Ό
άγιος Βασίλειος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Άγκυρας, στην Γαλατία, επί
έπισκοπείας Μαρκέλου, o όποιος τόσο πολύ εναντιώθηκε στον αρειανισμό ώστε
υπέπεσε στην αντίθετη αίρεση, καθιστώντας τα τρία θεία Πρόσωπα τρείς όψεις ή
εκφάνσεις της θεότητας.
Ό άγιος Βασίλειος δεν συμμεριζόταν τις απόψεις αυτές
και δίδασκε με ζήλο την αληθινή Πίστη, οδηγώντας πολυάριθμες ψυχές στην ευθεία
οδό που φέρνει στον Θεό. Τον παρέδωσαν στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, ομολόγησε
την Ορθοδοξία με ακλόνητη σταθερότητα και αφέθηκε ελεύθερος.
Όταν
ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ανέλαβε την εξουσία (360) και άρχισε να αποπειράται την
αποκατάσταση της ειδωλολατρίας, ο γενναίος ομολογητής επί πλέον αγωνίστηκε για
να καταγγείλει το μάταιο των ψευδοθεών. Κατηγορήθηκε για βλασφημία κατά του
προσώπου του αυτοκράτορα και απάντησε ότι ήθελε να υπακούει στον μόνο Βασιλέα
του ουρανού και της γης. Ο ανθύπατος Σατουρνίνος διέταξε να τον τεντώσουν στον
τροχό, και όσο τον βασάνιζαν ο άγιος απηύθυνε προς τον Κύριο την ακόλουθη
προσευχή: «Κύριε, προαιώνιε Θεέ, σου οφείλω χάρη ότι αξίωσας με να βαδίσω την
οδό των όδύνων, την οποίαν ακολουθών βέβαιον είναι ότι θα φθάσω στην χώρα των
ζώντων και θα βρεθώ μεταξύ εκείνων ους κατέστησες κληρονόμους των Σών
επαγγελιών και ήδη χαίρουν αυτάς».
Ό
Ιουλιανός έξεστράτευσε τότε κατά των Περσών (362) και στρατοπέδευσε στην
Άγκυρα. Του παρουσίασαν τον Βασίλειο, ο οποίος διακήρυξε ότι είναι χριστιανός
και προείπε ότι ο Θεός, του όποιου είχε πρόσφατα ανατρέψει τα θυσιαστήρια,
σύντομα θα ανέτρεπε τον αυτοκράτορα από τον θρόνο και ότι το πτώμα του θα έμενε
άταφο και θα γινόταν αντικείμενο χλεύης και λοιδορίας. Ό Ιουλιανός με
σκοτισμένο νου έδωσε εντολή να κόβουν κάθε ή μέρα μια λωρίδα από το δέρμα του
Βασιλείου. Αφού υπέφερε επί πολλές ημέρες τις φρικτές τομές, ο άγιος ζήτησε να
δει τον αυτοκράτορα. Πιστεύοντας ότι ήταν έτοιμος να απαρνηθεί την πίστη του, ο
Ιουλιανός μετέβη στον ναό του Ασκληπιού και ετοίμασε θυσία. Μόλις όμως έφτασε
μπροστά του, ο Βασίλειος ξεκόλλησε μια λωρίδα από τις σάρκες του, πού μόλις
είχαν κόψει και κρεμόταν ακόμη πάνω στο σώμα, και την πέταξε κατά πρόσωπο στον
Ιουλιανό λέγοντάς του: «Να, πάρε να φας αυτό το κομμάτι αφού σου αρέσει το
κρέας. Και μάθε ότι για μένα ο θάνατος είναι κέρδος: για τον Χριστό είναι πού
υποφέρω, Εκείνος είναι ή καταφυγή, το στήριγμα και ή ζωή μου!» Έξαλλος ο αυτοκράτορας διέταξε να τον
κατακόψουν μέχρι βαθιά στα σωθικά του. Όση ώρα τον βασάνιζαν ο άγιος
προσευχόταν στον Κύριο να αξιωθεί να φέρει σε πέρας τον αγώνα, χωρίς να χάσει
την πίστη του, ώστε να γίνει δεκτός στην Βασιλεία των ουρανών.
Στην
φυλακή πού τον έριξαν, τον επισκέφτηκε την νύχτα ο Χριστός και την επομένη,
όταν ο άρχοντας Φρουμεντίνος τον έφερε για νέα ανάκριση, ελπίζοντας ότι θα
μπορέσει να κάμψει το φρόνημά του προτού ο Ιουλιανός αναχωρήσει για την
Αντιόχεια, διαπίστωσε έκπληκτος ότι οι πληγές του Αγίου είχαν επουλωθεί.
Φοβούμενος όμως περισσότερο την οργή του τυράννου παρά εκείνην του Θεού,
διέταξε κραυγάζοντας να κατατρυπήσουν το σώμα του μάρτυρος με πυρωμένες
σούβλες. Μέσα στον καπνό και την διαπεραστική οσμή της καμένης σάρκας ο άγιος
Βασίλειος είπε αυτά τα λόγια: «Ιησού, φώς μου, Ιησού, ελπίς μου, ευχαριστώ Σε,
Θεέ των πατέρων ημών, ότι εξήγες τέλος την έμήν ψηχήν έκ της χώρας του θανάτου.
Μη επιτρέψεις να βεβηλωθεί το ιερό όνομα πού φέρω: Σού έστι, Κύριε, διαφύλαξέ
το εντός μου καθαρό και ακηλίδωτο. Δέξου το πνεύμα του δούλου σου, πού πεθαίνει
ομολογώντας ότι Σύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Και ξεψύχησε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου
Πνεύματος, τὴ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω Βασίλειε, ὅθεν
ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου