Μνήμη
των Αγίων Νεομαρτύρων Ηγεμόνος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου και των υιών αυτού
Κωνσταντίνου, Στεφάνου, Ράδου και Ματθαίου και του θησαυροφύλακα αυτού Γιαννάκη
Βακαρέσκου.
16
Αυγούστου.
Ο
άγιος Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου είναι ένα θαυμάσιο υπόδειγμα χριστιανού
ηγεμόνα, που διαφέρει πάρα πολύ από το πρότυπο που θέλει να επιβάλει η Νέα Τάξη
Πραγμάτων τόσο “de
facto” όσο
και στην συνείδησή μας. Και δεν είναι τυχαίο ότι, όπως θα δείτε στην τελευταία
παράγραφο του άρθρου, αυτός ο ήρωας υπήρξε και μεγάλος ευεργέτης της Ιεράς
Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, κάτι που το έβλεπε ως υποχρέωσή του.
Καταδικάσθηκαν
σε θάνατο στις 15 Αυγούστου 1714, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατά
την οποία εόρταζε και ή σύζυγος του Μαρίκα! Τότε ο Κωνσταντίνος είχε ηλικία 60
ετών. Τους έβγαλαν άπό την φυλακή όλους ξυπόλυτους, αλυσοδεμένους και με ένα
υποκάμισο επάνω τους. Τους οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως, κοντά στο μεγάλο
σαράι του σουλτάνου, μέσα άπό τους δρόμους της Πόλεως, ωσάν να ήσαν κακούργοι.
Μπροστά επήγαινε ο μικρότερος γυιός του Ματθαίος, ηλικίας 12 ετών, και
τελευταίος ο πρώην Ηγεμών. Στον τόπο της εκτελέσεως παρευρίσκοντο τα τάγματα
των γενιτσάρων, παρατεταγμένα, ο ίδιος ο Σουλτάνος, ο Βεζύρης του και οι πρέσβεις
των μεγάλων Ευρωπαϊκών Κρατών, προσκαλεσμένοι εκεί, για να ιδούν το μακάβριο
θέαμα! Το φοβερό δράμα, είπαν μερικοί αυτόπτες μάρτυρες, δεν διήρκεσε
περισσότερο άπό ένα τέταρτο της ώρας. Ο δήμιος τους έβαλε να γονατίσουν όλοι,
σε μια μικρή απόσταση ο ένας άπό τον άλλον. Τους έβγαλε τους σκούφους τους και
τους επέτρεψε να κάνουν μία σύντομη προσευχή, πριν την εκτέλεσί τους. Ο
γραμματεύς Φλωρεντίν διατηρεί τα έξης γενναία λόγια του Μπρινκοβεάνου: «Παιδιά
μου, να έχετε θάρρος. Εχάσαμε κάθε τι, που είχαμε σ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο,
τουλάχιστον να σώσουμε τις ψυχές μας και να πλύνουμε τις αμαρτίες μας με το
αίμα μας». Στο χρονικό των Μπαλατσένιλορ, οι όποιοι δεν συμπαθούσαν το γένος
των Μπρινκοβεάνων, γράφθηκαν τα έξης: «Παιδιά μου, παιδιά μου, Ιδού, όλη ή
περιουσία μας καί, ό,τι άλλο είχαμε, τα εχάσαμε. Να μη χάσουμε ό μως και τις
ψυχές μας! Μείνετε αγαπητοί μου, δυνατοί, καρτερικοί, και μη φοβήσθε τον
θάνατο! Βλέπετε τον Χριστό πόσο υπέφερε για εμάς και με τι οδυνηρό θάνατο
απέθανε! Πιστεύετε δυνατά σ’ Αυτόν και μη κλονίζεσθε από την ένδοξη Πίστι μας
χάριν αυτής της ζωής και του κόσμου! Θυμηθήτε τον Απόστολο Παύλο, ο όποιος
λέγει ότι ούτε ξίφος, ούτε θάνατος, ούτε κάτι άλλο θα μας χωρίση από τον Χριστό
μας, διότι δεν είναι άξια τα παθήματα και τα βάσανα αυτής της ζωής με τη δόξα,
που θα μας δώση ο Χριστός. Τώρα να ευφραίνεσθε, παιδιά μου, διότι με το αίμα
μας θα πλύνουμε τις αμαρτίες μας».
Με
τα πρώτα κτυπήματα του ξίφους, έπεσε κάτω ή κεφαλή του θησαυροφύλακος Γιαννάκη
Βακαρέσκου, κατόπιν του μεγαλυτέρου παιδιού του και ακολούθησαν τα άλλα δύο,
Στέφανος και Ράδος. Όταν ο δήμιος εσήκωσε το ξίφος να κτυπήση στο κεφάλι του
μικρού Ματθαίου, αυτός από τον φόβο του, παρακάλεσε τον Σουλτάνο να τον
συγχώρηση και του υποσχέθηκε ότι δέχεται να γίνη μουσουλμάνος. Ο γέροντας Κωνσταντίνος,
σκεπτόμενος ότι ή ανθρώπινη ψυχή παραμένει στους αιώνες, έσπευσε να ενθαρρύνη
τον μικρό Ματθαίο, λέγοντας του: «Με το αίμα μας, που χύνουμε, δεν υπάρχει
πλέον κανείς να μας κλέψη την Πίστι. Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να πεθάνουμε
χιλιάδες φορές, παρά ν΄ αρνηθούμε την πατροπαράδοτη Πίστι μας, για να ζήσουμε
μερικά ακόμη χρόνια σ’ αυτή την γη». Το παιδί συνήλθε πάλι, έβαλε ήσυχα το
κεφάλι του κάτω από την κόψι του ξίφους και είπε στον δήμιο: «Θέλω να πεθάνω
Χριστιανός, κτύπα!» Έτσι, έπεσε το κεφάλι του κάτω βουτηγμένο στα αίματα!
Μετά
το μαρτυρικό τέλος των έξι αυτών Άγιων Μαρτύρων, των οποίων τώρα τα βάσανα
τελείωσαν, οι δήμιοι τράβηξαν μέσα από τους δρόμους τα Άγια Λείψανά τους και τα
έριξαν στα νερά του Βοσπόρου, ενώ τις κεφαλές τους τις κάρφωσαν σε κοντάρια,
τις περιέφεραν στους δρόμους της Πόλεως καί, τέλος, τις τοποθέτησαν στην πρώτη
πόρτα του Σεραγίου, όπου έμειναν τρεις ημέρες καί, κατόπιν, τις έριξαν και
αυτές στην θάλασσα! Κατά προτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου επήγαν κρυφά
ευσεβείς Χριστιανοί καί, αφού τις έβγαλαν από την θάλασσα, τις έθαψαν μυστικά
στην νήσο Χάλκη, έξω από την Εκκλησία της Μονής της Θεοτόκου, την οποία είχε
κτίσει ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Β΄ ο Παλαιολόγος.
Μετά
το μαρτύριο τους, ή σύζυγος του Μαρίκα βρισκόταν ακόμη στην φυλακή με τον
εγγονό της, την νύφη της και τους γαμπρούς της, οι όποιοι σώθηκαν σαν από θαύμα
από τον θάνατο. Μερικοί ευσεβείς Χριστιανοί και φίλοι τους πλήρωσαν ένα
υπέρογκο ποσό από 50.000 χρυσά φλωριά στο Βεζύρη και τους εγλύτωσαν. Οι
ανήσυχοι όμως εχθροί τους από την Ρουμανική Χώρα, επειδή δεν κατώρθωσαν να
ιδούν και αυτά τα μέλη της οικογενείας να οδηγούνται στην σφαγή, έδωσαν στον
ίδιο τον Βεζύρη 40.000 χρυσά φλωριά, για να ματαίωση την ελευθερία, που τους
έδωσε. Έστειλαν τα χρήματα αυτά, αλλά με κάποια καθυστέρησι, οπότε είχε φονευθή
ο μεγάλος Βεζύρης σε κάποια μάχη καί, έτσι, σώθηκαν αυτές οι ψυχές!
Η
σύζυγος του Μάρτυρος Ηγεμόνος, Μαρίκα, έμεινε στις φυλακές μέχρι τον Μάρτιο του
1715. Κατόπιν, εξορίσθηκε στην Κουτάϊ, κοντά στη Μαύρη θάλασσα, απ΄ όπου
ελευθερώθηκε. Επέστρεψε στην Χώρα της το 1716 μαζί με τον Ιωάννη Μαυροκορδάτο,
που προοριζόταν να ηγεμόνευση στη θέσι του αδελφού του, που αιχμαλωτίσθηκε από
τους τυράννους.
Τα
Λείψανα του Μάρτυρος Κωνσταντίνου και των παιδιών του μεταφέρθηκαν μυστικά στην
Ρουμανική χώρα από την σύζυγο του Μαρίκα το 1720, τον καιρό της Η γεμονίας του
Νικολάου Μαυροκορδάτου, και τοποθετήθηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του
Νέου. Μπροστά στις λειψανοθήκες τους καίει ακοίμητο καντήλι και πολλοί
Χριστιανοί τα προσκυνούν ζητώντας τις πρεσβείες του αγίου μάρτυρος ηγεμόνος
Κωνσταντίνου και των παιδιών του!
Ο
άγιος Μάρτυς Κωνσταντίνος, είναι Μεγάλος Ευεργέτης της Ιεράς Μεγίστης Μονής του
Βατοπαιδίου γιατί όπως αναφέρει το 1998 ο Παύλος Cernovodeanu στο έργο του «Κωνσταντίνος
Μπρανγκοβεάνου και το Άγιον Όρος», φαίνεται στον κατάλογο της Μεγάλης
Λογοθεσίας της Ρουμανικής Χώρας (Βλαχίας), πως ένα χρυσόβουλο (της αγίας Μονής
που λέγεται Βατοπαίδι, δηλαδή Μεγίστη Λαύρα) της 12 Νοεμβρίου 1696 γράφει «Εγώ
ο Βοεβόδας Κωνσταντίνος Μπασαράμπ με το έλεος του Κυρίου Θεού και Κυβερνήτου
Πάσης της Ρουμανικής Χώρας, με όλη την όρεξη της καρδίας της δεσποτείας μου,
ποθούσα να λέγομαι κτήτωρ της αγίας και θείας μονής που λέγεται Βατοπαίδι,
ελέησα και δώρησα σ΄αυτό το Μοναστήρι που λέγεται Μεγίστη Λαύρα, να παίρνει
είκοσι χιλιάδες μπάνι καθ΄όλην την διάρκεια της ζωής μας, καθώς ελέησαν με
χρυσόβουλα αυτό το Άγιο Μοναστήρι Βατοπαίδι οι μακαρίτες Ορθόδοξοι Ηγεμόνες ο
πρόπαππους μου Βοεβόδας Σερμπάν Μπασαράμπ και ο θείος μου Βοεβόδας Σερμπάν Καντακουζηνός.
Έτσι και εγώ ανακαίνησα και επαύξησα αυτή την δωρεά διαμέσου αυτού του
χρυσοβούλου για να είναι παντοτινή βοήθεια και τροφή στους πατέρες, και για
μένα και στους μακαρίτες ηγεμόνες μνημόσυνον αιώνιον, Αμήν». Αυτό γράφτηκε με
την έγκριση των βογιάρων του Ηγεμονικού Συμβουλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου