Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

ΑΒΒΑΔΕΣ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΕΝ ΛΑΥΡΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΣΑΒΒΑ



Ο φονευθέντες ββάδες τς ερς Λαύρας γίου Σάββα.
Διήγηση γι τος φονευθέντες ββάδες
Στν ερ Λαύρα το γίου Σάββα.

Τν ποχ ατ πέθαναν στ Λαύρα το γίου Σάββα Πατέρες, μ μαρτυρικ θάνατο, τν ποο περιέγραψε σν ατόπτης μάρτυρας γιος Στέφανος Μελδός, πο πρξε γιοπολίτης κα Σαββαϊτης (+807), μ προτροπ το γουμένου τς Λαύρας Βασιλείου, ποος πουσίαζε τν καιρ τς πιδρομς τν βαρβάρων. Κα εναι λήθεια τι τ ργο του δν γράφει νομα, λλ στ βιογραφία το γίου Στεφάνου το Θαυματουργο συγγραφέας τς Λεόντιος, μιλώντας γι κάποιον εσεβ νθρωπο, συμμαθητ το ββ Θεοκτίστου, λέει τι ατς ντάχθηκε στ σύνολο τν Πατέρων πο θανατώθηκαν π τος βαρβάρους στν Μεγίστη Λαύρα, «τν ποίων τ διήγηση συνέγραψε πανάρετος ββς Στέφανος, τ καύχημα τς Λαύρας μας».  Τ ργο ατ χει τν ξς πιγραφή: «ξήγησις, τοι μαρτύριον τν γίων Πατέρων, τν ναιρεθέντων π τν βαρβάρων, γουν Σαρακηνν, ν τ Μεγίστη Λαύρα το γίου πατρς μν Σάββα». Στέφανος κανε πολλος κανόνες γι τος φονευθέντες στ Λαύρα τν 20η Μαρτίου.

       Στέφανος γινε ατόπτης μάρτυρας τν γεγονότων στ Λαύρα, «ντας νας π τος μοναχος στν εαγ ατ Λαύρα, ν κα νάξιος, κα νας π ατος πο βρέθηκαν κε τν ρα τς λέθριας φόδου κα πιθέσεως τν βαρβάρων». λστρικ ατ φοδος κα πίθεση τν Σαρακηνν κατ τς Λαύρας, πρέπει ν ποδοθε στς τάσεις πο εχαν ατο γι λεηλασία, καθς πίστευαν τι στ κελλι τν πατέρων θ βρον θαμμένους πειρους θησαυρούς. Τ 788, ταν ταν Πατριάρχης λίας κα γούμενος Βασίλειος, γινε μεγάλος μφύλιος πόλεμος μεταξ τν Σαρακηνν στν Παλαιστίνη. Κα φο διαιρέθηκαν σ δύο στρατόπεδα, διέπραξαν πολλς ναταραχς χρησιμοποιώντας θέμιτα μέσα? πόσες ρπαγές, αματοχυσίες κα δικους φόνους καναν, πόσα χωρι τ φησαν ρείπια παραδίδοντας τ στς φλόγες, φο πρτα λεηλάτησαν τος κατοίκους τους κα τος δίωξαν τος σκότωσαν, «δν χω τ δυνατότητα, οτε εναι το παρόντος καιρο κα το θέματος πο σχολούμαστε ν τ διηγηθομε κατ σειρά», λέει Στέφανος. Παντο τ τερατοειδ ατ ντα πέφεραν φρικτ ρήμωση. Πολυάριθμες κα πολυάνθρωπες πόλεις ρημώθηκαν. Τν λευθερούπολη (πτ τζιπριν) τν κπόρθησαν κα τν κατάντησαν κατοίκητη? λλ κα τν σκαλώνα κα τ Γάζα κα τν Σαριφαία κα λλες πόλεις τς κπόρθησαν, τς κατέστρεψαν κα τς φησαν βοσκοτόπια. Κα στηναν νέδρες κα πογύμνωναν τος περαστικος κα τος τραυμάτιζαν• κι ατο τ θεωροσαν τύχη, γιατί διέφυγαν τ θάνατο. Κα καθένας φρόντιζε πς ν ρπάζει πράγματα πο δν το νκαν, κα ν συγκεντρώνει πλοτο π ξένα χρήματα κα πράγματα. Κα ν κάποιος π ατος τύχαινε ν εναι θυμωμένος μ κάποιον περισσότερο ναντίον τν Χριστιανν, ρπαζε τν εκαιρία κα προσπαθοσε μ βίαιο τρόπο ν τν σκοτώσει κα ν σφετεριστε τ πάρχοντά του.

       Κι ν πικρατοσε ατ καταστασία, κα σν φλόγα πο ξαπλώνεται παντο, πολλο π ατος πο κατοικοσαν στος γρος κα τς κωμοπόλεις, γκαταλείποντας τ πάρχοντά τους κα πιθυμώντας τ σωτηρία τους, κατέφευγαν στς πολυπληθες πόλεις, σν σ καταφύγιο. Κα ο κάτοικοι τν πόλεων κα δίως τς γίας Πόλης, παρατώντας τς δουλειές τους, σκαβαν τάφρους γύρω π τν πόλη κα προσπαθοσαν ν νοικοδομήσουν τ τείχη κα ν σφραγίσουν τς πύλες, κα νυχθημερν τοποθετοσαν φύλακες κα σκοπούς, καθς τος διακατεχε μεγάλος φόβος γι τς μαζικς κα ξαφνικς λστρικς φόδους τν πιτιθεμένων. Γιατί δη πειλοσαν τι θ πιτεθον κα κατ τς ερουσαλήμ, γι ν τ λεηλατήσουν. Κα πραγματικά, προσπάθησαν ν τν καταλάβουν.
       λλ ο περασπιστές της, ν κα ταν λιγάριθμοι, κατόρθωσαν ν ποκρούσουν τς πιθέσεις τους. γούμενος τς Λαύρας πέτρεψε σ σους θελαν ν φύγουν κα ν σωθον στς πόλεις. λλ κανες δν φυγε π τ σκητήριο ατό, οτε γκατέλειψε τ Λαύρα. λοι μ προσευχς κα δεήσεις, νύχτα κα μέρα παρακαλοσαν τ Θε ν πράξει τ συμφέρον κα τ εάρεστο γι τς ψυχές τους. Κα παρότρυνε νας τν λλον λέγοντας: « ν θελήσει Χριστός, τν ποο νυμφευτήκαμε κα γι ατν κατοικομε ατν τν ρημο γκαταλείποντας καθένας τν πατρίδα του, ν μς σώσει π παράνομα κα βαρβαρικ χέρια, μπορε ν τ κάνει, καθς μπορε εκολα ν κάνει τ πάντα. ν μως προστάζει ν παραδοθομε κα ν πεθάνουμε στ χέρια κείνων, πειδ λωσδιόλου γνωρίζει καλ τι ατ εναι τ καλύτερο, μακάρι ν μς παραχωρήσει κα κάτι ψηλότερο. ς δεχτομε λοιπν ατ πο παραχωρε Θες σν τ πι συμφέροντα κα ς μ γυρίσουμε πίσω στος κοσμικος θορύβους π φόβο γι τος μαρτωλος βαρβάρους, δίνοντας τσι πόνοια δειλίας, πολ ασχρ πάθος ν τ χει κανείς. Γιατί δεσπότης κα Σωτρας μς ησος Χριστός, μς πρόσταξε ν μ φοβόμαστε ατος πο θ μς θανατώσουν τ σμα, λλ δ μπορον ν μς θανατώσουν τν ψυχή.
       Πόσο ραο εναι ν βλέπεις νθρώπους ν ναχωρον π τν κόσμο κα ν κολουθον τν Χριστ κα ν πορεύονται στν ρημο, κα πόσο ασχρ κα ποτρόπαιο κα πονείδιστο π τν λλη, ν βλέπεις ατος πο ποξενώθηκαν κάποτε π τν κόσμο κα ζησαν πολλ χρόνια στν ρημο, ν πιστρέφουν πάλι πίσω στν κόσμο π φόβο νθρώπινο...Δν χουμε πόλεις μ τείχη κα πύργους γι ν προστατευτομε, λλ χουμε κατάλυτο τεχος τν Χριστό... Δν χουμε λυσιδωτ θώρακα κα περικεφαλαία κα δερμάτινη σπίδα..., λλ χουμε τν πανοπλία το πνεύματος, γάπης κα λπίδας θώρακα κα θυρε πίστεως κα σωτήρια περικεφαλαία... Δν χουμε στρατιωτικ φάλαγγα ν μς περασπίσει, λλ «παρεμβαλε γγελος Κυρίου κύκλω τν φοβουμένων ατν κα ρύσεται ατούς». Γι μς ετε ζήσουμε ετε πεθάνουμε, κέρδος μς εναι Χριστός• οτε ρθαμε ν μείνουμε σ ατ τν ρημο πειδ γαπούσαμε τ ζωή μας. Γι χάρη Τίνος πιλέξαμε ν κατοικομε σ ατ τν κατοίκητη γ; Δν εναι ξεκάθαρο, τι γι τν Χριστό; ν λοιπν θανατωθομε σ ατή, θ θανατωθομε γι τν Χριστό, γι τν ποο δείξαμε σύνεση ν κατοικήσουμε σ ατή? τί εναι λοιπν πι εχάριστο κα πι ετυχς π τ ν πεθάνουμε γι τν Χριστό, ποος πέθανε γι τν γάπη του πρς μς».

       Παίρνοντας θάρρος μ τέτοια λόγια ποφάσισαν ν παραμείνουν στ Λαύρα, καθς ναλογίζονταν διαίτερα τι, ν φευγαν, ο χθρο θ τν κατέστρεφαν, θ κατέκαιγαν τν κκλησία, θ κατεδάφιζαν τ κελλι κα θ καταντοσαν γι πάντα κατοίκητο τν τόπο κενο. Ο βάρβαροι συγκεντρώθηκαν στ μέρη γύρω π τν παλι Λαύρα το ββ Χαρίτωνα κα σν κρίδες κα θεόσταλτη ργή, φο κατέστρεψαν τς γύρω κωμοπόλεις κα λεηλάτησαν τν εαγ κείνη Λαύρα, χωρς ν φήσουν τίποτα στος κε πατέρες κα καναν τ πάνδεινα ναντίον τους κα πολλος π ατος τος πέβαλαν σ διάφορα βασανιστήρια, μειναν σ ατ γι ρκετς μέρες. Κα πειλοσαν μ ργ κα κόνιζαν τ δόντια τους, σν γριόχοιροι κα βρυχώνταν σν λιοντάρια κατ τς Μεγίστης Λαύρας, πειδ κτς π ατήν, τίποτα δν εχε μείνει πόρθητο στ περίχωρα, «ς ρξ ν μπελώνι μετ τρυγητόν».
       Κα χθροί της Λαύρας, πο ταν π παλι γείτονές της κα π παλι διψοσαν ν τν καταλάβουν κα καιροφυλακτοσαν γι μία τέτοια εκαιρία, παρότρυναν κα ρέθιζαν τί πλθος ναντίον της. Ο στρατιτες πο εχαν παραταγμένοι γι τ φρούρηση τς πόλης, βλέποντάς τους κα νομίζοντας τι θ πιτεθον κατ τς πόλης, τος προϋπάντησαν στ μέρη κοντ στ Βηθλεμ κα φο γινε συμπλοκή, σκότωσαν πολλος π ατος κα τος καταδίωξαν μέχρι τν ρημο. λλη φορά τ πλήθη τν βαρβάρων συμφώνησαν ν πιτεθον πολ πρω στ Λαύρα κα ν τ λεηλατήσουν.
       λλ σ κάποια κωμόπολη βρκαν ρκετς στάμνες γεμάτες κρασ κρυμμένες κάτω π φρύγανα κα πιαν π ατ μ τόση πληστία κα χωρς μέτρο , στε χωρς ν ξεχωρίζει νας τν λλον συγκρούστηκαν κα τσι ματαιώθηκε σκοπός τους.
       Κι ν ατ συνέβαιναν γι ρκετος μνες κα ο δρόμοι γι τν για Πόλη κλεισαν, μέσα στ Λαύρα διακατέχονταν π φόβο, τρόμο, γωνία κα θλίψη. Τ τρόφιμα μεταφέρονταν, πως κα τώρα, π τν ερουσαλήμ, κα πολλς φορς τ ρπαζαν ο χθροί. κόμα, μεναν σ ψηλ μέρη, κα τσι καίγονταν π τν καύσωνα τ μέρα κα πάγωναν π τν παγετ τ νύχτα κα περίμεναν τν αφνιδιαστικ ρμ κα φοδο τν βαρβάρων• κα τοποθέτησαν φύλακες σ ψηλ ρος, γι ν ναγγείλουν μ σινιάλο τν παρουσία τους. Κα πολλς φορς φάνηκαν πλήθη βαρβάρων κα ο ντός της Λαύρας τ μάθαιναν κα μ καμπάνες κα σήμαντρα προσκαλοσαν γι ν συγκεντρωθον σοι βρίσκονταν στ κελλιά. Ο Πατέρες βρίσκονταν σ μεγάλη γωνία κα φόβο.
       Ο χθροί της Λαύρας φο πραν μαζί τους κα λλους κα γιναν πάνω π ξήντα, ποφάσισαν ν πιτεθον ναντίον της. Ο ντός της Λαύρας μαθαν γι ατ τν πίθεση. ταν 13η μηνς Μαρτίου κατ τν νατολ το λιου. Ο Πατέρες συγκεντρώθηκαν τρέχοντας στ συνηθισμένο λόφο. λλ μόλις τος εδαν ν ρχονται π μακριά, τος κατέλαβε μεγάλος φόβος κα διαλύθηκαν.
       Ο βάρβαροι, φο διαιρέθηκαν σ δύο τμήματα, συσκέπτονταν. Κα ν πλησίαζαν ατοί, κάποιοι πατέρες πγαν ν τος προϋπαντήσουν μ τν λπίδα ν τος τιθασεύσουν μ τέτοια περίπου παρακλητικ λόγια: «Γιατί χετε ρθει μ τέτοιο τρόπο πρς μς, σν ν εμαστε χθρο κα ν χουμε κάνει τς μεγαλύτερες δικίες κα τ χειρότερα πράγματα κα σν ν σς προσβάλαμε πολ κα ν σς κακοποιήσαμε; μες, κύριοι, εμαστε ερηνικο πέναντι σ λους? οτε σς οτε λλους λυπήσαμε βλάψαμε ποτέ. Κα τόσο πολ μένουμε μακρι π ριδες κα μάχες, πειδ γκαταλείψαμε τς περιουσίες μας κα λο τν κόσμο κα κατοικομε σ ατ τν ρημο, πως βλέπετε, γι ν μπορέσουμε περίφραστα, φο πομακρυνθήκαμε π κάθε θόρυβο τς ζως κα ταραχ  κα  διαφωνία κα συναναστροφή, ν κλαύσουμε τς μαρτίες μας κα ν εαρεστήσουμε τν Θεό.
       Κα χι μόνο δ σς βλάψαμε καθόλου, λλ κα δν παραλείπουμε ν σς εεργετομε, σο μπορομε• γιατί συνεχς, σους π σς τυχαίνει ν εναι περαστικο π δ, τος παρέχουμε φιλοξενία κα τροφ κα νάπαυση. Μ λοιπν μς νταμείψετε μ πονηρις ντ γι γαθά, ν φείλετε ν μς συγχαίρετε μ ση δύναμη χετε γι σες εεργεσίες σς προσφέραμε• λλ κα τώρα εμαστε πρόθυμοι ν σς δεξιωθομε μ τρόφιμα π ατ πο χουμε σ φθονία κα πως συνήθως ν σς προσφέρουμε νάπαυση».
       λλ ατο πάντησαν μ βρεις κα πειλές: «Δν χουμε ρθει δ γι τρόφιμα, λλ γι χρήματα. χετε λοιπν ν διαλέξετε να π τ δύο, ν μς δώσετε χρήματα, ν πεθάνετε π τ βέλη μας».
       Ο τς Λαύρας πάντησαν: «Πιστέψτε, νδρες, πιστέψτε τι εμαστε ταπεινο κα φτωχο κα ντελς ποροι κα δν χουμε φθονία οτε σ ψωμ γι ν χορτάσουμε• λλ δν χουμε οτε περιουσία οτε πολυτέλεια σ μφια κα ροχα, κι ν πετε πάλι γι ποσότητα χρυσο, οτε στ νειρό μας δ τ φανταστήκαμε ποτέ• περνμε τ ζωή μας δ μ στενότητα κα ατάρκεια, χοντας μόνο τ ναγκαία, κα ατ μ λλείψεις». λλ κενοι ργισμένοι δείασαν τς φαρέτρες το κατ τν Πατέρων κα τραυμάτισαν περίπου τριάντα, λλους σοβαρά, λλους λαφρά• κα ρχισαν ν γκρεμίζουν τς πόρτες τν κελλιν κα ν ρπάζουν ,τι βρισκαν μέσα σ ατά. Ο Πατέρες φρόντιζαν τος τραυματίες μεταφέροντάς τους σ κοντιν κελλί, «τος ποίους περιποιήθηκε ριστος γιατρς κα ελαβέστατος ββς Θωμάς, ποος μετ π ατ χειροτονήθηκε γούμενος τς Παλαις Λαύρας (πιθανν τ 796), καί, στς ρχς το νάτου αἰῶνα, ποτε κα γραφε Λεόντιος τ βιογραφία το Στεφάνου το Θαυματουργο, ταν πατριάρχης εροσολύμων. Προσπαθοσε λοιπν ν τος θεραπεύσει, δίχως ν διστάζει ν προσφύγει κα σ χειρουργικς γχειρήσεις. Ο βάρβαροι δν ρκέστηκαν ν λεηλατήσουν τ κελλι λλ πιχείρησαν ν τ πυρπολήσουν. Ο Πατέρες θλίβονταν βαθύτατα, βλέποντας τ οκήματά τους ν καίγονται κα τος βαρβάρους  ν ποφασίζουν ν γκαταλείψουν τν κκλησία στς φλόγες. Σήκωναν λοιπν τ μάτια στν οραν κα ζητοσαν τν ξ ψους βοήθεια κα πικαλονταν τς πρεσβεες το γίου Σάββα.
       Ο βάρβαροι, μόλις εδαν κάποιους ν ρχονται κα ποπτεύθηκαν τι ρχονται γι βοήθεια, ποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους τ λάφυρα. λλ κόμα κα ν φυγαν, μεγάλος φόβος τος διακατεχε λους, διότι φοβονταν τν πιστροφή τους• κα μέχρι τ δύση το λιου μειναν μετακίνητοι. Κα τν πόμενη συγκεντρώθηκαν κα καναν λιτανεες κα προσευχές, π τ πρω μέχρι ργ τ βράδυ• κα ατ τ καναν συνέχεια λη κείνη τν βδομάδα. Κα γι παρηγορι λοι μεναν σταθερο στ δια, εχόμενοι ν ζήσουν ν πεθάνουν λοι μαζί. Κα ταν πέρασε βδομάδα, τν σπέρα το Σαββάτου, τν ρα πο πιτελοσαν τ συνηθισμένη γρυπνία τς Κυριακς στν κκλησία, δύο μοναχο «ελαβες κα σταθερο στ φρόνημα» φτασαν τρέχοντας κα λουσμένοι στν δρτα. Ατούς, ο Πατέρες τς Παλαις Λαύρας, τηρώντας τ νόμο τς γάπης κα σπρωγμένοι π τ φλόγα τς δελφικς συμπάθειας, τος στειλαν, γι ν ναγγείλουν τι ατο πο πρν ξι μέρες πιτέθηκαν ναντίον τς Λαύρας, ο σεβες κα βρωμερότατοι, φο συγκέντρωσαν πολλος λλους μοίους τους λη τ βδομάδα, προτίθενται ν πιτεθον τν πόμενη νύχτα κατ τς Λαύρας γι ν τν ρημώσουν κα τι δη κατευθύνονται σ ατν π τ δύση το λιου κα τι φτασαν μέσα στ φόβο κα τν γωνία μήπως τος συναντήσουν καθ' δόν. Κα ο μοναχοί της Λαύρας, μόλις κουσαν τν δυνηρ εδηση, «σν ν δέχτηκε καθένας ρομφαα στν καρδιά, σν ν ζαλίστηκαν π τν μηχανία, σν ν τος ρθε σκοτοδίνη π τ συμφορά, διαλύθηκε δύναμη κα ργάνωσή τους». Κα μέσα σ θόρυβο κα ταραχ φησαν μερικος ν ψάλλουν στν κκλησία κα ο περισσότεροι  συγκεντρώθηκαν  στ συνηθισμένο ψωμα κα διανυκτέρευσαν κε ς τ πρωί, παγωμένοι π τ κρύο της νύχτας κα ν σωτερικ φόβος πάγωνε τ αμα, ξωτερικ τ κρύο πάλι τος συνωθοσε κα τος φερνε κοντ τν ναν στν λλον. Κα δν σταμάτησαν ν παρακαλον τν ψιστο, ν κα δ βρίσκονταν στν κκλησία, κα ριχναν τ βλέμμα τος παντο κα τειναν τ ατί τους, μήπως κούσουν κα δον τος χθρος ν μφανίζονται.
       ν λοιπν βρίσκονταν σ τέτοια κατάσταση, φάνηκαν δύο νθρωποι ν βαδίζουν σπευσμένα, κα ταν πλησίασαν, νας ταν γέροντας μοναχς μ λόλευκα μαλλι κα γένια, κα λλος φύλακας κα δηγός. Κατάκοπος π τ δρόμο κα π τ θλίψη, μόλις πο μποροσε ν μιλ κα κρατώντας μία μικρ πιστολ στ χέρι το λεγε τι π ατ θ μάθουν τ λόγο τς παρουσίας του. νοιξαν λοιπν τν πιστολ κα τ διάβασαν κάτω π τ φς τς σελήνης κα εδαν τι προερχόταν π τος Πατέρες τς Μονς το γίου Εθυμίου. Κα εχε τ ξς περιεχόμενο: «Θέλουμε ν ξέρετε, πατέρες, τι γνωρίζουμε π νθρώπους πο τ ξέρουν καλά, τι συγκέντρωση πονηρν π τ βόρειά της γίας Πόλης συναθροίστηκε μ κακ σκοπ κα σκέφτεται τ νύχτα ατ ν σς πιτεθε κα ν ταλαιπωρήσει κα ν ρημώσει τ Λαύρα• σφαλίστε λοιπν  τος αυτούς σας κα ν προσεύχεσθε γι σς».
       Μόλις πραν στ χέρια τος τν πιστολ ατ ο Πατέρες, κατάλαβαν τι πρχαν δύο συμμορίες, δηλαδ ατ κα κείνη πο νήγγειλαν ο Παλαιολαυρίτες, ο ποες νωμένες πρόκειτο ν πιχειρήσουν τν φοδο. Βρισκόμενοι λοιπν σ ατ τ δειν κατάσταση κα χωρς ν λπίζουν σ καμία πίγεια βοήθεια, παρακαλοσαν σταμάτητα τν Θεό. Στέφανος λέει, «μως, λίμονο, πς ν ντέξω χωρς δάκρυα τν νάμνηση τς φρικτς κα λεεινς κείνης ρας; Πς θ μπορέσω ν ναπαραστήσω μ τ λόγο σα εδαν τ μάτια μας; κόμα κι ν εχα δέκα γλσσες κα λλα τόσα στόματα (γιατί πραγματικά, τ λόγια γι τ πράγματα εναι κατ πολ κατώτερα κα ποδεέστερα), λλ οτε κόμα μπορον ν φανταστον σα δέχονται μ τν κοή, πως ατ πο βλέπουν μ τ  μάτια. Γιατί μπειρία κα ασθηση κα τν δύο εναι πι δύσκολη• λοιπόν, οτε ξυλοκόποι πο βρέθηκαν σ πυκν δάσος, δν τ κατακόβουν τόσο νελέητα, πως ατο ο μοί, θηριώδεις κα πάνθρωποι βάρβαροι, σν σ μακελειό, κοβαν μ τ χτυπήματά τους τ σώματα τν πατέρων νελέητα κα χωρς οκτο, μ ποτέλεσμα χι ν τος κφοβίσουν ν προκαλέσουν μέτριο πόνο, λλ δη ν τος παραδώσουν σ πικρ θάνατο».

       Ο βάρβαροι πιτέθηκαν μ μανία. λλους τος χτυποσαν στ ντα μ τ ξίφη, λλους τος συνέτριβαν τ κεφάλια μ μεγάλες κα βαρις πέτρες, λλους τς κνμες, λλους μ ξύλα κα πέτρες τος χτυποσαν στ πρόσωπα, κα δν πρχε οτε νας πο ν μν χει βαφτε μ αμα. Κα φο «σν σ σιδηρουργεο σφυροκόπησαν τος σιους» ρκετά, τος δηγοσαν λους μαζ π παντο, μ λιθοβολισμος κα γριες φωνές, π ψηλ μέσα π τ χείμαρρο στν κκλησία. Κάποιοι Πατέρες προσπαθοσαν ν κρυφτον σ σπηλις κα σ σχισμς βράχων, καθς δ μποροσαν ν πομείνουν τος βασανισμος ατούς. Λίγοι μως τ κατάφεραν ν μείνουν κρυμμένοι. Τν «γουμενειάρχη», δηλαδ ατν πο εχε διακονία ν ποδέχεται τος ξένους πο θ μεναν στ Λαύρα, ποος νομάζονταν ωάννης «ελαβς κα πιεικς στ χαρακτρα κα νέος στν λικία», φο τν ναγνώρισαν, το πιτέθηκαν μ χιλιάδες χτυπήματα κα λιθοβολισμος κα τν μαστίγωσαν, φήνοντας τν σχεδν μιθαν, κα πειτα, σέρνοντας τν π τ πόδια μέσα π κακοτράχαλα, γεμάτα πέτρες μέρη, π πάνω, π τν κορφ το ρους, τν κατέβασαν ς τν κκλησία γδέρνοντας λο τ δέρμα τς πλάτης κα το πίσω μέρους το σώματός του κα τν φησαν ξέπνοο στν αλ τς κκλησίας. Ατός, φο βασανίστηκε πάλι μ καπνό, πέθανε. Ο βάρβαροι, φο τοποθέτησαν φρουρος σ ψηλ σημεα, πανέφεραν στ Λαύρα μ τ βία σους προσπαθοσαν ν διαφύγουν.
        Κάποιος Σέργιος Δαμασκηνός, βλέποντας τος Πατέρες ν τος συνωστίζουν στν κκλησία, πειδ γνώριζε, σν μαθητς το γουμένου, τν τόπο, που βρίσκονταν μφια ερ κρυμμένα κα πράγματα τς κκλησίας, πειδ φοβήθηκε μήπως τν βασανίσουν κα ναγκαστε ν ποκαλύψει τ μέρος, σκέφτηκε ν δραπετεύσει. Ατν ο παραταγμένοι φρουρο τν κατάλαβαν πο φυγε κα πομακρύνθηκε κάπως π τ Λαύρα, κα κατέβηκαν, τν συνέλαβαν κα τρυπώντας τν μ τ ξίφη, τν νάγκαζαν ν πιστρέψει στ Λαύρα. Κα πειδ δν θελε, νας π τος βαρβάρους τν χτύπησε τρες φορς μ τ μαχαρι του στν τράχηλο κα φο τν σπρωξαν στν χείμαρρο, ριξαν π πάνω του μεγάλες πέτρες, κα τσι συνέτριψαν λο του τ σμα. Τ λείψανό του, ταν ναχώρησαν ο βάρβαροι, τ πραν ο Πατέρες κα τ τοποθέτησαν σ σιες θκες μαζ μ τος πόλοιπους πο φονεύθηκαν ατ τ μέρα. Ο βάρβαροι στειλαν κάποιους νατολικά του χειμάρρου, π που φαίνονται καλ τ δυτικ μέρη, γι ν πιβλέπουν ατος πο φεύγουν κρύβονται σ σπηλις κάτω π βράχους κα ν τ ναγγέλλουν μ φων κα χειρονομία. Κι τσι κανες δν μπόρεσε ν διαφύγει π τ θανατηφόρο ατ δίχτυ, καθς λοι παντο ναζητονταν κα καταμαρτυρονταν.
       Κάποιοι π τος δελφος κατέφυγαν σ μία πολ στεν σπηλιά, που λπιζαν τι θ διαφύγουν τ μανία τν διωκτν τους. Κάποιος μως π τος φρουρος πρς τ νατολικά, τος εδε ν μπαίνουν σ ατ κα τος πέδειξε δείχνοντας μ τ δάκτυλο κα φωνάζοντας δυνατά. ρθε λοιπν κάποιος π ατος μ ξίφος κα π τν εσοδο τς σπηλις πρόσταζε μ κραυγς κα πειλς ν βγον ξω.  Ατο μως, πο ταν πέντε στν ριθμό, βλέποντας τι γιναν ντιληπτο κα τι θ παραδίνονταν σ πικρ βάσανα, διακατέχονταν π φόβο κα τρόμο. Τότε νας π ατούς, πο νομάζονταν Πατρίκιος, γεμάτος π θεο ζλο, γάπη κα φιλαδελφία, επε στος πόλοιπους δελφούς: « Δεξτε θάρρος, δελφοί μου γαπητο κα μόψυχοι• γ ποδέχομαι σήμερα τν κίνδυνο γιά μας κα τν θάνατο• γ γι χάρη τς δικις σς σωτηρίας πρόθυμα παραδίδω τν αυτό μου στ χέρια τν νελέητων βαρβάρων• σες καθστε δ σιωπηλ κα χωρς φωνς κα θ μείνετε πλησίαστοι στ σπήλαιο». ρμησε τότε θαρραλέα ξω π τ σπήλαιο κα επε στν βάρβαρο τι εναι τοιμος ν τν κολουθήσει. λλ ατς πέμενε ν βγον ξω  κα ο πόλοιποι. γενναος στρατιώτης το Χριστο Πατρίκιος σχυρίζονταν κα λεγε τι ταν λομόναχος στ σπήλαιο κα τσι τος σωσε. Ατο ο φονικο κα κδικητικο συγκέντρωσαν τος Πατέρες, κάποιους στν κκλησία, κάποιους στ γουμενεο, κα φο συνέλαβαν ατος πο φαίνονταν ν εναι ξεχωριστο κα πρτοι νάμεσα στος μοναχούς, τος επαν: « ξαγοράστε τος αυτούς σας κα τν κκλησία σας γι τέσσερις χιλιάδες νομίσματα, λλις μέσως διατάζουμε ν σς ποκεφαλίσουν κα βάζουμε φωτι στ ναό σας».
       Ο Πατέρες παρακαλοσαν λέγοντας: «Λυπηθετε μας, γι τ Θεό, κα μ χύνετε τ αματά μας σήμερα• κι ατ τν ποσότητα χρυσο πο λέτε, οτε τν χουμε, οτε τν εχαμε ποτέ. Κα ν θέλετε, κοιτάξτε στ μάτια πο φορμε κα στ προσωπικ μς κελλι θ σς δηγήσουμε κα λα τ πάρχοντά μας θ σς δείξουμε χωρς ν σς κρύψουμε τίποτα κα πρόθυμα θ σς τ δώσουμε  σς παρακαλομε μόνο ν μς φήσετε ν ζήσουμε, στω κα γυμνούς».
        λλ ατο γρίευαν κα φο τος βγαλαν π τ γουμενεο, προσκαλοσαν τος Αθίοπες πο ταν μαζί τους, ν φέρουν τ ξίφη κα ν γδάρουν τος Πατέρες. Κα κουνοσαν πειλητικ τ γυμνά τους ξίφη μουγκρίζοντας κα τν Οκονόμο τν στησαν στν τοχο τεντώνοντας τ χέρια το σταυροειδς κα πρόκειτο ν τν τοξεύσουν. Κα πειλοσαν τι λους θ τος σκοτώσουν ν δ φέρουν ατ πο τος ζητοσαν κα ν δ φανερώσουν τ κρυμμένα χρυσ κα ργυρ σκεύη τς κκλησίας κα κειμήλια. Ο Πατέρες γωνίζονταν ν τος πείσουν τι δν χουν οτε χρυσ , οτε θησαυρό. Τότε κενοι επαν: « Φανερστε μας τος κλεκτος κα τος προύχοντες νάμεσά σας, τος ταμίες κα τος διοικητς κα φύλακες τς Λαύρας κα τν πραγμάτων τς κκλησίας, μέσως σς φαιρομε τ ζωή».
       Κα ο Πατέρες πάντησαν: «Σς επαμε δη τι δν χουμε τίποτα π ατ πο ζηττε•  κα ν ψάχνετε τν γούμενό μας, μάθετε τι δν βρίσκεται δλοι ο πόλοιποι εμαστε σοι κα μότιμοι». Κα πράγματι γούμενος ταν πν γι νάγκες τς Λαύρας.
       Κα ν τος κφόβιζαν γι πολλς ρες, βλέποντας τι δν πετυχαίνουν τίποτα κα τι εναι τοιμοι ν φονευθον, τος κατέβασαν στν κκλησία. Ο βάρβαροι παιτοσαν ν παρουσιαστε σ ατος γιατρς ββς Θωμάς, πο διατελοσε γούμενος τς Παλαις Λαύρας, ταν γραφε Στέφανος, νομίζοντας τι θ βρον χρήματα πάνω του. Κι πειδ δν τν γνώριζαν κατ πρόσωπο, παιτοσαν ν τος τν ποδείξουν. λλ ο Πατέρες, «ς ληθς εγενες κα θεοσεβες κα φιλάδελφοι», ν κα τν εχαν νάμεσά τους, δν τν φανέρωσαν οτε μ πόδειξη, οτε μ λόγια, οτε μ νεμα. Ο βάρβαροι ξαγριώθηκαν περισσότερο π ατό, κα ν κα νίωσαν θαυμασμ κα κπληξη γι τν γάπη, τ φιλάδελφη σχέση κα τν ντίσταση τν Πατέρων, τος χτυποσαν μ ραβδι κα τος λόγχιζαν μ μαχαίρια κα βέλη, γι ν τος ποδείξουν ατν πο ζητοσαν. Κι πειδ δν κατόρθωσαν τίποτα, τος συγκέντρωσαν λους στ βάθος το σπηλαίου κα στ στόμιό του ναψαν φωτιά. Τ σπήλαιο ατ εναι Θεοκτιστς κκλησία, τν ποία Στέφανος περιγράφει ς ξς: « Θεοκτιστς ατ κκλησία εναι ερύχωρο σπήλαιο, πο π τν πρόνοια βρέθηκε σ τέτοια θέση, πο ν μοιάζει μ κκλησία κα γι ατ πρε ατ τν νομασία, καθς χει κόγχη πρς τν νατολή. Κα κατ τ βόρειο μέρος πάρχει μία κάθοδος μ βαθουλωτ σχμα, τ ποο τ λάξευσαν ο πρώην Πατέρες κα τ καναν διακονικό, κα πι μέσα π τ διακονικ κειμηλιαρχεο, δηλαδ σκευοφυλάκιο• κα κόμα πι μέσα π ατό, μία σχισμ βαθιά, σν δρόμος σκοτεινς κα στενός, πο δηγε σπειροειδς πάνω στ γουμενεο, μέσα π τν ποία μακάριος πατέρας μς Σάββας κάποτε κατέβαινε στν κκλησία, πάρχει πως κριβς ταν ζοσε κενος. Κα μετ π ατ ο κατ καιρος γούμενοι φραξαν π πάνω ατ τ δίοδο κα μεινε ατ σχισμ χωρς κβαση κα διέξοδο κα γεμάτη βαθύτατο σκοτάδι, στε κα χωρς καπν ν εναι βασανιστικ τ κλείσιμο κε μέσα».
       φο λοιπν τος ριξαν μέσα σ ατ τ σπήλαιο, ναψαν φωτι στ στόμιό του. Κι πειδ τ καλάμια ταν γρά, σχηματίζονταν πολς πυκνς καπνός, ποος περιελίσσονταν στ στεν ατ χρο, κα μ βρίσκοντας διέξοδο παραπάνω βασάνιζε κα πνιγε τος Πατέρες προκαλώντας φοβερ δυσφορία. Κα φο τος φησαν γι ρκετ ρα ν πνίγονται, στερα φώναξαν: «Βγετε ξω, μοναχοί, βγετε ξω». Κα ατο βγαίνοντας ναγκάζονταν ν περάσουν μέσα π τς φλόγες? λλ λα τους φαίνονταν προτιμότερα π ατ τν σφυκτικ κατάσταση κα τν πνιγμό. Κα πολλν τ πόδια κα ο τρίχες το κεφαλιον γενιν, τν φρυδιν κα τν βλεφάρων κάηκαν. Κα φο βγκαν ξω, πεφταν στ δαφος κα χόρταγα νέπνεαν τν καθαρ έρα. Κι πειτα πάλι ο δήμιοί τους ξέταζαν, πιστεύοντας τι μ τος βασανισμος θ τ μολογήσουν λα μ εκολία• κα τος λεγαν: «Δεξτε μας τος πρώτους κα τος γέτες, κα τς κρύπτες τς κκλησίας, θ σς σκοτώσουμε μ χειρότερο τρόπο».
       λλ ατοί, σταθερο κα καρτερικο στ δειν κα τος φοβερος κινδύνους, περισσότερο εχαν στραμμένο τ νο τους στς προσευχές, παρ σ κείνους, κα νας λεγε τ «Κύριε, δέξαι τν ψυχήν μου ν ερήν», λλος τ «Κύριε, ες χερας σου παρατίθημι τ πνεμα μου», λλος «Κύριε, μνήσθητί μου, ταν λθης ν τ βασιλεία σου», κα λλος προσκόμιζε λλη κεσία στ Θεό.
       Κα στος βαρβάρους λεγαν, πως κα προηγουμένως: «ν θέλετε τ μάτιά μας κα τ πράγματα στ κελλιά μας, μπορετε ν τ πάρετε λα μ φθονία κα χωρς μπόδιο• ν πάλι πιθυμετε ν μς σκοτώσετε, κάντε τ σύντομα• γιατί δν θ κούσετε τίποτα λλο πό μας».
       Βλέποντας λοιπν τι δν κατορθώνουν τίποτα, κα ν ξεπλάγησαν π τ σχέση, τ στοργή, τν καρτερία κα τ φιλαδελφία μεταξύ τους, βαλαν κα πάλι τος Πατέρες μέσα στ σπήλαιο μ σπρωξις κα χτυπήματα, ν κα παρακαλοσαν ν θανατωθον καλύτερα ξω, παρ ν δοκιμάσουν κα πάλι τν πνιγηρ καπνό. Κα βαλαν πι ζωηρ φωτι κα καπνς βγαινε πυκνότερος κα φο τος φησαν γι πολλ ρα κα νόμισαν τι πολλο πέθαναν, τος πρόσταζαν ν βγον ξω. Κα ατοί, φο πέρασαν πάλι, πως κα πρίν, μέσα π τς φλόγες, μόλις βγκαν ξω στν καθαρ έρα μιθανες, νέπνεαν μ λες τς δυνάμεις τν πνευμόνων τους, κα παρ' λίγον λοι ν πέθαιναν. λλ ατο πο βρέθηκαν στ βάθος το σπηλαίου, μ μπορώντας ν ποφέρουν τ σφοδρότητα το καπνο, πέθαναν• κα ταν δεκαοκτ στν ριθμό. Κα ατος πο σα - σα διασώθηκαν π τ φωτι κα τν καπνό, ν ταν κόμη λιπόθυμοι, τος βασάνιζαν, τος χτυποσαν κα τος ποδοπατοσαν.
       Κα βλέποντας τι δν κατορθώνουν τίποτα π ατ πο λπιζαν, διασκορπίστηκαν στ κελλι κα φο συνέτριψαν τς πόρτες μ μεγάλες πέτρες, λα σα βρκαν κε, στ γουμενεο κα στν κκλησία, τ πραν ς λάφυρα κα φο τ φόρτωσαν στς καμλες τς Λαύρας, φυγαν. Κα μετ π πολλς ρες ο Πατέρες πο ασθάνονταν κάπως καλύτερα σηκώθηκαν κα ρχισαν ν φροντίζουν τος βαρι τραυματισμένους. Κα κατ τ δύση το λιου, φο κόπασε καπνός, ναψαν κερι κα μπκαν στ σπήλαιο. Ατο πο βρισκόταν μέσα σ ατ ταν πεσμένοι μ τ πρόσωπο κα τ ρουθούνια τος μέσα στ χμα, ν  λλοι εχαν τ πρόσωπο καλυμμένο μ τ ροχα τους, γι ν ποφύγουν λίγο τ σφοδρότητα το καπνο, κα λοι ταν νεκρο πεσμένοι μπρούμυτα. Κι φο τος βγαλαν ξω μ δάκρυα κα θρήνους, τος τοποθέτησαν στν αλ τς κκλησίας μαζ μ τν ββ Σέργιο, πο καρατομήθηκε? κα τσι τ θύματα τς βαρβαρικς πιδρομς τν γαρηνν φτασαν τ δεκαεννιά. Κα μ μεγάλο θρνο κα δυρμ τέλεσαν τ συνηθισμένο κανόνα κηδεύοντας λους μαζ σ μία θήκη κα θάβοντάς τους μέσα στ δια ματωμένα μάτια. Μετ π τ δεύτερη ξοδο τν Πατέρων π τ ντρο κενο τν βασανιστηρίων, κα ν μειναν μέσα σ ατ νεκρο ο μακάριοι μάρτυρες, εδε κάποιος δελφς ναν π τος νεκρούς, πο νομάζονταν Κοσμς, ν στέκεται μόνος του μπροστ στ ερό, μ τ κεφάλι το λειμμένο λάδι κα τ πρόσωπό του χαρούμενο κα κοκκινωπό, κα ποροσε ναλογιζόμενος πρτον τ φαιδρότητα κα τ χαρ τς ψης του, κα δεύτερον πς τν φησαν ατν μόνο το νενόχλητο, γνοώντας τι εναι νας π τος νεκρούς.
       Κα ταν ναχώρησαν ο βάρβαροι, κάποιος γέροντας συχαστής, πο πέρασε πολλ χρόνια στς ρήμους, νομαζόμενος Σέργιος, πενθώντας κα θρηνώντας γι λα ατ τ θλιβερ συμβάντα, φο ναψε μία λαμπάδα, μπκε στ Θεοκτίστη κκλησία κα θέλοντας ν προχωρήσει κόμα βαθύτερα κα ν δε ποιο κα πόσοι πέθαναν, εδε κα ατς τν ββ Κοσμ ν βγαίνει π τ ντρο μ τέτοια λαμπρότητα. Κα φο βαλαν μετάνοια νας στν λλον, πως συνηθίζεται, Κοσμς μπκε στ ερ λέγοντας: «Προσευχήσου γι μένα». Σέργιος μπκε μέσα βιαστικ κα ξέταζε κα ψηλαφοσε τ πρόσωπα τν νεκρν, νάμεσα στος ποίους εδε κα ατν τν ββ Κοσμ ν κείτεται νεκρς χωρς πνο κα ντρομος βγκε ξω γρήγορα πιθυμώντας ν τν προφτάσει. μως, ν τν ναζήτησε παντο, δν μπόρεσε ν τν βρε. Κατάλαβε λοιπν τι ατ πο εδε ταν θεϊκ πτασία, γι ν φανερωθε σία τελείωση κα θανασία κα μακαριότητα πο τος περίμενε. Ο περισσότεροι Πατέρες ταν τραυματισμένοι, λλοι στ χέρια, λλοι στ πόδια σ κάποιο λλο μέρος το σώματος? κα ο περισσότεροι εχαν συντριμμένα τ κεφάλια τους.
       Κα σ ατ τν περίσταση ποδείχτηκε ατρικ κανότητα το ββ Θωμά, ποος καθαρίζοντας τς πληγς κα πογυμνώνοντας τ κρανίο, μ τρυπάνι, σμίλη κα σφυρ φαιροσε τ σπασμένα κα κομματιασμένα μικρ στ, στε ν φαίνεται κα διος μένας πο περιέχει τν γκέφαλο κα ν ναβλύζει συχν αμα κα πύον. Κάποιος γέροντας, «κέραιος τ τρόπ», πο τραυματίστηκε σοβαρ π ξίφος στ χέρι, κα ν Θωμς θελε ν το κόψει τ χέρι π τν μο μ πριόνι, γιατί δν πρχε λπίδα θεραπείας, , βλέποντας τς δύνες πο πέφεραν ο Πατέρες τν ρα πο θεραπεύονταν, δν τόλμησε ν ποστε τν ποκοπ το χεριο. Κα ταν ατ σάπισε κα γινε σκωληκόβρωτο, μετ π λίγες μέρες, πέθανε κα προστέθηκε στν ριθμ τν γίων μαρτύρων, κα τσι ριθμς τν θυμάτων νλθε στος εκοσι.
       «λλ' επερ κα ατικ' λύμπιος οκ τέλεσεν, κ τ κα ψ τελε». « δίκη, πάνθ' ρώσα» τος βρκε. Θες τιμώρησε τος βαρβάρους πο πιτέθηκαν κατ τς Λαύρας κα πέβαλαν τος μοναχούς της σ φοβερ κα νήκουστο μαρτύριο, διότι, φο πεσε λοιμός, πέθαιναν π ρρώστια, λιμ κα ξιολύπητο θάνατο, τόσο μαζικ κα νας μετ τν λλον, στε δν παρκοσαν γι ν θάβουν τος νεκρος κα τος κάλυπταν πρόχειρα μ λίγο χμα τος ριχναν σ σπηλις σχισμές, τσι πο τ σκυλι τος ξέθαβαν κα τος κατασπάραζαν. Κα λοι ποροσαν μ τν αφνίδιο ατ λεθρο κα φανισμ κα τν πέδιδαν σ θεία τιμωρία, καθς ξεραν κα τ λόγια του Προφητάνακτα: «Πς φτασαν στν ρήμωση; Ξάφνου χάθηκαν, καταστράφηκαν γι τν νομία τους, πως τ νειρο ταν ξυπνμε».

       Στέφανος Μελδς μνημονεύει κα τν Χριστόφορο, το Νικηφόρου στρατιώτη κα μάρτυρα το Χριστο, πο χει κα τ νομά Του, ποος πρν λίγα χρόνια πέρασε π τν πιστία στν εσεβ πίστη «π Περσικ κα καρπη γριελιά, μβολιάστηκε κα γινε καρποφόρα λιά». Κα φο βαπτίστηκε κα πρε τ μοναχικ σχμα κα καταγράφηκε στν ερ ποίμνη το Χριστο, φονεύθηκε μ ξίφος, φο συκοφαντήθηκε π ρνησίθεο νθρωπο στν πρωτοσύμβουλο τν Σαρακηνν, τ 14η το πριλίου, τρες μέρες πρν π τ Σταύρωση το Κυρίου. δεύτερη ατ καταστροφ γινε τν Τετάρτη τς Μεγάλης βδομάδας, τν 20η Μαρτίου, τ μέρα πο γιορτάζει κκλησία τ μνήμη ατν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου