Ανάμεσα
στο πλήθος των όσιακών μορφών, που με τους ασκητικούς ιδρώτες, τα ρεύματα των
δακρύων της κατανύξεως και τους λοιπούς θεοφιλείς καμάτους τους, άρδευσαν και
άγιασαν, απ' άκρη σ' άκρη, την φιλάγια της Κύπρου γη, είναι γνωστή και μία
μικρή σε αριθμό ομάδα Αγίων γυναικών.
Και γι' αυτές πάλιν ελάχιστα κατά κανόνα
βιογραφικά στοιχεία έφθασαν μέχρις εμάς, όσα, Προνοία Θεού, διασώθηκαν από τον
πανδαμάτορα χρόνο και τις ποικίλες ιστορικές περιπέτειες του πολύπαθου νησιού
μας.
Ξεχωριστή
θέση μεταξύ τους, με μια παγκύπρια τιμή και ακτινοβολία, κατέχει αναμφίβολα η
Αγία Φωτεινή η Καρπασίτιδα, η γνωστή στον λαό και ως Αγία Φωτού[2]. Έζησε κατά
την πρώιμη μάλλον βυζαντινή εποχή[3], αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζουμε σήμερα τα
σχετικά με τον βίο της.
Σύμφωνα
με τοπική παράδοση, η φωτώνυμη αυτή Οσία καταγόταν από την αρχαία πόλη του
Καρπασίου. Αυτό που είναι με βεβαιότητα γνωστό, είναι ότι διήλθε τον ασκητικό
της βίο σ' ένα ευρύχωρο λαξευτό υπόγειο σπήλαιο μέσα στο σημερινό χωριό Άγιος
Ανδρόνικος Καρπασίας (βλ. κατωτ. εικόνα σελίδας 674). Το σπήλαιο τούτο, που
διατηρείται σε εξαίρετη γενικά κατάσταση μέχρι και τις μέρες μας, είναι πιθανόν
να προϋπήρξε της Αγίας Φωτεινής, και ίσως παραπέμπει σε πρωτοχριστιανικούς ή
και πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Σ' αυτό υπάρχουν εσωτερικές προεκτάσεις, υπό
μορφή σηράγγων, διασώζονται δε και λαξευμένες εσοχές στα τοιχώματα για την
τοποθέτηση λύχνων.
Αξίζει
σ' αυτή τη συνάφεια να τονισθεί πως το ασκητήριο-σπήλαιο της Αγίας Φωτεινής δεν
αποτελεί μεμονωμένο χώρο ή γεγονός, αλλά εντάσσεται σε σύμπλεγμα ασκητηρίων της
ευρύτερης εκεί περιοχής. Σ' αυτά περιλαμβάνονται οι γνωστοί βυζαντινοί ναοί της
Αγίας Σολομονής έξω από την Κώμα του Γιαλού (9ου αιώνα), της Αγίας Παύλης στην
Αγία Τριάδα Γιαλούσας, της Αγίας Θέκλης στην Γιαλούσα, και της Αγίας Βαρβάρας
πλησίον της Κορόβειας (8ου αιώνα). Κάτω από τους τρεις πρώτους αυτούς ναούς
υπάρχουν λαξευτοί ταφικοί θάλαμοι με αρκοσόλια[4], ενώ πλησίον του τελευταίου
(της Αγίας Βαρβάρας) λαξευτά σπήλαια, που λειτούργησαν
ως ασκητήρια, ενδεικτικά πιθανώτατα της κατά τη μεσοβυζαντινή τουλάχιστον
περίοδο ακμής στην περιοχή του γυναικείου μοναχισμού, εάν κρίνουμε από την
αφιέρωση των ως άνω ναών σε γυναίκες Αγίες.
Στο
πιο πάνω λοιπόν σπήλαιο (στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος) αγωνίσθηκε ασκητικά η
Οσία, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, αγνότητα, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και τις
άλλες ευαγγελικές αρετές, με τις οποίες κατέστη πάμφωτο σκεύος Θεού, δοχείο των
χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, φωτοφόρα και φωτόμορφη. Κατάμεστη λοιπόν των
καρπών της αγιότητας, κοιμήθηκε εν Κυρίω και τάφηκε στο ασκητήριό της. Ο τάφος
της, που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του σπηλαίου, παρέμεινε για αιώνες
αγνοημένος. Για πρώτη φορά εντοπίσθηκε μετά από θεία αποκάλυψη κατά το πρώτο
μισό του 15ου αιώνα, σύμφωνα με τη σύγχρονη μαρτυρία του γνωστού Κυπρίου
μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά. Τούτο ήταν ασφαλώς οικονομία Θεού,
για να παρηγορήσει τους υπόδουλους τότε Κυπρίους από τα δεινά της παπικής
Φραγκοκρατίας, και να τους στηρίξει στην Ορθόδοξη πίστη. Η αναφορά αυτή του
Μαχαιρά, που αποτελεί και την αρχαιότερη γνωστή γραπτή μαρτυρία για την Οσία Φωτεινή,
έχει ως εξής (αποδίδουμε το κείμενο σε μετάφραση): «Ακόμη βρίσκεται στην
(περιοχή) Ακρωτίκη, στην κώμη του Αγίου Ανδρονίκου της Κανακαριάς - έχει λίγο
καιρό και βρέθηκε με αποκάλυψη Θεού - (μία άλλη Αγία), που την ονομάζουν Αγία
Φωτεινή, και ο τάφος της είναι κάτω από τη γη (σε σπήλαιο). (Εκεί) υπάρχει
(άγιο) βήμα και τελείται η θεία Λειτουργία. Επίσης
εκεί υπάρχει νερό-αγίασμα, και (στο πηγάδι που βρίσκεται) έχει πολύ βάθος το
νερό, και στο γύρισμα του φεγγαριού πήζει επάνω το νερό (αγίασμα), όπως πήζει ο
πάγος, και γίνεται μία τσίππα. Και τη βγάζουν (από το πηγάδι) σαν μια πλάκα
πάγου. Κι άμα αρχίζει να λυώνει, γίνεται λεπτό σαν σκόνη,
και την βάζουν στα μάτια τους οι τυφλοί και θεραπεύονται.»[5]
Έκτοτε
η Αγία Φωτεινή, και μέχρι τις μέρες μας, ενεργεί πλείστα όσα θαύματα σ' αυτούς
που με πίστη προσέρχονται και προσεύχονται σ' αυτήν. Κατ' εξαίρεση έλαβε, κατά
την επωνυμία της, τη Χάρη της θεραπείας των ποικίλων οφθαλμικών παθήσεων,
μάλιστα των τυφλώσεων, χορηγώντας άφθονα τις ιάσεις με το νερό του αγιάσματός
της[6]. Τό πηγάδι του περιωνύμου αυτού αγιάσματος, που, όπως είδαμε, αναφέρει
και ο Λεόντιος Μαχαιράς, βρίσκεται στο άκρο λαξευμένης προς τα βόρεια του
σπηλαίου σήραγγας. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το αγίασμα αυτό στέρεψε το
1974, μετά την τουρκική εισβολή, ένεκα της βεβήλωσης του χώρου από τους
Τούρκους.
Πέραν
της μαρτυρουμένης χρήσης του σπηλαίου τούτου ως ναού ήδη από τ ά χρόνια της
στυγνής υποδουλώσεως της Κύπρου μας στους αιρετικούς παπικούς Φράγκους, αλλά
και μέχρι πρόσφατα (το έτος 1974), ο χώρος αυτός προηγουμένως λειτούργησε
πιθανώτατα και ως Μονή. Αργότερα (ίσως επί τουρκοκρατίας) λειτούργησε πάνω και
πέριξ του σπηλαίου μικρή ανδρώα Μονή, που διαλύθηκε περί το τέλος του 19ου
αιώνα[7]. Ο ναός, που βρίσκεται σήμερα πάνω από το σπήλαιο (βλ. Εικ. ανωτέρω),
κτίσθηκε επί αρχιεπισκόπου Κύπρου
Χρυσάνθου (1767-1810), λειτουργούσε δε προ της εισβολής ως ο ενοριακός ναός του
χωριού Άγιος Ανδρόνικος[8].
Εξαιτίας
των ποικίλων ιστορικών της Κύπρου περιστάσεων, ο τάφος της Οσίας προφανώς καλύφθηκε
(ίσως κατά την αιρετική παπικό-Ενετοκρατία η την αλλόθρησκη Τουρ κ ο κ ρ α τ ί
α ) προς αποφυγή σύλησης του ιερού της λειψάνου, και με τα χρόνια και πάλιν
λησμονήθηκε. Για δεύτερη φορά ανευρέθη επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου
(1718-1733) από τον τότε επιστάτη της Μονής της Οσίας, οικονόμο Άνθιμο.
Επιθυμώντας δηλαδή αυτός να ευρυχωρήσει
το σπήλαιο, έσκαψε προς τα δυτικά, όπου βρήκε ξανά τον τάφο και το ιερό λείψανο
της Αγίας, πάνω στο οποίο υπήρχε μαρμάρινος σταυρός, που έφερε την επιγραφή· «Φωτεινή οσία, νύμφη Χριστού». Τούτο υπήρξε και πάλιν έργο
της θείας Προνοίας, για τη στήριξη του Τουρκοκρατουμένου και δεινοπαθούντος
πιστού λαού της Κύπρου. Αφού ειδοποιήθηκε τότε σχετικά ο αρχιεπίσκοπος
Σίλβεστρος, πρόσταξε και ασφάλισαν το άγιο λείψανο μέσα στον τάφο. Αργότερα
ανακομίσθησαν από εκεί τα ιερά αυτά λείψανα, κατά δε το 1974 μετακομίσθηκαν
στην ιερά αρχιεπισκοπή Κύπρου.
Ναοί
επ' ονόματι της Αγίας Φωτεινής βρίσκονται και σε άλλα μέρη της Κύπρου, αλλά δεν
είναι γνωστό εάν ετιμάτο εκεί αρχικά η Κυπρία Οσία, η Καρπασίτιδα ή η ομώνυμη
Μεγαλομάρτυς, η Σαμαρείτιδα. Πιθανώτατα όμως στους παλαιούς ναούς στην
Αμμόχωστο και τον Γερόλακκο να ετιμάτο η Κυπρία Φωτεινή, όπως και στο
(μεταγενεστέρως τουρκοκυπριακό) χωριό Φώττα
(ή Φότα), που αρχικά εκαλείτο Αγία Φωτεινή, μετονομάσθηκε δε έτσι από τους
Τουρκοκυπρίους[9].
Παλαιότερη
γνωστή φορητή εικόνα της Οσίας είναι μία του έτους 1811, έργο του γνωστού ζωγράφου ιερομόναχου Λαυρεντίου, που κλάπηκε κατά την
εισβολή από τους Τούρκους και πωλήθηκε στην
Ευρώπη[10]. Αυτή, όπως και οι σωζόμενες νεώτερες εικόνες, παριστούν
την Αγία με μοναχική ενδυμασία και να φέρει στο δεξί της χέρι Σταυρό.
Η
μνήμη της Αγίας Φωτεινής εορτάζεται στις 2 Αυγούστου[11], ημέρα κατά την οποία,
μέχρι και πριν την τουρκική εισβολή του 1974, ετελείτο μεγάλη πανήγυρη στο
χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας, στην οποία μετέβαινε κατά κανόνα και ο
εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου[12].
Ταις της φωτοφόρου και φωτωνύμου Οσίας αγίαις
πρεσβείαις ο Θεός, φώτισον και ημών τα όμματα της ψυχής και του σώματος, και
ελέησον ημάς, ως μόνος Οικτίρμων. Αμήν!
Ο
ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΑΡ.
ΤΕΥΧΟΥΣ 106-111
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ
[*] Πρωτογενείς πηγές αναφορικά με τον βίο της
Οσίας Φωτεινής δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί. Το παρόν κείμενο βασίζεται στα
παρατιθέμενα από τους Λεόντιο Μαχαιρά (στο Χρονικό του), Ακάκιο μονάχο και
Αντώνιο Τεϊρμεντζόγλου προσκυνητή (στις συντεθειμένες απ' αυτούς χειρόγραφες
Ακολουθίες της Οσίας - βλ. κατωτ.) στοιχεία, τα οποία και συνθέτουν τη βασική
σχετική χειρόγραφη παράδοση, καθώς και σε παρεμφερή αξιόπιστα αρχαιολογικά
δεδομένα.
[2] Το όνομα αυτό παράχθηκε από την γενική του
συγγενικού ονόματος της Αγίας, η Φωτώ (της Φωτούς), αποτελεί δε σύνηθες
γλωσσικό φαινόμενο αναγόμενο στη βυζαντινή εποχή (της αποδόσεως δηλ. θηλυκών
κυρίων προσηγορικών ονομάτων εις -ού, π.χ. Σωφρονού, Κυριακού, Παρασκευού
κλπ.).
[3] Όχι μόνο ο χώρος ασκήσεως της Οσίας, άλλα
και ο τύπος του τάφου της, που, παρά τις μεταγενέστερες (κατά τις δύο
ανευρέσεις του) επεμβάσεις, διακρίνεται εμφανώς ότι ήταν αρκοσόλιο (βλ. επόμενη
σημ.). παραπέμπουν στην παλαιοχριστιανική περίοδο.
[4]
Η λ. αρκοσόλιο (από το λατινικό
arcosolium, προερχόμενο από τις λ. arcus=τόξο και solium=σορός, θήκη. τάφος),
δηλώνει τους τοξωτούς τάφους, που κατασκευάζονταν κατά τη
ρωμαϊκή-παλαιοχριστιανική περίοδο. Ο τάφος, που προεξείχε λίγο από το δάπεδο,
επιστεγαζόταν από τοξωτή οροφή, δίνοντας έτσι ένα πλαστικό βάθος στην
κατασκευή. Τα αρκοσόλια των Αγίων διακοσμούνταν συνήθως με ποικίλες παραστάσεις
(νωπογραφίες).
[5] Λεοντίου Μαχαιρά. Χρονικόν, (έκδ.) R.M. Dawkins, Leontios Makhairas, Recital concerning the Sweet Land
of Cyprus entitled 'Chronicle', Οξφόρδη,
1932, Vol. I,
§34, σσ. 32-35. Τα του Μαχαιρά περιληπτικά
αναφέρουν και οι D. Strambaldi [Chronicha, σ. 14). Fl. Bustron {Historia. σ.
34) και αρχιμανδρίτης Κυπριανός [Ιστορία χρονολογική, σ. 352).
[6]
Η από το όνομα της Οσίας Φωτεινής
απορρέουσα θαυματουργική Χάρη της θεραπείας των οφθαλμικών παθήσεων έχει
αντίστοιχη περίπτωση τα μετά θάνατον θαύματα της ομώνυμης Μεγαλομάρτυρος
Φωτεινής της Σαμαρείτιδος στην Κωνσταντινούπολη, όπου μάλιστα υπήρχε και αγίασμα,
θεραπευτικό των ασθενειών (βλ. «Η εύρεσις των λειψάνων της αγίας μεγαλομάρτυρος
Φωτεινής και μερική ταύτης θαυμάτων εξήγησις». εν Fr. Halkin, Hagiographica
Inedita Decem. CCSG, No. 21, Louvain, 1989. σσ. 111-125 [κείμενο], και
σχετικά
σχόλια
εν Alice-Mary Talbot, «The posthumous miracles of St. Photeine», Analecta
Bollandiana. 112
[1994]. σσ. 85-104).
[7] Για τη μικρή αυτή Μονή της Οσίας βλ. εν Ν.
Γ. Κυριαζής. Τα Μοναστήρια εν Κύπρω). Λάρνακα, 1950, σ. 99, και Κωστής
Κοκκινόφτας - Θεοχαρίδης Ιωάννης, «Μοναστηριακά δεδομένα σύμφωνα με το
Κατάστιχο VI της αρχιεπισκοπής Κύπρου (1825)», Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ι. Μ.
Κύκκου. 4, σσ. 241-309. μάλιστα Πίν. 1-3 και Χάρτης 3.
[8] Σύμφωνα με πληροφορίες των εγχωρίων, στην
τουρκοκυπριακή συνοικία (τουρκομαχαλλά)του Αγίου Ανδρονίκου, υπήρχε ναός του
Αγίου Ανδρονίκου, ερειπωμένος σήμερα.
[9] Τους ναούς και τα αγιώνυμα τοπωνύμια στην
Κύπρο, Αγία Φωτεινή και Αγία Φωτού βλ. εν Christodoulou Menelaos and
Konstantinides Konstantinos, A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia, 1987, σ. 20, και Jack Goodwin, An Historical Toponymy of Cyprus, Vol. I, Nicosia, 19855. σ.
299. Ας σημειωθεί πως ο ναός της Οσίας στην Ακάνθου (19ου (;) αι.) ήταν ο
κοιμητηριακός του χωριού, υπήρχε δε παλαιότερα ναός της και στην Κυθρέα.
[10] Η εικόνα αυτή της Οσίας, μαζί με άλλες
εικόνες από την Κύπρο, κλεμμένες μετά την εισβολή από Τούρκους έμπορους
αρχαιοτήτων, παρουσιάσθηκαν σε έκθεση στη Γερμανία και τιτλοφορήθηκαν ως
προερχόμενες από το Άγιον Όρος (!), μετά δε εξαφανίσθηκαν (βλ. Κατάλογο
της
Εκθέσεως, Ikonen des Ostens. Kultbilder aus fünf
Jahrhunderten, St. Otto-Verlag Bemberg. Germany, No. 30, σ. 124, 'Heilige
Fotinia').
[11] Παλαιότερη σωζόμενη Ακολουθία της Οσίας, που
ασφαλώς σχετίζεται με την επί αρχιεπισκόπου Σιλβέστρου eπανεύρεση του ιερού
λειψάνου της, είναι η συμπιληθείσα υπό του μοναχού Ακακίου στο γνωστό του χγφ.
Πεντέορτον (1732/1733), που δημοσιεύθηκε εν Κυπριακαί Σπουδαί, ΙΑ' (1947), σσ.
77-b 97. με σχετικά προλεγόμενα στις σσ. κη'-κθ' (τό Συναξάριο είχε προδημοσιευθεί
από τον Ιω. Συκουτρή στα Κυπριακά Χρονικά. Β' [1924], σσ. 238-240). Η αυτή
σχεδόν Ακολουθία (με μικρές διαφορές) βρίσκεται στο γραμμένο από τον Αντώνιο
Τεϊρμεντζόγλου χγφ. Ι. Μητροπόλεως Κιτίου 25 (αρχών του 19ου αι.), σσ. 246-287.
Αμφότερες στερούνται οποιασδήποτε πρωτοτυπίας (ως και οι μεταγενέστερες υπό των
Μαχαιριωτών Ιγνατίου [1881] και Μητροφάνους [1899]). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει το Συναξάριό τους, που στον Τεϊρμεντζόγλου αποδίδεται με διαφορές,
αλλά περιέχει τα αυτά βασικά στοιχεία. Αξιοσημείωτο ότι σ' αυτό
(του Τεϊρμεντζόγλου) γίνεται το πρώτον αναφορά στην επί Σιλβέστρου ανεύρεση του
λειψάνου της Οσίας - στον Ακάκιο υπονοείται, αλλά δεν αναφέρεται ρητά - από τον
οικονόμο Άνθιμο (και όχι Νικόδημο, όπως βραδύτερα επεκράτησε), και ότι τότε
(περ. τέλη του 18ου / αρχές 19ου αι.) το λείψανο βρισκόταν ακέραιο μέσα στον
τάφο. Νέα ασματική Ακολουθία, ποίημα του Υμνογράφου Χαραλάμπους Μπούσια, περιλήφθηκε (μαζί με τη σχετική
βιβλιογραφία) στα Κύπρια Μηνιαία, Γ (Αύγουστος), σσ. 21-38.
[12] Ως γνωστό, με την Bulla Cypria του πάπα
Αλεξάνδρου Δ' (1260) καταργήθηκε ο τίτλος και θεσμός του αρχιεπισκόπου Κύπρου,
οι δε επισκοπές της νήσου περιορίσθηκαν από 14 σε 4. Μεταξύ των επισκοπών αυτών
που καταργήθηκαν ήταν και του Καρπασίου, όπου εξορίσθηκε ο επίσκοπος
Κωνσταντίας-Αμμοχώστου. Με την ανασύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας Κύπρου μετά
την κατάληψη της νήσου από τους Τούρκους (1570/1571), η επισκοπή Καρπασίου
(καθώς και η της Αμμοχώστου) περιέρχεται υπό τη δικαιοδοσία του αρχιεπισκοπικού
θρόνου. Πρόσφατα (2007), με τη διεύρυνση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας
Κύπρου, εξελέγη και χωρεπίσκοπος Καρπασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου