ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ
Άγιοι
της Γαλατίας
Ο
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΓΚΡΩΝ*
Μετάφρασις
από το έργο Vita
Patrum του
αγίου Γρηγορίου Τουρώνης.
Άνθρωποι
τελείας αγιότητος, που υψώθηκαν από τη γη στον ουρανό μέσω της τελειοτάτης
ασκήσεώς τους, είναι εκείνοι που είναι δεμένοι με τον σύνδεσμο της αληθινής αγάπης[1],
πλουτισμένοι με τους καρπούς της ελεημοσύνης, στολισμένοι με το άνθος της εγκρατείας,
στεφανωμένοι με τον αποφασισμένο αγώνα του μαρτυρίου· εκείνοι, τέλος, που
πρωταρχική τους επιθυμία, προκειμένου να αρχίσουν το έργο της τελείας
δικαιοσύνης, ήταν πάνω απ’ όλα να καταστήσουν το σώμα τους άσπιλο ναό,
ετοιμασμένο για το Άγιο Πνεύμα, και έτσι να φθάσουν στην κορυφή και των άλλων
αρετών. Αφού λοιπόν έγιναν οι ίδιοι διώκτες του εαυτού των, καθώς καταπολεμούσαν τα πάθη μέσα τους και δοκιμάζονταν όπως οι
μάρτυρες, τερμάτισαν θριαμβευτικά τον νόμιμο[2] αγώνα τους. Κανείς δεν μπορεί
να το επιτύχη αυτό χωρίς την βοήθεια του Θεού και χωρίς την προστασία της ασπίδας
και περικεφαλαίας της θείας επικουρίας· κανείς δεν το κατορθώνει χάρις στις
δικές του δυνάμεις, αλλά το αποδίδει στη δόξα του ονόματος του Θεού, σύμφωνα με
τον λόγο του Αποστόλου: Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω[3]. Σε τούτο ακριβώς
αναζήτησε όλη του τη δόξα ο μακάριος Γρηγόριος, ο οποίος από την υψηλή θέσι της
τάξεως των συγκλητικών εταπείνωσε τόσο τον εαυτό του, ώστε καταφρονώντας κάθε
γήϊνη μέριμνα, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο έργο του Θεού και το κράτησε βαθειά
μέσα στην καρδιά του.
Ο
άγιος Γρηγόριος λοιπόν ο οποίος ήταν από τους πιο επιφανείς συγκλητικούς και
είχε μεγάλη μόρφωσι, έλαβε το αξίωμα του Κόμητος της πόλεως Ωτέν[4] και
κυβέρνησε την περιοχή με δικαιοσύνη για
σαράντα χρόνια. Υπήρξε τόσο ακριβοδίκαιος και αυστηρός απέναντι στους
κακοποιούς, ώστε σχεδόν κανείς δεν κατάφερνε να
του ξεφύγη. Η σύζυγός του ονομαζόταν Αρμενταρία και καταγόταν και αυτή από
συγκλητική γενιά· λέγεται ότι την είχε γνωρίσει, μόνο για τον σκοπό της
τεκνογονίας. Ο Θεός τού χάρισε παιδιά και ο ίδιος ποτέ δεν ένοιωσε αμαρτωλή επιθυμία
για κάποια άλλη γυναίκα, όπως συχνά συμβαίνει κατά την ακμή της νεότητος.
Μετά
τον θάνατο της γυναίκας του στράφηκε ολοκληρωτικά στον Θεό και κατόπιν εκλογής
του από τον λαό χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαγκρών[5]. Η εγκράτειά του ήταν μεγάλη και για να μην
πέση στην υπερηφάνεια, συνήθιζε να κρύβη μέσα στο σιταρένιο ψωμί του ένα
μικρότερο κρίθινο· έκοβε και μοίραζε το σιταρένιο ψωμί στους άλλους κι αυτός έτρωγε το κρίθινο, χωρίς να φανερώνεται. Το ίδιο έκανε και
με το κρασί· όταν ο οικονόμος πήγαινε να του προσφέρη νερό, αυτός διάλεγε ένα
αδιαφανές ποτήρι για να μην φανή ότι έπινε νερό και όχι κρασί. Είχε τόση
αφοσίωσι και τόσο ζήλο στην νηστεία, την ελεημοσύνη, την προσευχή και τις
αγρυπνίες, ώστε έλαμπε σαν ερημίτης εν μέσω του κόσμου. Πράγματι, από τότε που
κατοίκησε στην οχυρωμένη πόλι της Ντιζόν[6], επειδή το σπίτι του βρισκόταν πλάϊ
στο βαπτιστήριο[7] όπου υπήρχαν λείψανα πολλών αγίων, σηκωνόταν τη νύχτα από το
κρεββάτι του και, χωρίς κανείς να τον αντιληφθή, με μόνο του μάρτυρα τον Θεό,
πήγαινε στο βαπτιστήριο, του οποίου η πόρτα άνοιγε θαυματουργικά, και
προσευχόταν με όλη του την καρδιά.
Ο
άγιος τηρούσε για πολύ καιρό αυτή τη συνήθεια, ώσπου κάποιος διάκονος τον είδε
και τον ανεγνώρισε· όταν τον είδε να βγαίνη έξω, τον ακολούθησε από απόστασι
και είδε τι έκανε, χωρίς ο μακάριος να τον αντιληφθή. Ο διάκονος είπε πως,
μόλις ο άγιος του Θεού έφθασε στην πόρτα του βαπτιστηρίου, την κτύπησε με το χέρι
του και εκείνη άνοιξε μόνη της, χωρίς να εμφανιστή κανείς· κατόπιν μπήκε μέσα
και για πολλή ώρα επικρατούσε σιωπή, αλλά έπειτα ακούστηκαν ψαλμωδίες σαν να
έψαλλαν πολλοί μαζί, και αυτό κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Πιστεύω πως οι άγιοι,
των οποίων τα λείψανα υπήρχαν στον τόπο εκείνο, εμφανίσθηκαν στον μακάριο για
να υμνήσουν μαζί του τον Θεό. Όταν τελείωσε, γύρισε πάλι στο κρεββάτι του και
ξάπλωσε με πολλή προσοχή, ώστε κανείς να μην
αντιληφθή το παραμικρό. Το πρωΐ οι φύλακες εύρισκαν την πόρτα κλειστή, άνοιγαν
με το κλειδί, όπως συνήθως, και χτυπούσαν την καμπάνα. Και ο άγιος του Θεού
πήγαινε πάλι εκεί μαζί με τους άλλους για την ιερή ακολουθία
Την
πρώτη ήμερα του ως επισκόπου, πολλοί δαιμονισμένοι έβγαζαν δυνατές κραυγές και
οι ιερείς του ζήτησαν να δεχθή να τους δώση την ευλογία του. Εκείνος αρνήθηκε
με έμφασι να το κάνη, επειδή φοβόταν μήπως έτσι προσβληθή από την κενοδοξία,
και αποκαλούσε τον εαυτό του ανάξιο να επιτελέση θαύματα του Θεού. Επειδή όμως
δεν μπορούσε να τους αρνήται για πολύ, είπε να φέρουν μπροστά του τους
δαιμονισμένους. Τότε, χωρίς καν να τους αγγίξη, με τον λόγο του μόνο και
κάνοντας το σημείο του σταυρού, διέταξε τα δαιμόνια να φύγουν. Στο άκουσμα αυτό
τα δαιμόνια εγκατέλειψαν την ίδια στιγμή τα σώματα που κρατούσαν δεμένα με
κακία. Αλλά ακόμη και όταν δεν ήταν ο ίδιος παρών, πολλοί μπορούσαν να καταπραΰνουν
τους δαιμονισμένους και να εκβάλλουν τα δαιμόνια κάνοντας επάνω τους το σημείο
του σταυρού με το ραβδί που κρατούσε συνήθως ο άγιος.
Επί
πλέον, αν κάποιος άρρωστος έπαιρνε κάτι από το κρεββάτι του αγίου, εξασφάλιζε
την σίγουρη θεραπεία του. Η εγγονή του Αρμενταρία[8] αρρώστησε κάποτε στη
νεότητά της από φοβερό τεταρταίο πυρετό και, καθώς δεν εύρισκε καμμία
ανακούφισι από την συνεχή φροντίδα των γιατρών, την παρακινούσε πολλές φορές ο
μακάριος ομολογητής να δοθή στην προσευχή. Μία ήμερα αυτή ζήτησε να την
ξαπλώσουν στο κρεββάτι του· ο πυρετός τότε εξαφανίστηκε εντελώς και ποτέ στο
εξής δεν την ξαναενόχλησε.
Ο
άγιος Γρηγόριος, ενώ είχε πάει στην πόλι Λάγκρες για την αγία ήμερα των
Θεοφανείων, προσβλήθηκε από ελαφρό πυρετό και σε λίγο άφησε τον κόσμο αυτό και
πορεύθηκε στον Χριστό. Μετά το θάνατό του, το μακάριο πρόσωπό του ήταν
στολισμένο με τόση λαμπρότητα, ώστε έμοιαζε με τριαντάφυλλο. Τα μαγουλά του
ήταν ρόδινα, ενώ το υπόλοιπο σώμα του λευκό σαν κρίνος, ώστε να νομίζη κανείς
ότι είναι ήδη έτοιμο για τη μέλλουσα ανάστασι.
Κατά
την μεταφορά του σκηνώματός του στη Ντιζόν, όπου ο ίδιος είχε ζητήσει να ταφή
στα βόρεια της πεδιάδος, όταν αυτοί που το μετέφεραν έφθασαν στο κάστρο, δεν
μπορούσαν πια να σηκώσουν το φέρετρο και το απέθεσαν στο χώμα. Αφού ανέκτησαν
τις δυνάμεις τους, το σήκωσαν και το μετέφεραν στην εκκλησία που βρίσκεται
εντός των τειχών της πόλεως.
Όταν
έφθασαν οι επίσκοποι την πέμπτη ημέρα, το σκήνωμα του αγίου μεταφέρθηκε από την
εκκλησία στην βασιλική του αγίου Ιωάννου. Καθ’ οδόν οι κρατούμενοι των φυλακών
άρχισαν να φωνάζουν στο μακάριο σώμα: «Σπλαχνίσου μας, ευλαβέστατε δέσποτα,
ώστε όσους δεν μας ελευθέρωσες όντας στην ζωή, να μας ελευθερώσης τώρα που, μετά
τον θάνατό σου, κατέχεις την ουράνια βασιλεία. Επισκέψου μας, σε ικετεύουμε,
δείξε το έλεός σου σε μας». Καθώς φώναζαν τέτοια και άλλα παρόμοια, το σώμα του
αγίου έγινε βαρύ, τόσο που οι μεταφορείς δεν μπορούσαν να το σηκώσουν. Απέθεσαν
λοιπόν το φέρετρο στο έδαφος περιμένοντας κάποιο θαύμα από τον μακάριο
επίσκοπο. Ενώ λοιπόν περίμεναν, με μιας οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν και η
δοκός, όπου ήταν στερεωμένα τα πόδια των φυλακισμένων, έσπασε στα δύο. Τα δεσμά
λύθηκαν, οι αλυσίδες έσπασαν και όλοι ελεύθεροι πλέον ώρμησαν ανεμπόδιστοι προς
το μακάριο σώμα. Οι μεταφορείς τότε σήκωσαν με ευκολία το φέρετρο και οι
κρατούμενοι το ακολούθησαν μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Αργότερα απέκτησαν την
ελευθερία τους, με δικαστική απόφασι, χωρίς να τους επιβληθή ποινή.
Πολλά
ακόμη θαύματα επετέλεσε ο μακάριος ομολογητής στη συνέχεια. Κάποιος μοναχός
είπε ότι την ημέρα της ταφής του είδε τους ουρανούς ανοικτούς. Δεν υπάρχει βέβαια
αμφιβολία πως ο άγιος με την αγγελική βιοτή του έγινε δεκτός στις επουράνιες χορείες. Κάποιος φυλακισμένος μεταφερόταν στο κάστρο που
προαναφέραμε ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, από τον οποίο είχε μεταφερθή το
σκήνωμα του αγίου από τις Λάγκρες. Οι στρατιώτες πήγαιναν μπροστά έφιπποι και
έσερναν πίσω τους τον φυλακισμένο. Όταν έφτασαν στο σημείο που είχε αποτεθή το
φέρετρο του αγίου και το προσπερνούσαν, ο κρατούμενος επικαλέστηκε το όνομα του
μακαρίου επισκόπου και του ζήτησε να τον ευσπλαχνιστή και να τον ελευθερώση.
Ενώ προσευχόταν λύθηκαν τα χέρια του από τα δεσμά. Μόλις κατάλαβε ότι
ελευθερώθηκε δεν μίλησε, και καθώς τα χέρια του ήταν καλυμμένα, νόμιζαν πως
είναι ακόμη δεμένος. Όταν όμως πέρασαν την πύλη του κάστρου και έφθασαν στο
προαύλιο της εκκλησίας, τότε πετάχτηκε γρήγορα κρατώντας στο χέρι το λουρί, με
το οποίο τον είχαν δέσει αυτοί που τον έσερναν. Έτσι ελευθερώθηκε με τη βοήθεια
του παντοδυνάμου Θεού και τη μεσιτεία του μακαρίου ιεράρχου.
Θαυμαστό
είναι επίσης και το γεγονός ότι το μακάριο σκήνωμά του εμφανίστηκε δοξασμένο
κατά την μετακομιδή που έγινε πολλά χρόνια αργότερα. Ο άγιος ιεράρχης είχε ταφή σε μία γωνία της βασιλικής, όπου ο χώρος ήταν πολύ
στενός και ο κόσμος δεν μπορούσε να προσκυνήση άνετα, όπως έπρεπε. Ο άγιος
Τέτρικος[9], ο υιός και διάδοχός του, το παρατήρησε αυτό και, επειδή έβλεπε να
γίνωνται συνεχώς θαύματα στον τάφο του, άνοιξε τα θεμέλια της
βασιλικής πίσω από την αγία Τράπεζα και κατασκεύασε εκεί μία κόγχη, την οποία
έκτισε κυκλική με θαυμαστή τέχνη. Όταν ο κυκλικός τοίχος τελείωσε, κατεδάφισε
τον παλαιό ψηλό τοίχο και έφτιαξε μία αψίδα. Όταν το κτίσμα και η διακόσμησί
του ολοκληρώθηκαν, έσκαψε στη μέση της αψίδος μία κρύπτη για να τοποθετήση σ'
αυτή το σκήνωμα του μακαρίου πατέρα του[10].
Για
τον σκοπό αυτό κάλεσε τους ιερείς και τους ηγουμένους, οι οποίοι προσεύχονταν
αδιάκοπα, ώστε ο μακάριος ομολογητής να επιτρέψη να τον μεταφέρουν στον χώρο
που είχε ετοιμαστή γι’ αυτόν. Το άλλο πρωί, ψάλλοντας ύμνους, πήραν την λάρνακα
μπροστά από την αγία Τράπεζα και την μετέφεραν μέσα
στην αψίδα που είχε κτίσει ο άγιος επίσκοπος. Καθώς όμως τακτοποιούσαν τη λάρνακα προσεκτικά, ξαφνικά, κατά οικονομία Θεού όπως πιστεύω,
το σκέπασμα της λάρνακας έπεσε στην άκρη και
ιδού, φάνηκε το μακάριο πρόσωπο του άγιου ακέραιο και άφθορο, έτσι που να
νομίζη κανείς ότι κοιμάται και όχι ότι είναι νεκρός. Επίσης δεν υπήρχε καμμία
φθορά στα άμφια που του είχαν φορέσει. Και δεν ήταν χωρίς σημασία το γεγονός
ότι παρουσιάστηκε δοξασμένος μετά τον θάνατο του·
διότι όσο ζούσε, η σάρκα του δεν είχε φθαρεί από τα πάθη. Ασφαλώς έχει μεγάλη
αξία η καθαρότητα του σώματος και της καρδιάς γιατί προσελκύει τη Χάρι του Θεού
σ' αυτόν τον κόσμο και κερδίζει την αιώνια ζωή στον άλλο κόσμο. Μιλώντας γι’
αυτήν ο απόστολος Παύλος λέει: Ειρήνην
διώκετε μετά πάντων και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον
Κύριον[11].
Κάποια
κοπέλλα περιποιούνταν με μία κτένα τα μαλλιά της μια
Κυριακή. Επειδή πρόσβαλε, όπως πιστεύω, την αγία ημέρα, η κτένα έσπασε στα
χέρια της και τα δόντια της μπήχθηκαν στα δάκτυλα και την παλάμη της και της
προξενούσαν πολύ πόνο. Αφού προσευχήθηκε με δάκρυα, έκανε τον γύρο της βασιλικής
των Αγίων και προσκύνησε στον τάφο του μακαρίου Γρηγορίου γεμάτη πίστι στην
δύναμί του. Αφού τον ικέτευσε πολύ να την βοηθήση, η κτένα έπεσε και το χέρι
της αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη κατάστασί του.
Οι
δαιμονισμένοι επίσης που επικαλούνταν το όνομά του πάνω στον τάφο του έβρισκαν
συχνά θεραπεία και αρκετές φορές μετά τον θάνατό του είδαμε να ακουμπούν
δαιμονισμένους με το ραβδί του, για το οποίο
μιλήσαμε παραπάνω, και να μένουν κολλημένοι στον τοίχο σαν να απειλούνταν από μεγάλους
μυτερούς πασσάλους.
Γνωρίζουμε
πολλά ακόμη θαύματα του αγίου· για να μην
προκαλέσουμε όμως κόπωσι αναφερθήκαμε με συντομία σε μερικά μόνο απ’ αυτά. Ο
άγιος εκοιμήθη τον τριακοστό τρίτο χρόνο της επισκοπής του σε ηλικία εννενήντα
χρονών και έγινε πολλές φορές γνωστός από ολοφάνερα θαύματα[12].
[1]
πρβλ Κολ. γ' 14
[2]
πρβλ Τιμ. β' 5
[3]
Α' Κορ. α' 31
[4]
Autun: πόλις της κεντρικής
Γαλλίας, νοτιοδυτικά της Ντιζόν
[5]
Langres: ορεινή πόλις της
Γαλλίας στην περιοχή του Άνω Μάρνη, 280 χλμ. νοτιοανατολικά των Παρισίων, με
αρχαίο καθεδρικό ναό του 12ου αιώνος
[6]
Dijon:
πόλις της
Γαλλίας 180 χλμ. βορείως της Λυών και 70 χλμ. νοτίως των Λαγκρών
[7]
Το βαπτιστήριο όπου ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν μυστικά τη νύχτα στην Ντιζόν
είναι προφανώς το
παρεκκλήσιο
του αγίου Βικεντίου, που σωζόταν έως τον 17ο αιώνα. Ο κοντινός ναός του άγιου
Στεφάνου
όπου
τάφηκε ο άγιος, έγινε το 1731 καθεδρικός ναός, σήμερα όμως είναι αποθήκη σιτηρών.
[8]
Armentaria:
μητέρα του
αγίου Γρηγορίου Τουρώνης
[9]
Ο άγιος Τέτρικος (Tetricus), γιος του αγίου
Γρηγορίου Λαγκρών και πρόγονος του αγίου Γρηγορίου
Τουρώνης,
διαδέχθηκε τον πατέρα του στην επισκοπή των Λαγκρών και εποίμανε την επισκοπή
του από το
540
περίπου έως τον θάνατό του το 572 ή 573. Εορτάζεται στις 18 Μαρτίου.
[10]
Τα λείψανα του αγίου Γρηγορίου μεταφέρθηκαν αργότερα στην βασιλική του αγίου
μάρτυρος Βενίγνου (Benignus), έξω από τα τείχη της
Ντιζόν.
[11]
Εβρ. ιβ' 14
[12]
Ο άγιος Γρηγόριος Λαγκρών γεννήθηκε το 450 περίπου, υπήρξε Κόμης της πόλεως
Ωτέν από το 466
περίπου
ως το 506, εκλέχθηκε επίσκοπος Λαγκρών το 506 ή 507 και εκοιμήθηκε το 539 ή
540. Ήταν παππούς της Αρμενταρίας. της μητέρας του αγίου Γρηγορίου Τουρώνης. Η
μνήμη του εορτάζεται στις 4 Ιανουαρίου -προφανώς εκοιμήθη την παραμονή των
Θεοφανείων, πηγαίνοντας στις Λάγκρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου