Ο
Μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος
9
Ιουλίου 2013 - 192 χρόνια μετά, το
Ελληνικό Γένος δεν ξεχνά τους νεομάρτυρες και ηρωομάρτυρές του.
Αυτοί
εμψυχώνουν το αδούλωτο Γένος και μας επικαιροποιούν τις ζωντανές αξίες του
πολιτισμού μας, της Ρωμιοσύνης μας
«Η
Ρωμιοσύνη έν' φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας
δεν εβρέθηκεν για να την-ι 'ξηλείψει,
κανένας,
γιατί σκέπει την 'που τ' άψη ο Θεός μου.
Η
Ρωμιοσύνη έν' να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει»[1].
«Το
μεγάλο εθνικό, συνάμα δε και πνευματικό έργο του εθνο-Ιερομάρτυρα Αρχιεπισκόπου
Κύπρου αγίου Κυπριανού, συνοψίζεται εν πρώτοις στην ίδρυση σχολείων πρώτα στην
Λευκωσία, το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, ακολούθως στην
Λεμεσό και τον Στρόβολο, στις εγκυκλίους του, στα αφιερώματα και κυρίως τις
εικόνες του αγίου Τρύφωνα, τις οποίες κατά εκατοντάδες διεμοίρασε σε όλη την
Κύπρο για την αντιμετώπιση της επιδρομής της ακρίδας συνοδευομένη από μία
εξαιρετική εγκύκλιο, στην προσπάθεια ιατρικής αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών,
στην ανέγερση, επέκταση και ανακαίνιση εκκλησιών, στην οικονομική υποστήριξη
των ραγιάδων και πολλά άλλα.
Η
οθωμανική όμως θηριωδία βρήκε διέξοδο για να ικανοποιηθεί στα λογικά,
απροστάτευτα και αδύναμα πρόβατα της Μάνδρας του Χριστού. Αφού ανέλαβε την
διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η επανάσταση το 1821
στα μέρη της Ελλάδας, βρήκαν ευκαιρία οι Τούρκοι και την δίψα τους για αίμα να
κορέσουν, και να πλουτίσουν εύκολα εις βάρος των ραγιάδων, και να ταπεινώσουν
την δύναμη και τα προνόμια που απέκτησαν οι τελευταίοι τόσες δεκαετίες.
Προβάλλοντας ως δικαιολογία την ακρόαση των σουλτανικών φιρμανιών εσύναξαν
όλους τους πρώτους της νήσου, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες, και τους
ανήγγειλαν την θανατική τιμωρία που τους περίμενε.
Πρωτοπόρος
και οδοδείκτης στην οδό αυτή του μαρτυρίου, θυσιάστηκε ο ποιμένας των προβάτων,
ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ακολούθησαν οι επόμενοι, ο αριθμός των οποίων
πλησίασε τις πέντε εκατοντάδες. Η ανθρώπινη αυτή εκατόμβη και η σφαγή διήρκεσε
μερικές μέρες. «Η Παναγία ντύθηκε στα μαύρα. Πολλά σπίτια ήταν έρημα και
πιτσιλισμένα στο αίμα». Από τις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, όταν έγιναν οι
πρώτοι απαγχονισμοί και οι πρώτες καρατομήσεις, συνεχίστηκαν μέχρι και τις 14
Ιουλίου. Συνολικά μαρτύρησαν 470 άνθρωποι. Ο κατάλογος των θυμάτων
αριθμούσε τετρακόσιους ογδόντα έξι. Τριάντα έξι εξισλαμίσθηκαν και γλύτωσαν τον
θάνατο, αρκετοί όμως από αυτούς επέστρεψαν αργότερα πίσω στους κόλπους της
Εκκλησίας.
Και
η πορεία του λαού της νήσου ταύτης συνεχίζεται…
Οι επερχόμενες γενεές στέκουν με δέος μπροστά στο μαυσωλείο των μαρτύρων της
πίστεως και της πατρίδος. Υποκλίνονται με σεβασμό στο υψηλό τους πνευματικό
ανάστημα και τους έχουν ως πρότυπα προς μίμηση στους αγώνες τους για την
ελευθερία, και πρέσβεις ευπρόσδεκτους προς τον Θεό.»[2]
Και
από τον φιλόλογο Πέτρου Πιτσιάκκα, πληροφορούμαστε τα εξής:
«Ένα
μήνα μετά την έναρξη της επανάστασης, εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα για τον
αφοπλισμό των χριστιανών της Κύπρου, που εκτελέστηκε χωρίς αντίσταση. Ο
Αρχιεπίσκοπος με εγκύκλιο του, που θυμίζει ανάλογη ενέργεια του Πατριάρχη
Γρηγορίου Ε’, καλούσε τους Έλληνες να υπακούσουν και να παραμείνουν ήρεμοι και
αδρανείς. Πέραν της εγκυκλίου, έδωσε και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της
Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων.
Παρά
τις προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου να διαφυλάξη την ειρήνη στο νησί, οι
τουρκικές αρχές ήταν αποφασισμένες να προχωρήσουν σε ενέργειες εκφοβισμού του
λαού. Με αφορμή προκηρύξεις που διένειμε στη Λάρνακα ο Αρχιμανδρίτης
Θεοφύλακτος Θησέας, ο Κιουτσούκ κατήγγειλε στην Υψηλή Πύλη ότι οι Έλληνες
Κύπριοι ετοίμαζαν επανάσταση, υποβάλλοντας ταυτόχρονα και κατάλογο προγραφών
επιφανών προσώπων. Μετά την έγκριση του αιτήματός του, ο Κυβερνήτης προχώρησε
σε συλλήψεις, δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις. Την 9η Ιουλίου άρχισε η
μεγάλη σφαγή των αρχιερέων και των προκρίτων του νησιού. Πρώτος απαγχονίστηκε ο
Αρχιεπίσκοπος και ακολούθησε ο αποκεφαλισμός των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και
Κυρηνείας. Τον επόμενο χρόνο ο Σουηδός επισκέπτης Μπέργκρεν έγραψε ότι “η
Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν πιτσιλισμένα με αίμα”.
Ο
Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γνώριζε τον επικείμενο θάνατό του. Ο άγγλος περιηγητής
Carne, που τον είδε πριν από τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου, αναφέρει ότι ο
Αρχιεπίσκοπος του είπε: “Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία
περιμένουν, για να με θανατώσουν”. Και ενώ γνωρίζει την επικείμενη θανάτωσή
του, εκούσια αποφασίζει να παραμείνη στην έπαλξή του, διασώζοντας την
αξιοπρέπεια του Έλληνα και αντιμετωπίζοντας το θάνατο ως μια προσφορά προς το
έθνος και το ποίμνιό του. Αρνήθηκε να φύγη από το νησί, για να σώση τη ζωή του,
λέγοντας ότι θα παρέμενε, για να προσφέρη κάθε δυνατή προστασία στο λαό του και
να χαθή μαζί του.
Ο
ποιμενάρχης της Κύπρου Κυπριανός επεχείρησε να κρατήση λεπτές ισορροπίες
ανάμεσα στο ευκταίο και το εφικτό, ανάμεσα στη φιλοπατρία και τα ποιμαντορικά
του καθήκοντα, υποστηρίζοντας από τη μια την επανάσταση στην Ελλάδα, αλλά
ταυτόχρονα αποφεύγοντας να αναμείξη την Κύπρο ενεργά σ’ αυτή. Όμως όποιες και
να ήταν οι επιλογές του, οι περιστάσεις και τα πάθη δε θα του επέτρεπαν να
αποτρέψη την καταστροφή για το νησί. Πρώτο θύμα ήταν ο ίδιος. Αρνούμενος να
εγκαταλείψη το ποίμνιό του, βάδισε συνειδητά προς την αγχόνη, κερδίζοντας την
αθανασία στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού. Σ’ αυτή του την απόφαση
εκδηλώνεται η ελληνορθόδοξη παράδοση της Κύπρου και συμπυκνώνεται το
υπεριστορικό πνεύμα του ελληνισμού στον αγώνα του για την πατρίδα και την
ελευθερία. Αυτό το πνεύμα εκφράζει και η απάντηση που έδωσε στις απειλές του
Τούρκου κυβερνήτη της Κύπρου περί αφανισμού των Ρωμιών, με την οποία διασώζει
ταυτόχρονα και την εθνική μας αξιοπρέπεια:
Η
Ρωμιοσύνη έν* φυλή συνότζιαιρη* του κόσμου
Κανένας
δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη*
Κανένας
γιατί σσιέπει* την πού τάψη* ο Θεός μου.
Η
Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη.
Εν
= είναι
Συνότζιαιρη
= σύγχρονη
Ιξηλείψει
= εξαλείψει
Σσιέπει
= σκεπάζει, προστατεύει
Τάψη
= τα ύψη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου