί ἐμαγείρευον οἱ μαθηταὶ ἀραδικῶς ὁ καθείς, καὶ ὅταν ἤρχετο ἡ ἀράδα τοῦ Νικολάου
διὰ νὰ μαγειρεύσῃ, τοῦτο μόνον ἔκαμνε, ἔβανε τὴν ποδίαν εἰς τὴν μέσην του, τὰς
δὲ ὑπηρεσίας τοῦ μαγειρίου τὰς ἐτελείωναν οι συμμαθηταί του, διὰ νὰ τὸν ἒχουν εὐπειθῆ
εἰς τὰ ζητήματά τους.
Γνωριμία
μετὰ Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
6.
Κατὰ δὲ τὸ 1770 ἔτος ἦλθεν ἡ ἀρμάδα τῶν Ρώσων εἰς τὰ Δουκάνησα καὶ ἔκαψε τὴν ἀρμάδα
τῶν Τούρκων εἰς τὸν Τζεσιμὲν καὶ διὰ τοῦτο ἐκάκισαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔκοψαν πολλοὺς
Χριστιανοὺς εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς ἄλλας πολιτείας. Τότες ὁ Νικόλαος ἔφυγεν ἀπὸ
τὴν Σμύρνην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ἐκεῖ τὸν ἐπῆρεν ὁ Παροναξίας
συνοδίαν του. Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἀνταμὼθη μὲ πατέρας Ἁγιορείτας, μὲ τοὺς ἱερομονάχους,
λέγω, Γρηγόριον καὶ Νήφωνα καὶ μὲ τὸν Γερο-Ἀρσένιον, ἄνδρας τῇ ἀληθείᾳ τοὺς
πολλοὺς ὑπερέχοντας τῇ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι,ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἱλκύσθη εἰς τὴν
μοναδικήν πολιτείαν καὶ ἐδιδάχθη ἀπ’ αὐτοὺς τὴν νοερὰν προσευχήν. Ἀπ’ αὐτοῦ, δὲν
ἠξεύρω πότε, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκεῖ ηὗρε τὸν ἅγιον Κορίνθου κύριον Μακάριον,
μὲ κάθε ἀρετὴν καὶ ἁγιωσύνην λάμποντα. Ηὗρε καὶ τὸν Γερο-Σίλβεστρον, τὸν ὑψίνουν
καὶ πλατύνουν, τὸν Καισαρέα, τῷ μέλι τῆς ἡσυχίας καὶ θεωρίας τρεφόμενον, ἔξω ἀπὸ
τὴν Ὕδραν, εἰς ἕναν στενότατον οἰκίσκον κεκλεισμένον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μάλιστα ἐκαρπώθη
ὅλας τὰς ἀρετὰς τοῦ μονήρους δίου.
Ἁγιορείτης
κοινοβιάτης Μοναχός.
7.
Εἰς δὲ τοὺς 1775 ἠθέλησε νὰ ἔλθῃ καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὂρος. Καταβαίνοντας δὲ εἰς τὸν
αἰγιαλὸν ηὗρεν ἕνα καΐκι, ὁποὺ ἑτοιμάζετο νὰ κινήσῃ. Ἐρωτᾷ: «ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός;»
Οἱ δὲ εἶπον: «διὰ τὸ Ἅγιον Ὂρος». Ὁ δὲ ἀκούσας τὸν λόγον τοῦτον, δοξάσας νοερῶς
τὸν Θεόν, ὁποὺ ἐπλήρωσε τὸν πόθον του, μετὰ χαρᾶς τοὺς λέγει: «παρακαλῶ σας, πᾶρτε
καὶ ἐμένα». Οἱ δὲ εἷπον: «ἄς εἶναι· σὲ παίρνομεν». Ὅμως, δὲν ἠξεύρω, ἢ ἀστόχησαν
ἢ ἐστοχάσθηκαν ὅτι δὲν ἒχει τὸν ναῦλον του, ὅταν ἐκίνησαν, δὲν τὸν εἶπαν, καὶ αὐτός,
καθὼς εἶδεν τὸ καΐκι ὁποὺ ἒφυγεν εὐθύς, βάνει φωναῖς καὶ κλαύματα καὶ ἐμβαίνει
μέσα εἰς τὴν θάλασσαν περιπατῶντας διὰ νὰ τοὺς φθάσῃ. Οἱ δὲ ναῦται βλέποντας ὁποὺ
δὲν ἐγύριζεν ὀπίσω, φοβηθέντες τὸν Θεὸν ἐγύρισαν καὶ τὸν ἐπῆραν. Καὶ μὲ τοῦτον
τὸν τρόπον ἐκατευωδόθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.
Αὐτοῦ ηὗρε τὸν Γερο-Χατζῆ-Μακάριον μὲ τὸν πατέρα του καὶ Χατζῆ-Ἀβράμιον καὶ ἄλλους
ἀδελφοὺς ἀξίους εὐλαβείας, καὶ προσκολληθεὶς μὲ αὐτοὺς ἔμεινεν εἰς αὐτὴν τὴν
Μονήν. Ἦτον ὅμως προϊδεασμένος ἀπὸ τὸν Γερο-Σίλβεστρον διὰ τοὺς ἄνωθεν ἄνδρας.
Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς ἦλθεν καὶ ἕως ἐδῶ καὶ ἐγνωρισθήκαμεν. Οἱ δὲ Διονυσιᾶται βλέποντάς
τον προκομμένον τὸν ἠγάπησαν καί τὸν ἐπαρακίνησαν νά γένῃ καλόγερος. Καὶ πεισθεὶς
τῇ συμβουλῇ αὐτῶν τὸν ἔκαμε καλόγηρον, ρασοευχήν, ἕνας παπα-Ἰωσὴφ λεγόμενος. Καὶ
οὕτω τὸν ἔβαλαν διαβαστὴν εἰς τὸ Καθολικὸν καὶ γραμματικὸν τοῦ Μοναστηρίου.
Ἀπαρχὴ
συγγραφῆς: «Φιλοκαλία» (1777).
Εὐθυμίου
Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 8. Εἰς δὲ τοὺς 1777 ἦλθεν ὁ ἅγιος Κορίνθου
Μακάριος καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων ἦλθεν εἰς ταῖς Καραῖς
καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν «Ἃγιον Ἀντώνιον» ἀπὸ ἕναν συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καὶ
ὄντας αὐτοῦ ἔκραξε καὶ τὸν Νικόδημον καί τὸν ἐπαρακάλεσεν νά θεωρήσῃ τὴν
«Φιλοκαλίαν». Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἄρχισεν ὁ εὐλογημένος -μὰ τί ἅρχισεν; ἀπορῶ,
δὲν ἠξεύρω τί νά εἰπῶ· νά εἰπῶ πνευματικοὺς ἀγῶνας ἢ ὑπερβολικοὺς κόπους τοῦ νοὸς
καὶ τῆς σαρκός του; ὄχι μόνον αὐτὰ εἶναι, ὁποὺ
εἶπα, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν φθάνει ὁ νοῦς μου νὰ τὰ στοχασθῇ ἄρχισε, λέγω, ἀπὸ
τὴν «Φιλοκαλίαν». Καὶ αὐτοῦ βλέπομεν τὸ ὡραιότατον Προοίμιον, τοὺς ἐν συνόψει
μελισταγεῖς Βίους τῶν θεσπεσίων Πατέρων.
Ὁμοίως ἐδιώρθωσε, καὶ τὸν «Εὐεργετινὸν» καὶ μὲ κάλλιστον Προοίμιον ἐκαλλώπισε. Ἐδιώρθωσε
καὶ ἐπλάτυνε τὸ πάγχρυσον πονημάτιον, τὸ «Περὶ τῆς θείας καὶ ἱερᾶς συνεχοῦς
Μεταλήψεως», τὰ ὁποῖα τὰ ἐπῆρεν ὁ ἅγιος Κορίνθου καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Σμύρνην, διὰ
νὰ φροντίσῃ τὰ ἔξοδα τῆς τυπογραφίας. Καὶ ὁ Νικόδημος ἔμεινεν εἰς τὸ ὀσπίτιόν
μας σχεδὸν ἔναν χρόνον καὶ ἀντέγραψε τὸ διὰ στίχων βιβλίον τοῦ Ἁγίου Μελετίου
τοῦ Ὁμολογητοῦ, καὶ πάλιν ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Διονυσίου.
Ταξίδιον
διὰ Ρουμανίαν... ματαιωθέν.
9.
Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἤκουσε τὴν καλὴν φήμην τοῦ κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, ὁποὺ ἦτον
εἰς τὴν Μπογδανίαν καὶ εἶχεν ὑπὲρ τοὺς χιλίους ἀδελφοὺς εἰς τὴν ἐπίσκεψίν του,
καὶ ὅτι τοὺς ἐδίδασκεν τὴν νοερὰν προσευχήν. Καὶ ἀγαπῶντας καί αὐτὸς αὐτὴν τὴν
θείαν ἐργασίαν ἐμβῆκεν εἰς καράβιον, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς φιλουμένης
του θείας προσευχῆς. Καὶ ἀρμενίζοντας ἔξω ἀπὸ τὸν Ἄθωνα τοὺς ηὗρε φουρτούνα καὶ
ἐκινδύνευσαν ἕως νὰ φθάσουν τὸν λιμένα τῆς Παναγίας εἰς τὴν Θάσον. Καὶ ἐκεῖ εὐγαίνοντας
ἄλλαξε τοὺς σκοπούς του ἀπὸ τὴν φουρτούναν κατὰ τὸ φαινόμενον, τῇ δὲ ἀληθείᾳ νεῦσις
Θεοῦ τὸν ἐγύρισε, διὰ νὰ ἐπιχειρισθῇ τὸ μέγα τοῦτο καλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ
Χριστοῦ.
Ἐρημίτης-ἡσυχαστὴς
ὡς «καυγιώτης».
10.
Καί ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Θάσον πλέον δὲν ὑπῆγε εἰς τὴν τοῦ Διονυσίου, ἀλλ’ ἔμεινεν
μερικὸν καιρὸν μετεμᾱς. Ἔπειτα ἐνοικίασε καύγια εἰς τὸν «Ἅγιον Ἀθανάσιον», ἐδῶ
εἰς τὴν γειτονίαν μας, καὶ παίρνοντας τὸ ψωμίον ἀποτεμᾶς ἡσύχαζεν ἐκεῖ καὶ ἐργαζόμενος
τὴν καλλιγραφίαν εὔγανε τὰ ἔξοδά του. Αὐτοῦ ἐμελούργησε τὰ γλυκύτατα καὶ ἁρμόζοντα
εἰς τοιούτους Πατέρας Ἰδιόμελα καὶ Προσόμοια, Ἀθανάσιον, λέγω, καί Κύριλλον.
Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Γερο-Ἀρσὲνιος ὁ Μωραΐτης καὶ ἐκατοίκησεν εἰς τὸ Κυριακὸν τῆς
Σκήτεως τοῦ Παντοκράτορος, Τοῦτον ἰδὼν καὶ ἠξεύροντάς τον ἀπὸ τὴν Ναξίαν ἄνδρα
εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετον καὶ εἴδησιν ἒχοντα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐπροσκολλήθη
μεταυτὸν καὶ ἕγινεν ὑποτακτικός του. Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἔστησεν ὁ ἀοίδιμος
τὴν παλαίστραν τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων εἰς τήν Σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, πλὴν
συχνὰ ἤρχετο καὶ πρὸς ἡμᾶς. Καὶ αὐτοῦ ἀληθινὰ εὑρίσκοντας τὴν ἐκ πολλοῦ ποθουμένην
του ἡσυχίαν ἐδόθη ὅλως διόλου καὶ ἡμέρας και νύκτας εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων
Γραφῶν καὶ εἰς τοὺς λόγους τῶν Αγίων Πατέρων, ὁποὺ εἶναι οἱ θεόσοφοι ἐξηγηταὶ αὐτῶν
τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἔλεγε καί αὐτὸς μὲ τὸν Δαβίδ: «ἀγαλλιάσομαι καὶ ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά Σου ὡς ὁ εὑρίσκων
σκῦλα πολλά»΄ ὅτι ὃν τρόπον, λέγει, ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης ὁποὺ εὕρῃ κούρση καὶ λάφυρα
πολλὰ σκιρτᾷ καὶ ἀγάλλεται δι’ αὐτά, τοιούτης λογῆς καὶ πολὺ περισσότερον ἀκόμα
ἐγώ, Κύριε, ἀγάλλομαι καὶ εὐφραίνομαι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν καὶ κατατρύφησιν τῶν θείων
Σου λογίων, διατί μοῦ φωτίζουν τὸν νοῦν καὶ διατί μοῦ πλουτίζουν τὴν ψυχὴν μὲ τὸν
θησαυρὸν τῶν θεϊκῶν γνώσεων. Καί πρεπόντως, ὁ Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἀφῆκε τὴν
Αἴγυπτον καὶ περνῶντας εἰς τὴν γῆν Μαδιάμ, ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος τὸ Χωρήβ, ἠξιώθη τῆς
ἐν βάτῳ θεοφανείας καὶ συνομιλίας μετὰ τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Ὁ Νικόδημος τὴν κοσμικὴν
Αἴγυπτον, ἤτοι τὴν σκοτεινὴν καὶ ἐμπαθῆ ζωήν, φυγών καὶ εἰς τὸ ὄρος ἀναβὰς τὸ αἰσθητόν
τε και νοητὸν τῆς θεωρίας, ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν, ὡς δυνατὸν ἰδεῖν,προκαθαρθείς
διὰ τῆς θείας καὶ θεοποιοῦ ἡσυχίας και διὰ τῶν σκληροτάτων νηστειῶν καὶ τῶν ἀρρεμβάστων
προσευχῶν. Καί φωτισθείς τὸν νοῦν ἐκ τῆς φωτολαμποῦς θεωρίας τῶν θεοπνεύστων
Γραφῶν καὶ οὗτος ἐγένετο μέγας, τοῦτ’ ἔστι μέγας διδάσκαλος τοῦ χριστιανικοῦ
πληρώματος, μέγας φωστὴρ ἐν τῷ νοητῷ στερεώματι τῆς Ἐκκλησίας και μέγας ἀντίπαλος
ὅλων τῶν κακοδόξων. Καὶ βεβαιώνουσι ταῦτα πάντα τὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα μὲ μυρίους
κόπους καὶ ἱδρῶτας καὶ ἀγρυπνίας συνέγραψεν καὶ κατεπλούτισε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ
Χριστοῦ.
«Εἰς
τὴν Σκυροπούλαν... ἕνα χρόνον» (1777-78).
11.
Ὁ δὲ Ἀρσένιος μετὰ τὸ κτίσιμον τῆς καλύβης ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ ἐμετοίκησεν εἰς
τὴν Σκυροπούλαν, καὶ ὡς ὑποτάκτικὸς τὸν ἠκολούθησεν καὶ ὁ Νικόδημος καὶ ἐκάθησεν
ἕνα χρόνον. Αὐτοῦ ἐσύνθεσεν τὸ Συμβουλευτικὸν εἰς τὸν ἐξάδελφόν του κύριον Ἱερόθεον,
ὄντα τότε Εὐρίπου.
Εἰς
τὴν ἔρημον τῆς Καψάλας (1778).
12.
Εἰς τοὺς 1778 ἦλθε πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καί ἐρχόμενος ἐδῶ τὸν ἔκαμεν ὁ Γέροντάς
μας μεγαλόσχημον. Καί περνῶντας ὀλίγος καιρὸς ἀγόρασε τὴν καλύβην ὁποὺ εῖναι ἄνωθεν
τοῦ Κυριακοῦ, εἰς τὸ ραχώνι, ὁποὺ ὀνομάζεται τοῦ Θεωνᾶ. Καὶ ἀπερνῶντας κανένας
χρόνος ἦλθεν ἕνας ἀγαπητός του συμπατριώτης, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, καὶ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ
σχήματος ὠνομάσθη Ἱερόθεος, καὶ ἒγινεν ὑποτακτικός
του, ὁ ὁποῖος τὸν ὑπηρέτησε ἕξι ἢ ἑπτὰ χρόνους. Αὐτοῦ δὲ ὄντας ἀπὸ τὰ μελισταγῆ
λόγια τοῦ στόματός του ἐσυνάχθησαν πολλοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐκατοίκησαν εἰς τὰς καλύβας
ὁπού εὑρίσκονται ἐκεῖ τριγύρω, διὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ φωτίζωνται ἀπὸ τὰς
πνευματικάς του νουθεσίας.
Τὰ
πρῶτα γνωστὰ Συγγράμματα.
13.
Εἰς τοὺς 1784 ἦλθε τὸ ὕστερον ὁ ἅγιος Κορίνθου καὶ πάλιν ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε
τὸ βιβλίον τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου· ἑσύνθεσε καὶ τὸ πρῶτον «Ἐξομολογητάριον»·
ἐσύναξε καὶ ἐκαλλώπισε καὶ κατὰ μέρος ἐμελούργησεν τὸ ἱερὸν «Θεοτοκάριον». Ὁμοίως
ἐκαλλώπισεν τὸ βιβλίον τοῦ «Ἀοράτου Πολέμου», ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐσύνθεσε καὶ ἐκεφαλοπόνησεν.
Ὁμοίως ἐκαλλώπισε καὶ τὸ τῶν Νέων Μαρτύρων καὶ τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα».
Συν…
14.
Εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸν παρακαλεῖται ἀπὸ τὸν διδάσκαλον κὺρ Ἀθανάσιον τὸν Πάριον, ὄντα
τότε εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, νὰ κάμῃ τὸν κόπον διὰ νὰ συνάξῃ τὰ Ἃπαντα , τοῦ θείου
Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ νὰ τὰ καλλωπίσῃ καθὼς στοχάζεται. Τὴν ὁποίαν
παρακάλεσιν μετὰ χαρᾶς τὴν ἐδέχθη, μάλιστα δὲ διὰ τὴν ἀγάπην ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸν
Ἅγιον Γρηγόριον. Τὸ ἐκαλλώπισε, λέγω, καὶ τὸ ἐστόλισε καὶ εἰς τὴν Εὐγέναν (=Βιέννην)
ἐστάλθη διὰ νὰ τυπωθῆ. Ἀλλὰ εἰς μάτην ἔγιναν οἱ τόσοι κόποι τοῦ Νικοδήμου. Διότι
ἐκεῖ ὄντας εἰς τὴν τυπογραφίαν ἐξ ἁμαρτιῶν τοῦ Γένους μας ἐκαταδικάσθη ἀπὸ τὴν
βασιλείαν ὁ τυπογράφος καὶ τὸ ἐργαστήριόν του νὰ ἀφανισθοῦν, διατὶ ἑτύπωσεν ἕνα
συμβουλευτικὸν εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὁποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐπικράτειαν τῶν
Τούρκων, νὰ ἀποστατήσουν· καὶ ὀνειδισθεὶς ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁ βασιλεὺς τῆς Εὐγένας
ἔκαμεν ἐτούτην τήν καταδίκην. Ἐχάθη, φεῦ καὶ ἀλλοίμονον, ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν τῶν ἐπιστατῶν
τὸ τοιοῦτον πάγκαλον βιβλίον! Τὸ δὲ συμβουλευτικὸν ἦτον τοῦ καταραμένου Μπονεπάρτου.
Ὁ
μέγας ἆθλος τοῦ «Πηδαλίου».
15.
Μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ βιβλίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἦλθεν ὁ διδάσκαλος παπα-Ἀγάπιος
ἀπὸ τὸν Μωρέαν, ἤφερε καὶ τὸ νεοτύπωτον Κανονικόν του. Καὶ βλέποντας τὸ ἐδικόν
μας χειρόγραφον ἐξηγημένον παρὰ τοῦ· μακαρίτου παπα-Διονυσίου Πιπεριώτου ἐπαρακινήθη
νὰ τὸ τυπώσῃ καὶ αὐτοῦ. Καὶ οὕτω συμφωνήσας μὲ τὸν Νικόδημον ἄρχισαν τὴν ἐξήγησιν,
ὄχι ὅμως ἡσύχως καὶ μὲ ἄνεσιν, ἀλλὰ μὲ βίαν, διὰ νὰ προφθάσουν τὸν Παναγιώτατον
κὺρ Προκόπιον εἰς τὸν Θρόνον, διὰ νὰ πάρουν εὐκόλως τὴν ἄδειαν τῆς τυπώσεως. Καὶ
εὐθὺς ἐσύναξαν τρεῖς καὶ τεσσάρους καλλιγράφους εἰς τὸ Κυριακὸν καὶ ὁ Ἀγάπιος μὲ
τὸν Ἱερόθεον ἐφρόντιζον βιβλία καὶ τὰ πρὸς ζωοτροφίαν τους, ὁ δὲ Νικόδημος ἐκατέβη
εἰς τὴν καλύβην τοῦ Γερο-Λουκᾶ διὰ τὸ ἐγγύτερον. Καὶ ὅντως θαῦμα ἦτον νὰ τὸν βλέπῃ
τινὰς τὸν εὐλογημένον ὁποὺ ἐκάθητον εἰς τὸ σκαμνίον καὶ τριγύρου του εἶχεν τὰ
βιβλία, ἄλλα ἀνοικτὰ καὶ ἄλλα κλεισμένα, καὶ μὲ τὸ κονδύλιον εἰς τὴν δεξιὰν ἐθεωροῦσε
πότε τὸ ἕνα καὶ πότε τὸ ἄλλο. Ἐσυντάχθη μὲ ὑπερβολικοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτας, ἐγράφη
ἀπὸ τοὺς καλλιγράφους, τὸ ἐπῆρεν ὁ Ἀγάπιος, πηγαίνει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ἀλλ’ ἡ κακὴ τύχη ἐπρόφθασε καὶ εὔγαλε τὸν Προκόπιον ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν Θρόνον
καὶ ἐμβαίνει ὁ κὺρ Νεόφυτος. Παρρησιάζεται εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὴν Σύνοδον ὁ Ἀγάπιος.
Ἔκρινεν ἡ Σύνοδος νὰ θεωρηθῇ τὸ βιβλίον ἀπὸ τὸν διδάσκαλον κὺρ Δωρόθεον, τὸ ἐδέχθη
ὁ Δωρόθεος, ἀλλὰ μὲ ἀμέλειαν. Προσμένει ὁ Ἀγάπιος ἕναν χρόνον παρακαλῶντας καὶ
παρακινῶντας, τίποτας δὲν ἐκατώρθωσε μὲ τὸν Δωρόθεον, καταφρόνεσαις μόνον πολλαῖς ἤκουσε. Τέλος πάντων ἐβαρέθηκε
καὶ ἀφήνει τὸ βιβλίον καὶ πηγαίνει εἰς τὸν Μωρέαν καὶ ἀπ’ ἐκεῖ στέλνει γράμμα εἰς
τὸν Νικόδημον καὶ τοῦ φανερώνει τὰ πάντα καὶ ὅτι αὐτὸς παραιτεῖται καὶ ὅ,τι θέλει
ἄς κάμῃ τὸ βιβλίον του. Αὐτὸ τὸ γράμμα τὸν ηὗρεν εἰς ἀχαμνήν κατάστασιν, διατί
αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἦλθε γράμμα ἀπὸ τὸν κὺρ Νάνον ὅτι ἐχάθη τὸ βιβλίον τοῦ Παλαμᾶ,
καὶ τόσον ἐλυπήθη, ὁποὺ δὲν ἠμπόρεσε νὰ σταθῇ εἰς τὴν Καλύβην του μίαν ὥραν.
Κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ἦλθεν εἰς τὸ Κελλίον μας καὶ ἐκάθησεν δύο μῆνας. Ἔπειτα ἐκοινοβίασεν
μὲ τὸν Γερο-Σίλβεστρον τὸν Καισαρέα ὄντα τότε ἐδῶ εἰς τὴν γειτονίαν μας καὶ ἔχοντας
Κελλίον Παντοκρατορινόν, τὸν Ἃγιον Βασίλειον. Ἀπ’ αὐτοῦ ἔγραψεν εἰς τὸν ἅγιον
Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως κὺρ Νεόφυτον καὶ αὐτὸς ἐκύρωσε τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἔστειλεν
εἰς τὴν Χίον, εἰς τὸν ἅγιον Κορίνθου Μακάριον, καὶ τὸ ἤφερεν αὐτὸς ἐδῶ. Καὶ διὰ
σκέψεως ἀκριβοῡς καὶ συμβουλῆς τινῶν ἀδελφῶν ἒγινεν ὁ ἔρανος τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
καὶ ἐστάλθη εἰς Μπουγδανίαν ἐξ ἁπλότητος πρὸς τὸν κὺρ Θεοδώρητον τὸν ψευδάδελφον.
Καὶ αὐτὸς τυπώνοντάς το ἔδειξεν τὴν δολιότητά του, καθὼς φαίνονται αἱ προσθῆκαι
του εἰς τὸ «Πηδάλιον». Καὶ τόσον ἐλυπήθη ὁ μακαρίτης, ὁποὺ τὸ εἶχε κάλλιον, καθὼς
μᾶς ἔλεγεν πολλαῖς φοραῖς, νὰ τὸν ἐκτυποῦσε εἰς τὴν καρδίαν μὲ τὴν μάχαιραν πάρεξ
νὰ προσθέση ἢ νὰ ἀφαιρέσῃ τι εἰς τὸ βιβλίον του.
Ἰσόβιος
νηστευτὴς-ξηροφάγος!
16.
Αὐτοῦ εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον ἐσύνθεσε τὴν «Χρηστοήθειαν», ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε
τὰ «Ἀσματικὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου». Μετὰ παρέλευσιν καιροῦ βλέποντας τὸν ὑποτακτικὸν
τοῦ Γερου-Σιλβέστρου ὅτι τὸν βαρύνεται, ἀνεχώρησε ἐκεῖθεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν
Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος. Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκαιον εἶναι νὰ λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν, μὲ
τοὺς ἐδικούς του ἔχοντας θάρρος εὔγαινεν εἰς τὴν ἀδιακρισίαν ἀπὸ τὴν ἁπλότητά
του. Καὶ καθίσας εἰς τὸ Μοναστήριον κανέναν χρόνον, πάλιν ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας τὸν
εὔγαλεν ἔξω καὶ ἦλθεν καὶ ἀγόρασεν τὴν Καλύβην ὁποὺ εἶναι ἀντικρὺς τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου, καὶ παίρνοντας τὸ ψωμίον του ἀποτεμᾶς ἡσύχαζεν ἐκεῖ. Ἡ δὲ ἄλλη του
ζωοτροφία ἦτον ποτὲ μὲν ρύζιον νερόβραστον, ποτὲ δὲ νερόμελον, τὸν δὲ περισσότερον
καιρὸν ἐλαίας καὶ μουσκεμένα κουκκία ἦτον τὸ προσφάγιόν του, καὶ ὅποτε τὸν ἐτύχαιναν
ὀψάρια, τὰ ἔδιδε κανενὸς γειτόνου του καὶ τὰ ἐμαγείρευεν καὶ τὰ ἔτρωγαν μαζί. Ὁμοίως
καὶ οἱ γειτόνοι του ἠξεύροντας ὅτι δὲν μαγειρεύει πολλαῖς φοραῖς τοῦ ἐπήγαιναν
μαγείρευμα. Ἢρχετον καὶ εἰς ἡμᾶς συχνὰ καὶ κάποτε μετὰ τὸν χαιρετισμὸν μᾶς ἔλεγἐν:
«Ἀπόκαμα, βρὲ Γερο-Ἀνανία». Καὶ ὅταν ἐκαθήμεθα εἰς τὴν τράπεζαν, εἰ μὲν καὶ ἐσιωπούσαμεν,
ἔτρωγεν, ὡσὰν νηστικὸς ὁποὺ ἦτον, εἰ δὲ καὶ ἐρωτούσαμεν τίποτας, ἀρχίζοντας νὰ
λέγῃ ἀπὸ τὸ λέγειν ἀλησμονοῦσε τὴν πεῖναν, ὥστε ὁποὺ πολλαῖς φοραῖς τὸν ἐπρόσταζεν
ὁ μακαρίτης Γέροντάς μας νὰ σιωπήσῃ διὰ νὰ φάγῃ. Ἀλλὰ καὶ μὲ τόσην κακοπάθειαν,
ὅμως ἦτον κοκκινοπρόσωπος καὶ παχύς, ὡσὰν νὰ ἐξεφάντωνε καθημερινῶς.
Ἡ
ἐρημο-Καψάλα... μέγας ἂμβων!
Εὐθυμίου
Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (Μέρος
Β) 17. Εἰς αὐτὴν τὴν Καλύβην ἦλθεν εἰς
τοὺς 1794. Αὐτοῦ ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε
τὸ «Εὐχολόγιον», αὐτοῦ ἐσύνθεσε τὴν «Χρηστοήθειαν», τὸ δεύτερον «Ἐξομολογητάριον»,
τὰς 14 Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου, τὰς 7
Καθολικάς, τὸ Ψαλτήριον Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαδινοῦ· ἐμετάφρασε καὶ τὸ ἐπλάτυνε
πλουτίζοντας αὐτὸ σχεδὸν μὲ ὅλας τὰς ἐξηγήσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων· ὁμοίως καὶ τὰς
Ἐννέα Ὠδὰς τῶν θείων Προφητῶν, τὸ ὁποῖον τὸ ὠνόμασε «Κῆπον Χαρίτων»΄ ἐκαλλώπισε
καὶ τὸ τοῦ Βαρσανουφίου.
Οἱ πειρασμοὶ τῶν δαιμόνων.
18.
Καὶ μὴν νομίσητε ότι χωρὶς φθόνους καὶ πειρασμοὺς τῶν νοητῶν καὶ αἰσθητῶν ἐχθρῶν
τὰ ἐκατώρθωσεν αὐτά, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλούς. Καὶ περὶ μὲν τῶν αἰσθητῶν τοὺς πέμπομεν
εἰς τὸν βυθὸν τῆς ἀλησμονησίας καὶ τοὺς ἐνεργήσαντας εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καθὼς
ἔκανε καὶ ἐκεῖνος ὁ μακαρίτης. Οὗτος ὁ εὐλογημένος Νικόδημος εἰς τὴν ἀρχὴν ὁποὺ
ἦλθεν ἦτον τόσον δειλός, ὁποὺ εἰς τὴν κέλλαν ὁποὺ τὸν ἐβάναμεν νὰ κοιμηθῇ ἄφηνε
τὴν πόρταν ἀνοικτὴν διὰ νὰ παρηγορῆται, καθὼς ἐνόμιζεν, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ
ὅταν ὑπῆγεν εἰς τὴν ἡσυχίαν τόσον ἀνδρειώθη, ὁπού, ὅταν ἀγρυπνοῦσεν καὶ ἔγραφεν,
οἱ δαίμονες ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ κελλίου του ἐψιθύριζον, καὶ αὐτὸς ἔγραφεν
χωρὶς νὰ δειλιάσῃ ποτέ του, κάποτε δὲ ἐγελοῦσε καὶ αὐτὸς εἰς τὰ καμώματά των. Εἰς
τὴν Σκυροπούλαν ὅταν ἔμεινε μόνος του μίαν νύκτα, ὕστερον ἀπὸ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ
ἔκαμαν ἕναν κρότον ὁποὺ ἐνόμισεν ὅτι ἐγκρεμνίσθη ἕνας τοῖχος ὁποὺ ἦτον ἔξω ἀπὸ
τὸ κελλίον του, καὶ τὸ ταχὺ τὸν ηὗρε γερόν. Καὶ ἐδῶ εἰς ταῖς Καλύβαις ὁποὺ ἦτον
ὁμοίως τὸν ἐπείραζαν ψιθυρίζοντας, καὶ ἐπιμελήθη νὰ ἀκούσῃ τίποτας καὶ δὲν ἤκουσε.
Μίαν μόνην φορὰν ἤκουσεν: «αὐτὸς ὁ γράψας». Κάποτε ἐκτυποῦοαν καὶ τὴν μπόρταν
τοῦ κελλίου του καὶ πάντοτε ἀπὸ δύο φορὲς μόνον ἐκτυποῦσαν. ’Ὁταν δὲ ἐξηγοῦσεν
τὸν τριακοστὸν τέταρτον Ψαλμόν, εἰς τὸν στίχον του «γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος
καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς», τοῦ ἔκαμαν τόσον κρότον, ὁποὺ
τοῦ ἐφάνη ὅτι ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν Καλύβην του ἕνα μεγάλο στράτευμα μὲ βίαν πολλὴν
καὶ ὅτι ἐγκρεμνίσθη ἕνα πεζούλι ὁποὺ ἦτον ἐκεῖ σιμά.
Μεγάλη
ἀδυναμία-ἐξάντλησις (1805).
19.
Εἰς δὲ τοὺς 1805 καὶ 57 τῆς ζωῆς του, αὐτὸς ὸ εὔρωστος καὶ ἀμέριμνος διὰ τὴν
ζωοτροφίαν του, αὐτὸς ὁποὺ δὲν ἐφρόντιζε ἕως τότε διὰ μαγείρευμα, ἀλλὰ ἀπερνοῦσε
ὡς ηὕρισκεν, αὐτὸς ὁποὺ ἐθρέφετον καὶ ἐφραίνετον καλλιώτερον μὲ τὴν ξηροφαγίαν ὑπὲρ
ἄλλους μὲ τὰ ξεφαντώμοπα, ἦλθεν εἰς τόσην ἀδυναμίαν, ὁποὺ ἤθελεν κάθε ἡμέραν
μαγείρευμα καὶ κρασίον, καὶ τρώγονταςκαὶ πίνοντας πάλιν δὲν αἰσθάνετον καμμίαν
δύναμιν. Ὅθεν θιασθεὶς ἐγύρευε κανέναν ἀδελφὸν νὰ κατοικήσουν μαζί. Καὶ πρῶτον ἐκοινοβίασε
μὲ ἕναν γείτονά του ὀλίγας ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν ἀπάνω εἰς τὸν
παπαν-Κυπριανόν, ζωγράφον, τοῦ μακαρίτου Παρθενίου. Αὐτοῦ ἐκάθησεν ἕναν χρόνον·
αὐτοῦ ἐκαλλώπισε καὶ ἐπλάτυνε τὸν «Συναξαριστήν». Καὶ πάλιν ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας
τὸν ἐβίασεν καὶ παρακινούμενος ἀπὸ ἕναν ἀδελφόν, καὶ ὑποσχομένου νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ
ἕως τέλος ζωῆς του, ἠγόρασε πάλιν τὴν πρώτην Καλύβην εἰς τὸ ραχώνι, τὴν ἄνωθεν
τοῦ Κυριακοῦ. Καὶ περνῶντας κανένας χρόνος τὸν ἅφησεν αὐτὸς καὶ πάλιν ἄλλος καὶ
ἄλλος. Αὐτοῦ ἐξήγησε τοὺς Κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν Ἑορτῶν καὶ ἄρχισε
τὴν ἐξήγησιν εἰς τοὺς Ἀναβαθμούς.
Ὁ
ρακενδύτης ἰατρός!...
20.
Ἂχ, καὶ πῶς νὰ τὸ γράψω, πατέρες μου, χωρὶς δάκρυα τοιοῦτον λυπηρὸν μήνυμα! Ὃσον
ἄρχισεν τὸ πτωχὸν Γένος μας νὰ καυχᾶται καὶ νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν ὁποὺ τοῦ ἐχάρισε
τοιοῦτον ἀπλανῆ φωστῆρα εἰς τέτοιον δυστυχισμένον καιρόν, ὁποὺ ἐξάπλωσεν ἡ ἀνευλάβεια
καὶ ἡ ἀθεΐα σχεδὸν εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, καὶ τοιοῦτον ὁδηγὸν τῶν πλανωμένων
καὶ παραμυθίαν τῶν θλιβομένων. Ναί, τὸν ὁμολογῶ τοιοῦτον, ὅχι μόνον ἀπὸ τὰ βιβλία
του, ὁποὺ ἐφώτισε καὶ ἕως τέλος ἔχει νὰ φωτίζῃ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν·
ἀλλὰ τὸ λέγω καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ ἤβλεπα καθημερινῶς, ὁποὺ σχεδὸν ὅλοι οἱ πληγωμένοι
ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφησαν τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Πνευματικοὺς καὶ ὅλοι ἔτρεχαν εἰς τὸν
ρακενδύτην Νικόδημον, διὰ νὰ εὕρουν τὴν ἰατρείαν τους καὶ παραμυθίαν τῶν θλίψεών
τους· οὐ μόνον ἀπὸ τὰ Μοναστήρια καὶ Σκήταις καὶ κελλία, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ
Χριστιανοὶ ἤρχοντο ἀπὸ διαφόρους χώρας νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ παρηγορηθοῦν εἰς τὰς θλίψεις
των ἀπὸ τὸν Νικόδημον. Ὥστε ὁποὺ καὶ πολλαῖς φοραῖς τρόπον τινὰ ἐπαραπονεῖτο εἰς
ἐμᾱς· ἐπαραπονεῖτο ὅχι τοὺς ἀδελφοὺς βαρυνόμενος -καὶ πῶς, ὁποὺ αὐτὸς ὅλον τὸ
διάστημα τῆς ζωῆς του τὸ ἐδαπάνησεν εἰς τὸ νὰ συνθέτῃ καὶ νὰ ἐξηγῇ τὰ ἀνήκοντα
εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν· του Χριστιανῶν; - ὄχι, λέγω, διὰ τοῦτο, ἀλλὰ διατὶ ἐμποδίζετο
ἀπὸ τὸ θεῖον τοῦτο ἔργον καὶ διὰ τὸν πόθον ὁποὺ εἶχεν νὰ ἀδολεσχῇ νυκτὸς καὶ ἡμέρας
εἰς τὴν θείαν καὶ νοερὰν· προσευχήν. Ἐπιμελεῖτο γὰρ καὶ ταύτης διαπαντός, ὅλας
τὰς ὥρας τοῦ ἡμερονυκτίου εἰς τούτας τὰς δύο ἐργασίας τὰς εἶχεν ἀφιερωμένας, ἢ
νὰ ἐξηγήσῃ κανένα νόημα τῆς θείας Γραφῆς ἢ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλήν του εἰς τὸ ἀριστερὸν
μέρος τοῦ στήθους του καὶ νὰ βάνῃ τὸν νοῦν του μέσα εἰς τὴν καρδίαν καὶ νὰ φωνάζῃ
νοερῶς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησόν με». Καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις μᾶς ἔλεγεν: «πᾱμε,
πατέρες μου, εἰς κανένα ἐρημονήσιον νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τὸν κόσμον».
Ἀλλὰ
ἄς εἰπῶ, πατέρες, τὸ θλιβερὸν μήνυμα. Ἐξηγῶντας τοὺς Ἀναβαθμοὺς ἐπλήθυνεν ἡ ἀσθένειά
του, ἡ ὁποία ἦτον ἀδυναμία καὶ ἀνορεξία, καὶ ὅ,τι ἔτρωγεν δὲν αἰσθάνετον καμμίαν
δύναμιν εἰς τὸ σῶμα του, μάλιστα δὲ καὶ ἐφθείρετον. Ἔπεσον τὰ ὀδόντιά του, ἐκουφάθηκε
καὶ ὀλίγον.
«Κολλυβᾶς»
ἀπολογητὴς-ὁμολογητής.
21.
Εἰς ἐτοῡτον τὸν χρόνον ἔστειλε ὁ Παναγιώτατος κὺρ Γρηγόριος Συνοδικὸν
παρακινητικὸν εἰς τὸ νὰ μνημονεύουν νεκρώσιμα κόλλυβα τὴν Κυριακήν, καθὼς καὶ τὸ
Σάββατον, τὸ ὁποῖον πολλὰ τὸν ἐλύπησε καὶ μάλιστα ἐλυπήθη, διατί νὰ γράψῃ καὶ νὰ
ὁμιλήσῃ ,καθὼς ἥξευρεν δὲν ἐτολμοῦσεν, διατὶ ἔβλεπεν ὅτι ἐδῶ οἱ πρόκριτοι πατέρες
τοῦ Ὄρους δὲν ἔχουν καμμίαν προσοχὴν οὔτε εἰς τὰς Παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων
οὔτε εἰς τὰ Τυπικὰ ὁποὺ βλέπουν κάθε ἡμέραν. Καὶ ἐνθυμούμενος τὸν μακαρίτην
παπαν-Παΐσιον, ὁποὺ ἐσυμβούλευσε νὰ μὴν νεκρολογοῦν τὴν Κυριακήν, ἄλλο δὲν ἐκέρδησεν
πάρεξ κατηγορίαις μεγάλαις καὶ παρακίνησιν εἰς τοὺς κλέπτας διὰ νὰ τὸν πνίξουν,
τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινεν μετὰ ταῦτα.
Μὴν
ὑποφέροντας οἱ Ἁγιαννανῖται τὸ Συνοδικὸν ὁποὺ ἔστειλε ὁ Παναγιώτατος κὺρ Σαμουήλ,
εἰς τὸ ὁποῖον ἐπρόσταζεν νὰ ἀκολουθοῦν αἱ Σκῆται καὶ τὰ Κελλία ἐξίσου τὴν τάξιν
καὶ συνήθειαν τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων, διατὶ καὶ εἰς τὰ Μοναστήρια ἕως εἰς τὸν
καιρὸν τοῦ Παναγιωτάτου Σωφρονίου ἐφυλάττετο ἡ παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων· ἐπαρακινήθησαν,
λέγω, καὶ ἔστειλαν τὸν Βησσαρίων εἰς τὴν Βασιλεύουσαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Σωφρονίου.
Καὶ μὲ ταῖς ψευδοκατηγορίαις του ἐκατάπεισε τὴν Σύνοδον καὶ ἐκάθηρε τὸν διδάσκαλον
κὺρ Ἀθανάσιον Πάριον, ὄντα τότε εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ ἄλλους τρεῖς, καὶ τοῦ
ἐδόθη καὶ τέταρτον Συνοδικὸν ἀναιρετικὸν τῶν τριῶν προτέρων, καθὼς τὸ ἤθελεν αὐτός.
Καὶ φοβούμενος νὰ μὴν πάθῃ καὶ αὐτὸς ὅμοια τῶν ἅνωθεν ἐσιώπησε. Ὅμως ἐκινήθη καὶ
ἔγραψεν «Ὁμολογίαν» τῆς πίστεώς του καὶ ἐκεῖ ἀποκρίνεται ἀρκετῶς διὰ τὴν
νεκροκολλυβοπραξίαν τῆς Κυριακῆς.
Ἡμιπληγία
ἐξ ὑπερκοπώσεως (1809).
22.
Εἰς τοὺς 1809 ἐπῆγεν ἀπάνω εἰς τὸν παπαν-Κυπριανόν, εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου
Γεωριγίου, καὶ γυρίζοντάς εἰς τὴν Καλύβην του ἀσθένησεν ὀλίγον καὶ μετὰ τὴν ἀσθένειαν
τοῦ ἔμεινεν ἀνορεξία. Αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἦλθε καὶ εἰς ἐμᾶς, διὰ νὰ συμβουλευθῇ τί
νὰ κάμῃ. Καὶ ἐπειδὴ ἐμεῖς καὶ οἱ τρεῖς ἐγηράσαμεν καὶ δὲν ἠμπορούσαμεν νὰ τὸν ἀναπαύσωμεν,
ἐ· κρίναμεν ὅτι καλόν του εἶναι νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Σκιάθου, καὶ ἀποφάσισε
καὶ αὐτὸς νὰ ὑπάγῃ. Καὶ πηγαίνοντας ἀπάνω εἰς τὸν παπαν-Κυπριανὸν τὸν ἐμπόδισαν
οἱ παπᾶδες του ὑποσχόμενοι νὰ τὸν ὑπηρετήσουν αὐτοί, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. Καὶ ἐν
ταύτῷ ἀσθένησε βαρέως καὶ ἐκουφάθη παραπολύ, ἡ ἀσθένειά του δὲ ὡσὰν καταρροὴ ἦτον.
Καὶ ἀπερνῶντας ἕως εἴκοσι ἡμέραις ἀνέλαβεν καὶ τελειώνοντας τοὺς Ἀναβαθμοὺς ἐδόξασε
τὸν Θεὸν λέγοντας: «Πᾶρε με, Θεέ μου, ὅτι ἐβαρέθηκα ἐτοῦτον τὸν κόσμον». Τοῦτον
τὸν λόγον τὸν ἔλεγε πολλάκις, διότι ἔβλεπεν εἰς τὸν ἑαυτόν του μεγάλην ἀδυναμίαν.
Εἰς δὲ τὰς πέντε τοῦ Ἰουλίου ἠθέλησεν νὰ σεργιανίσῃ ἕως εἰς τὸ Κουτλομούσιον καὶ
πηγαίνων ἐκεῖ τὸν ἐδέχθησαν μετὰ χαρᾶς οἱ Πατέρες. Καὶ μετὰ τὸν Ἑσπερινὸν τοῦἔ
δωσαν μουλάριον, διὰ νὰ ἀνέβῃ εἰς τὸ Κελλίον, διὰ νὰ μὴν κοπιάσῃ. Ὁ δὲ βουρδονάριος,
διὰ νὰ γυρίσῃ ὀγλήγορα ὀπίσω, τὸν ἐπῆγεν ἀπὸ τὸν ἀνηφορικὸν δρόμον, καὶ τὸ μουλάριον
ἔτυχεν νέον καί τὸν ἐκούνησεν ἀναβαίνοντας. Πηγαίνοντας δὲ εἰς τὸ ὀσπίτιον καὶ
πεζεύοντας ἐπιάσθη τὸ δεξιόν του χέρι, τὴν δὲ ἄλλην ἡμέραν ἐπιάσθη ἡ γλῶσσα του
καὶ βρέχοντάς την μὲ νερὸν ὡμιλοῦσεν καὶ ἀπερνῶντας ὀλίγον πάλιν ἐπιάνετον. Ἔκραξαν
ἰατρὸν καὶ φίλον του ἀκριβόν, ἀλλὰ τίποτας δὲν ἐδυνήθη νὰ βοηθήσῃ. Καὶ παρακαλούμενος
ἀπὸ τοὺς πατέρας νὰ τοῦ κάμῃκανένα ἰατρικὸν ἀπεκρίθης «Τί νὰ κάμω, πατέρες μου; Ἐμένα
μὲ ἤφεραν ἐδῶ ἡ ἁμαρτίαις, διὰ νὰ ἰδῶ τὸν θάνατον τοῦ φίλου μου. Ἄν ἦτον
καταρροὴ ἢ ἄλλη ἀσθένεια, εἴχαμεν ἐλπίδα βοηθείας. Ἀλλά, καθὼς βλέπω, ἐτούτη ἡ ἀσθένεια
εἶναι θανατηφόρος. Ἀλλὰ ἄμποτες ὁ Θεὸς νὰ μὲ ἀποδείξῃ ψεύστην». Ἔκαμεν ὅμως κάτι
τι καὶ αὐτὸς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆρεν καὶ ἄλλους δύο ἰατρούς, ὁποὺ ἔτυχον εἰς
ταῖς Καραῑς, καὶ ἐπῆγαν εἰς ἐπίσκεψίν του, καὶ βλέποντάς τον καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀπελπίζουν.
Καὶ οὕτως μίαν ἡμέραν καλλίτερα καὶ τὴν ἄλλην βαρύτερα, ἔφθασεν ἕως τὰς δέκα
τρεῖς τοῦ Ἰουλίου.
«Ἀποθαίνω...
μεταλάβετέ με»!
23.
Εἰς αὐτὰς τὰς ἡμέρας τοῦ ἔκαμαν ὅλα τὰ ἁρμόζοντα εἰς τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἤγουν
γενικὴν Ἐξομολόγησιν, Εὐχέλαιον καὶ καθημερινὴν μετάδοσιν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Τῇ δὲ δεκάτῃ τρίτῃ ἐβάρυνε καὶ ἐστενοχωρεῖτον. Καὶ μὴ δυνάμενος νὰ λέγῃ τὴν Εὐχὴν
μὲ τὸν νοῦν, κατὰ τὴν συνήθειάν του, τὴν ἔλεγεν· ἐκφώνως. Καὶ ἔλεγεν καὶ ἔλεγεν
εἰς τοὺς ἀδελφούς: «Νὰ μὲ συχωρήσητε, πατέρες μου. Ἀπόκαμεν ὁ νοῦς μου καὶ δὲν
δύναται νὰ βαστάξῃ τὴν Εὐχὴν καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἐκφωνῶ. Καὶ ἡ ζωή μου τέλος ἔχει,
ἀλλὰ ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ πληρώσῃ τὸν κόπον τῆς ἀγάπης σας, ὁποὺ κάνετε εἰς ἐμένα τὸν
ἁμαρτωλόν. Καί, παρακαλῶ σας, φέρετέ μου τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων μου Πατέρων, Ἁγίου
Μακαρίου Κορίνθου καὶ Παρθενίου, Ἁγίου Πνευματικοῦ Πατρός μας». Καὶ ἀγκαλισάμενος
αὐτὰ κατεφίλει δακρυρροῶν καὶ λέγοντας: «Διατί, Ἅγιοι Πατέρες, μὲ ἀφήκατε ὀρφανόν;
Ἐσεῖς ἤλθετε αὐτοῦ καὶ ἀναπαύεσθε διὰ τὰς ἀρετὰς ὁποὺ ἐκατωρθώσατε εἰς τὴν γῆν
καὶ κατατρυφᾶτε τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου μας, καὶ ἐγὼ πάσχω ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν μου. Διό,
παρακαλῶ σας, Πατέρες μου, ἱκετεύσατε τὸν Κύριόν μας νὰ μὲ ἐλεήσῃ καὶ ἐμένα καὶ
νὰ μὲ ἀξιώσῃ αὐτοῦ, αὐτοῦ ὁποὺ εἶσθε καὶ ἐσεῖς». Μὲ τοιαῦτα παραπονευτικὰ λόγια
ἐπέρασεν ὅλην τὴν ἡμέραν, τὴν δὲ νύκτα ἐβάρυνε. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ ἔμειναν ἄγρυπνοι ὅλην
τὴν νύκτα προσμένοντες τὴν ἔξοδόν του. Καὶ πηγαίνοντες συχνὰ τὸν ἐρωτοῦσαν:
«Διδάσκαλε, πῶς ἔχεις;». Καὶ συνωμιλοῦσαν παραμικρό. Τῇ δὲ ἕκτῃ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς
μετὰ τὴν ἐρώτησιν τοὺς ἀπεκρίθη: «Ἀποθαίνω, ἀποθαίνω, ἀποθαίνω. Ἀλλά, παρακαλῶ
σας, μεταλάβετέ με». Καὶ οὕτως εὐτρεπισθείς ἐμετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Καὶ περνῶντας ὀλίγη ὥρα ἐπῆγαν καὶ τὸν ηὗραν τὰ χέρια ἐσταυρωμένα καὶ τοὺς πόδας
ἁπλωτούς, καὶ τὸν ἐρωτοῦν: «Διδάσκαλε, τί κάνεις; ἡσυχάζεις;». Ὁ δὲ τοὺς ἀπεκρίθη:
«Τὸν Χριστὸν ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴν ἡσυχάσω;». Καὶ συνομιλήσαντες ὀλίγον
ἐσιώπησεν.
«Ἐβασίλευσεν
ὁ νοητὸς ἥλιος».
24.
Τῇ δὲ δεκάτῃ τετάρτῃ ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου εἰς τὴν γῆν ἑβασίλευσεν ὁ
νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἔλειψεν ὁ στῦλος ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ
εἰς τὴν εὐσέβειαν· ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν·
ἐπένθησαν οἱ φίλοι καὶ γνωστοί καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας
Χριστιανὸς καὶ ἀγράμματος ὢν εἶπε τοιοῦτον λόγον: «Πατέρες μου, καλλίτερον νὰ ἀπόθαιναν
χίλιοι Χριστιανοὶ σήμερον καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
«Αἱ
ἀκτῖνες τῶν διδαχῶν Αὐτοῦ... φωτίζουν»!
25.
Ἀλλὰ τὸ νὰ πενθῇ τινὰς καὶ νὰ ὀδύρεται τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς εἶναι εὔλογον
μέν, ἀλλὰ μὲ κρίσιν ἀνθρώπινον. Ὃμως ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ ἔκρινεν εὐλογώτερον, διὰ
νὰ τὸν ἐπάρη, καθὼς τὸ ἐζητοῦσε, διατὶ ἐκοπίασε ὑπερβολικῶς εἰς τὸν μυστικὸν ἀμπελῶνα
Αὐτοῦ. Καὶ ἂν ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος καὶ ἐκρύβη ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας, ἡρπάγη διὰ νὰ
ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ γηρατείου καὶ τῆς ἀκολουθούσης ἐξ αὐτοῦ ὀδυνηρᾶς ζωῆς.
Ἀλλὰ αἱ ἀκτῖνες τῶν διδαχῶν αὐτοῦ εἶναι μετεμᾶς καὶ μᾶς φωτίζουν καὶ ἔχουν νὰ
φωτίζουν τὴν Ἐκ[κλησίαν...]...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου