Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΧΑΤΖΗ-ΘΕΟΔΩΡΟΣ

Στις 30 Ιανουαρίου 1784,
Μαρτύρησε ο χατζή-Θεόδωρος στη Μυτιλήνη.

Ο Θεόδωρος μαρτυρήσας προφρόνως,
Και προφρόνως δέδεκται άφθαρτον στέφος.
Αυτός ο μακάριος ήταν από τη Μυτιλήνη και είχε γυναίκα και παιδιά. Κι αφού θύμωσε για κάποια περίσταση που του έτυχε, αρνήθηκε – αλίμονο! -  τον Χριστό και δέχτηκε τον μωαμεθανισμό.
Αφού λοιπόν κάποτε καθάρισε ο νους του και ήρθε στον εαυτό του, μετανόησε για το κακό που έπαθε. Κι έτσι αναχώρησε από εκεί και κατέφυγε στο Άγιο ¨Όρος.  Εκεί, αφού πέρασε αρκετό καιρό, εξομολογήθηκε την αμαρτία του και κάνοντας τον πρέποντα κανόνα χρίστηκε με το Άγιο Μύρο και μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια, και έτσι δυναμωμένος επέστρεψε στην πατρίδα του και με ευχή και οδηγίες του πνευματικού του πατέρα, πήγε στον δικαστή και τον ρωτά: «Αν ίσως αδικηθεί κάποιος, ή ξεγελαστεί, μπορεί να βρει πάλι το δίκαιό του;». του απαντά ο δικαστής «βέβαια μπορεί». Και ο Μάρτυρας του λέει: «εγώ είχα την πίστη μου, που είναι ένα καλό και άδολο μάλαμα, και αφού σκοτίστηκε το μυαλό μου από τον διάβολο, ξεγελάστηκα και την άφησα και πήρα την δική σας για καλύτερη. Τώρα όμως ήρθα στα συγκαλά μου και βλέπω ότι η δική μου πίστη είναι το καλό μάλαμα και η δικιά σας είναι το μπακίρι». Και με τα λόγια του αυτά, βγάζει το σαρίκι που φορούσε, το ρίχνει μπροστά στον δικαστή και φοράει έναν μαύρο σκούφο που κρατούσε στον κόλπο του.
Ο δικαστής του λέει: «Βρε τρελέ, τι κάνεις; Έχασες το νου σου;». Και ο Μάρτυρας απαντάει «όχι, αλλά ήρθα στον εαυτό μου με όλη μου τη γνώση.». κι ο δικαστής του έλεγε τα ίδια πολλές φορές, και ο Μάρτυρας του έλεγε ότι «είμαι στον εαυτό μου και μιλάω πολύ καλά». Τότε ο δικαστής πρόσταξε και τον φυλάκισαν και ξανά και ξανά τον έφερνε στο δικαστήριο και δοκίμαζε με πολλούς τρόπους να τον επιστρέψει στη θρησκεία του. Βλέποντας όμως αυτόν να είναι σταθερός στην πίστη του Χριστού και ασάλευτος, αποφάσισε να τον θανατώσει και έτσι τον έστειλε στον Ναζίρη Ομέρ αγά, όπως ονομάζονταν, ο οποίος δοκίμασε πολλές κολακείες και υποσχέσεις για να του αλλάξει τη γνώμη. Αλλά ο Μάρτυρας σε όλα αυτά τίποτε άλλο δεν απαντούσε, παρά μόνο ότι «γελάστηκα, πρόδωσα την πίστη μου, το καλό μάλαμα, και πήρα την δική σας, το μπακίρι.
Τώρα ήρθα στον εαυτό μου, κατάλαβα το λάθος μου και για αυτό ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός, Θεόδωρος το όνομά μου». Παίρνοντάς τον λοιπόν οι υπεύθυνοι υπηρέτες, τον έδειραν αλύπητα και τον χτύπησαν με μαχαίρι στον μηρό και αφού τον γκρέμισαν από τη σκάλα του σαραγιού, ξεκίνησαν να τον πάνε στον τόπο της καταδίκης χωρίς να αντιμιλήσει καθόλου, αλλά έχοντας μάλιστα ο ευλογημένος φαιδρό και χαρούμενο πρόσωπο, συνομιλούσε με εκείνους που επρόκειτο να τον σκοτώσουν, με τέτοιο τρόπο, σαν να μην ήταν για αυτόν ο θάνατος θάνατος, αλλά ζωή.
Έπειτα του λένε «τώρα θα σε κρεμάσουν» κι ο Μάρτυρας τους λέει με χαρά «και που είναι το σκοινί»; Οι δήμιοι του έδωσαν το σκοινί και αυτός το πήρε και το φίλησε και αφού το έβαλε στο λαιμό του, τους λέει «πηγαίνετέ με τώρα όπου θέλετε». Και αφού τον πήραν τον πήγαν στον τόπο της καταδίκης, που λέγεται παρμάκ καπί. Και μπροστά φώναζε ο τελάλης ότι όποιος αρνείται την πίστη του, αυτά παθαίνει.

Αφού λοιπόν προσευχήθηκε ο Μάρτυρας και ζήτησε συγχώρεση από όλους τους Χριστιανούς που βρέθηκαν εκεί, ανέβηκε μόνος του σε μια ψηλή πέτρα και παραδίνοντας τον εαυτό του στους δήμιους έλαβε ο μακάριος τον στέφανο του Μαρτυρίου. Το τίμιό του λείψανο το έριξαν στη θάλασσα, αλλά μετά από μέρες η θάλασσα το έβγαλε έξω. Έτσι οι Χριστιανοί πήραν άδεια από τον δικαστή και το ενταφίασαν με τιμές στο Ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έξω στον Μόθονα. Και ενώ αργότερα το αναζήτησαν, δεν έχει βρεθεί ως σήμερα. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου