Στις 5 Φεβρουαρίου 1774, μέρα Τετάρτη,
μαρτύρησε ο Αγ. Αντώνιος ο Αθηναίος.
Σφαγείς ο Αντώνιος ώσπερ η όϊς
Χριστώ παρέστη ακολουθιών ως όϊς.
Αυτός ο νεοφανής
Μάρτυρας του Χριστού ήταν από την περίφημη Αθήνα και οι γονείς του, που
ονομάζονταν Μήτρος και Καλομοίρα, ήταν πάμπτωχοι και άγνωστοι. Κι αφού
ανατράφηκε από αυτούς θεοσεβώς και έμαθε τα ιερά γράμματα, όταν έγινε δώδεκα
χρονών, επειδή δεν μπορούσε να βλέπει τους γονείς του να είναι τόσο φτωχοί κι
επειδή δεν έτυχε να μάθει κάποια άλλη τέχνη, παρέδωσε τον εαυτό του για δούλο
με μισθό σε κάποιους Αρβανίτες Τούρκους, που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα, και
από αυτόν τον μισθό βοηθούσε τους γονείς του. Όταν έγινε δεκαέξι χρονών, ήρθε η
Ρωσσική αρμάδα στον Μωριά το 1805, κι επειδή τα αφεντικά του πήγαν για να
κουρσεύσουν και να σκλαβώσουν τους Χριστιανούς του Μωριά, τους ακολούθησε και ο
Αντώνιος. Και πηγαίνοντας εκεί, πουλήθηκε σκλάβος από τους Αρβανίτες αφέντες
του σε κάποιους Αγαρηνούς εμίρηδες, οι οποίοι, αφού τον αγόρασαν, τον τιμώρησαν
με διάφορους βασανισμούς για να τον εκτουρκίσουν, αλλά δεν το κατάφεραν. Κι
έτσι, τον πήραν μαζί τους στο τουρκικό στράτευμα, που βρισκόταν τότε στον
Δούναβη ποταμό, και εκεί, πουλήθηκε ο ευλογημένος πέντε φορές από αφέντες
σκληρότερους, μεταπωλούμενος σε άλλους σκληρότερους και μεταγοραζόμενος, ο
καθένας από τους οποίους δοκίμασαν να στρέψουν τον Άγιο στη θρησκεία τους, πότε
με κολακείες και ταξίματα, πότε με φοβέρες και διάφορα παιδέματα, αλλά μάταια
κοπίασαν, επειδή ο γενναίος Αντώνιος ήταν γερά στερεωμένος στην ευσέβεια.
Στη
συνέχεια, πουλήθηκε σε έναν ορθόδοξο Χριστιανό, μεταξουργό στην τέχνη, για
τετρακόσια γρόσια, μαζί με τον οποίο πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε
σπίτι, γυναίκα και εργαστήριο, και βρισκόμενος εκεί, πήγε ο Άγιος σε πνευματικό
πατέρα και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και με κατάνυξη και συντριβή καρδιάς,
μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια στον Άγιο Νικόλαο στο Τουμπιαλί, και από τότε
υπηρετούσε πρόθυμα τον αφέντη του, σαν αρεστός δούλος. Μια μέρα όμως, βλέπει ο
Άγιος ένα όνειρο που τον δυνάμωσε στο Μαρτύριο. Είδε δηλαδή, μια γυναίκα ωραία
στην όψη, η οποία υπόσχονταν σε αυτόν ότι θα του δώσει βοήθεια και δύναμη σε
κάθε κίνδυνο, και του έλεγε να μη φοβάται, αλλά να στέκει ανδρείος, και αφού
είπε αυτά, τον σκέπασε με το φόρεμά της. Μόλις ξύπνησε ο Αντώνιος, διηγήθηκε το
όνειρο στην κυρία του και συμπέρανε από αυτό ότι πρόκειται να μαρτυρήσει για
τον Χριστό, ενώ εκείνη του έλεγε να μη φοβάται από τα όνειρα. Όταν λοιπόν
ξημέρωσε, πήγε στο εργαστήριο του αφέντη του, όπως συνήθιζε, και εκεί που
καθόταν, έτυχε να περάσει ο τελευταίος Αγαρηνός αφέντης του (ο οποίος ήταν
χιλίαρχος και άρχοντας) και τον αναγνώρισε και αμέσως άρχισε να φωνάζει για τον
Άγιο ότι έφυγε από αυτόν παρά τη θέλησή του, και πως ήταν Τούρκος προηγουμένως
και τώρα έγινε πάλι Χριστιανός, και αμέσως έφερε πολλούς μάρτυρες για αυτό. Κι
αυτοί όρμησαν κατά πάνω του χτυπώντας τον ανηλεώς και τον πήγαν στον δικαστή
της Ρούμελης, Μουράτ Μουλάν, δίνοντας μαρτυρία για αυτόν, ότι πραγματικά είχε
εκτουρκιστεί. Ο κριτής ρώτησε τον Άγιο αν είναι αλήθεια όλα αυτά που τον
κατηγορούν. Κι αυτός χωρίς να δειλιάσει καθόλου, απάντησε με θάρρος ότι
γεννήθηκε από Χριστιανούς γονείς και είναι Χριστιανός και ότι δεν αρνήθηκε τον
Χριστό, αλλά μάλιστα είναι έτοιμος να δεχτεί, αν είναι δυνατό, μυριάδες
θανάτους για τον Χριστό.
Αφού
τα άκουσε αυτά ο κριτής, άρχισε πρώτα να τον δοκιμάζει με ταξίματα, λέγοντάς
του ότι αν δεχτεί τον εκτουρκισμό, έχει να αποκτήσει πλούτο και τιμές από τον
βασιλιά. Επειδή όμως έβλεπε τον Άγιο να περιγελά και να κοροϊδεύει σαν όνειρα
όλα αυτά, άρχισε να τον φοβερίζει με άγριο βλέμμα λέγοντάς του ότι θα τον
βασανίζει ανυπόφορα και θα τον θανατώσει ελεεινά. Ο μάρτυρας όμως έλεγε «μη
νομίζει ότι μπορείς να μου αλλάξεις την πίστη του Χριστού με αυτές σου τις
φοβέρες και γι’ αυτό βασάνιζε, μαστίγωνε και κομμάτιαζε το σώμα μου και σκέψου
και κανέναν άλλον καινούργιο και οδυνηρότατο θάνατο για μένα, επειδή πιο πιθανό
είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην
ομολογώ ότι είναι Υιός Θεού και αληθινός Θεός».
Ακούγοντας
αυτά ο κριτής και θαυμάζοντας την παρρησία του Αγίου, αντί να θυμώσει μαζί του,
θύμωσε με τους ψευδομάρτυρες Αγαρηνούς ονομάζοντάς τους πονηρούς και ψεύτες,
ότι εκβιάζουν τους ανθρώπους να εκτουρκιστούν με συκοφαντίες και ψεύδη. Κι
επειδή εκείνοι επέμεναν να καταμαρτυρούν και να φωνάζουν να θανατώσει τον
Μάρτυρα, ο κριτής, αφού πήρε τον Άγιο παραπέρα από τους άλλους, του έλεγε
πρόσωπο με πρόσωπο: «λυπήσου νέε τη νιότη σου και για την ώρα αρνήσου την πίστη
σου, και ύστερα πήγαινε όπου θέλεις και έχε την πίστη σου». Ο Μάρτυρας όμως του
Χριστού, φοβούμενος τον λόγο του Κυρίου που είπε ότι όποιος με αρνηθεί μπροστά
στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς,
δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό ούτε καν χαμηλόφωνα, αλλά φώναζε ότι είναι
Χριστιανός και προτιμά να πεθάνει για τον Χριστό. Τέλος πάντων, βλέποντας ο
κριτής ότι ούτε τους ψευδομάρτυρες εκείνους μπορεί να ξεφορτωθεί, ούτε τον
Μάρτυρα να μεταστρέψει από την πίστη του Χριστού, θέλοντας και μη, εξέδωσε την
έγγραφη απόφαση κατά του Αγίου, την οποία έστειλε κρυφά στον τότε βεζύρη Μεχμέτ
Μελέκ πασά με άνθρωπο έμπιστο δικό του, φανερώνοντάς του ότι αυτή η απόφαση
είναι άδικη και αυτός αναγκάστηκε να την εκδώσει.
Κι
ο βεζύρης, αφού έφερε μπροστά του τον Μάρτυρα και τον ρώτησε τα ίδια και τον
παρακίνησε να τουρκέψει άλλοτε με υποσχέσεις κι άλλοτε με απειλές και φοβέρες
και αφού άκουσε από αυτόν όσα και ο μουλάς είχε ακούσει προηγουμένως, κατάλαβε
από αυτά ότι όλα εκείνα που οι κατήγοροι τον κατηγορούσαν ήταν ψέμματα και
συκοφαντίες και έκρινε σωστό να ελευθερώσει τον δίκαιο. Επειδή όμως φοβούνταν
τη βαρβαρότητα και την ορμή του πλήθους των Αγαρηνών, οι οποίοι μπορούσαν να
φέρουν τα πάνω κάτω λόγω της δεισιδαιμονίας της θρησκείας τους, για αυτό έβαλε
τον Άγιο στη φυλακή του μουχζούρ αγά, φαινομενικά για να τον εξετάσει για
δεύτερη φορά, στην πραγματικότητα όμως για να τον γλιτώσει από τον κίνδυνο. Κι
ο Μάρτυρας, όταν βρισκόταν στη φυλακή ήταν υπερβολικά χαρούμενος και εύθυμος
και τους Χριστιανούς που έτυχε για άλλες αιτίες να είναι μαζί του στη φυλακή,
τους δίδασκε να έχουν υπομονή στις θλίψεις και τους πειρασμούς και για την
ευσέβεια και τον Χριστό να προτιμούν τον θάνατο. Και έδινε ο Χριστομίμητος
στους φτωχούς φυλακισμένους Χριστιανούς χρήματα, από εκείνα τα λίγα που είχε,
και στον αφέντη του τον Χριστιανό έστειλε γράμμα στο οποίο πρώτα ζητούσε από
όλους τους Χριστιανούς συγχώρεση και τις ευχές των ιερέων, για να τον
δυναμώσουν στο Μαρτύριο, κι έπειτα ευχαριστούσε τον αφέντη του, επειδή εκείνος
έδωσε τόσα χρήματα και τον εξαγόρασε από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν τον
υπηρέτησε κι ούτε μπόρεσε να του ξεπληρώσει αυτή του την χάρη και ευεργεσία.
Τέλος, τον παρηγορούσε να έχει θάρρος, γιατί δεν πρόκειται να αρνηθεί την
ευσέβεια και ότι, αφού πεθάνει για τον Χριστό, τον παρακαλεί να του κάνουν τα
συνηθισμένα για τους κεκοιμημένους μνημόσυνα, και να μηνύσει στους γονείς του
το μακάριο τέλος που έλαβε ο γιος τους, για να παρηγορηθούν.
Ο
Μάρτυρας λοιπόν, τόση χαρά είχε να πεθάνει για την ευσέβεια, ενώ και εκείνοι οι
κατήγοροι οι ψευδομάρτυρες πήγαιναν συχνά στον βεζύρη ζητώντας τον να θανατώσει
τον Άγιο. Έπειτα, βλέποντας πως εκείνος κλίνει προς τη φιλανθρωπία και μόνο
αναβάλλει την υπόθεση, θύμωσαν και δίνουν αναφορά στον βασιλιά σουλτάνο Απδούλ
Χαμίδ, κατηγορώντας μεν τον Μάρτυρα ότι αρνήθηκε την πίστη του, κατηγορώντας δε
και τον ίδιο τον βεζύρη ότι δωροδοκήθηκε και θέλει να τον ελευθερώσει. Κι ο
βασιλιάς, επειδή φοβήθηκε την ταραχή του πλήθους και παράλληλα αναλογιζόταν και
τα πολιτικά πράγματα της βασιλείας του ότι ήταν αδύναμα και αστερέωτα και
γεμάτα υποψίες για τον ρωσσικό πόλεμο, που τότε ακολούθησε, έβγαλε απόφαση κατά
του Μάρτυρα, ή να γίνει Τούρκος, ή να θανατωθεί. Ο βεζύρης λοιπόν, θέλοντας και
μη, βγάζει τον Άγιο από την φυλακή κα και τον ρωτά κοφτά, ή να αποδεχτεί τον
Μωάμεθ ως προφήτη Θεού, ή να ακολουθήσει τον δήμιο και να αποκεφαλιστεί. Τότε ο
αληθινός Μάρτυρας του Χριστού Αντώνιος χάρηκε, όπως χαίρονται αυτοί που
βρίσκουν θησαυρό, και αφού του έδεσαν πίσω τα χέρια, με χαρούμενο πρόσωπο
έτρεχε προς τον θάνατο, σαν σε πανηγύρι, και πηγαίνοντας στο Ακ σαράι, κλίνει
το κεφάλι και λέγοντας «Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου»,
αποκεφαλίζεται, ενώ ο δήμιος χτύπησε με το σπαθί τρεις φορές τον ιερό του
τράχηλο, μήπως και προδώσει την ευσέβειά του επειδή δεν θα μπορούσε να υποφέρει
τον πόνο. Βλέποντας όμως, ότι μάταια κοπιάζει, τον έσφαξε ο αλιτήριος σαν
πρόβατο και έτσι ο αοίδιμος έλαβε τον στέφανο του Μαρτυρίου. Και οι Χριστιανοί
της Βλάγκας αγόρασαν το λείψανό του για εβδομήντα γρόσια και παίρνοντάς το με μεγάλη πομπή και παρρησία και επινίκια
άσματα πήγαν έξω, στη Ζωοδόχο Πηγή και το ενταφίασαν, με τις πρεσβείες του οποίου μακάρι να
αξιωθούμε τη βασιλεία των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου