Ὁ
ὅσιος αὐτὸς εἶδε τὴν πείνα καὶ δὲν τὴ λογάριασε. Τὸ ψύχος, καὶ τὸ ἀψήφησε. Τὴν ἀγρυπνία,
καὶ τὴν καταφρόνησε. Τὶς στερήσεις, καὶ τὶς καταπάτησε. Τοὺς τυράννους, καὶ δὲν
τοὺς ἔδωσε καμιὰ σημασία. Μύριους κατατρεγμούς, καὶ τοὺς καταντροπίασε. Τί
φοβόταν; Τρία πράγματα, ὅπως ἔλεγε. Τὴν ὥρα, ποῦ ἢ ψυχή του θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σῶμα
του, τὸν καιρό, ποῦ θὰ παρουσιαζόταν μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τὴ στιγμή, ποῦ θὰ ἔβγαινε
ἢ ἀπόφαση τοῦ ὑπέρτατου Κριτῆ γι' αὐτόν. Ἂλλ' ἐπειδὴ φοβόταν, ἔζησε ἔτσι, ὥστε
νὰ μὴ φοβηθεῖ. Ἢ πίστη του καὶ ἢ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσαν θάνατο γενναῖο καὶ ἥσυχο.
Ἢ δὲ Ἐκκλησία, λόγω τῶν μεγάλων ἀρετῶν του, τὸν κατάταξε μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου